Όλα μα όλα προμήνυαν άνευ προηγουμένου καταστροφή. Στα χολιγουντιανά στοιχήματα το ποντάρισμα «πλήρης αποτυχία» δεν προσφερόταν καν, μιας και η συντριβή- σε ταμεία και κριτική- θεωρείτο δεδομένη. Αυτό το πρότζεκτ ήταν, δυστυχώς, θνησιγενές και ο επιθανάτιος ρόγχος του θ’ ακουγόταν μόλις άρχιζε η μπομπίνα να γυρνά στην αίθουσα προβολής.
Ήταν, όπως και να το κάνουμε, τα πάντα εναντίον αυτού του φιλμ: η μοναδική άλλη μεγάλου μήκους ταινία που είχε γυρίσει, μέχρι τότε, ο σκηνοθέτης του ήταν μια αλόγιστου μεγέθους μπούρδα (το “Piranha part two: the Spawning” του 1981), ενώ το μόνο αξιόλογο που είχε να επιδείξει ήταν κάποια φτηνά εφέ που είχε κάνει για χάρη του Τζον Κάρπεντερ.
Ο πρωταγωνιστής του, ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, ήταν, υποκριτικά, εξίσου ταλαντούχος μ’ ένα σκιάχτρο που κάνει παρατεταμένη χρήση ενδοφλέβιων ουσιών, ενώ ακόμα και το ίδιο το στόρι έμοιαζε να μπάζει από παντού. Μόνο που…
Μόνο που η 7η τέχνη είναι ο χώρος που «ευδοκιμούν» περισσότερο από κάθε άλλον τα θαύματα: στο σχετικά κοντινό μέλλον (2029) ο υπερυπολογιστής Skynet έχει αναπτύξει πέρα από τα προκαθορισμένα όρια τη νοημοσύνη του και προκαλεί πυρηνικό πόλεμο προκειμένου να εξοντώσει τον δημιουργό του- τον άνθρωπο.
Η μοναδική ελπίδα των ανθρώπων είναι ο επαναστάτης Τζον Κόνορ, ο οποίος φαίνεται ότι θα οδηγήσει το γένος του στην επικράτηση έναντι των μηχανών. Τότε ο Skynet στέλνει πίσω στις 12 Μαΐου του 1984 ένα ρομπότ T-800, τον Terminator, προκειμένου να σκοτώσει τη μητέρα του Κόνορ και να μη γεννηθεί ποτέ ο μελλοντικός του δήμιος. Ωστόσο, η πλευρά των ανθρώπων δε μένει άπραγη, καθώς έχει προνοήσει να στείλει και αυτή έναν στρατιώτη για να προστατεύσει την Σάρα…
Ο Τζέιμς Κάμερον (ναι, ναι: αυτός του “Τιτανικού” και του “Avatar”) παίζει με το μυαλό των θεατών χάρη στο «τρικ» της μηχανής του χρόνου, αποδεικνύεται σχεδόν προφητικός για την έκρηξη της τεχνολογίας, κάνει μια ασταμάτητη επίδειξη στυλ των καλών, χρυσών και λατρεμένα αμαρτωλών ’80s και καθιερώνει το δικό του, ξεχωριστό στυλ, που ονομάστηκε «τέχνο- νουάρ», τη στιγμή που το soundtrack του Μπραντ Φιντέλ ντύνει ιδανικά κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, κάθε κάδρο.
Ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ κλείνει το στόμα των επικριτών του καθώς μοιάζει- και είναι- ο απόλυτος «Εξολοθρευτής», χάρη στο υποκριτικά παράδοξο του ότι πρόκειται για έναν αληθινά κακό ηθοποιό. Εδώ, όμως, δε μιλάει, δε γελάει, δεν κάνει μορφασμούς και το γεγονός πως «δεν το ’χει» με τις ατάκες, τον κάνει ακόμα πιο ταιριαστό ως ρομπότ. Η αγαλματένια σωματοδομή του, φυσικά, συνάδει απόλυτα με τον χαρακτήρα της ανελέητης μηχανής θανάτου και χαράσσεται με περισσή ευκολία στη μνήμη.
Το «στακάτο» μοντάζ στις σκηνές δράσης αποτελεί την κρυμμένη δύναμη πυρός του φιλμ, ενώ τα ειδικά εφέ περνούν με χαρακτηριστική ευκολία τον πήχυ εκείνης της εποχής. Η αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι βουτάει και μένει μόνο σ’ ένα χρώμα (το κόκκινο), ενώ τα ψήγματα απτού θρίλερ που υπάρχουν διάσπαρτα στα 107 λεπτά της ταινίας είναι καλοδεχούμενα σαν το νερό στη Σαχάρα.
Κι αν μέχρι τώρα δεν έχετε πειστεί πως μιλάμε για μία από τις πιο ξεχωριστές ένοχες απολαύσεις, τότε περιμένετε μέχρι το φινάλε. Δείτε πόσο ευρηματικό είναι, εκεί που αρχίζει να «σοβαρεύει» το πράγμα. Δείτε το ανεπαίσθητο κλείσιμο του ματιού στα χρόνια που έρχονται και στα όσα έχουμε περάσει μέχρι τώρα. Δείτε και… κρατείστε το μεταξύ μας.
Το στοίχημα κερδήθηκε: αντί περιφανούς φιάσκου, ήρθε ανέλπιστος θρίαμβος. Ο Εξολοθρευτής κατάφερε να terminate κάθε αμφιβολία και ν’ αποδείξει πως ακόμα και τα πιο αλλόκοτα υλικά αν ανακατευτούν με τον σωστό τρόπο, μπορούν να χαρίσουν μικρά διαμάντια επιστημονικής φαντασίας.
Όμως, σσσς, για κάντε λίγη ησυχία. Ακούστε, ο Άρνολντ ξεστομίζει μία από τις 10, σκάρτες, ατάκες του σε ολόκληρη την ταινία.
Λέει: “I’ll be back”.
Και, ξέρετε, θα επιστρέψει πράγματι. Σε μια εφταετία από το κινηματογραφικό «τώρα», που τοποθετείται στο 1984.
Θα επιστρέψει για την «Μέρα της Κρίσης» και θα είναι ακόμα καλύτερος.
Πώς είπατε; Τα σίκουελ δεν είναι ποτέ ανώτερα από το πρώτο φιλμ;
Χμ…
Τι θα λέγατε να βάζαμε ένα στοίχημα;