Εξομολόγηση: Όλα όσα θέλω να πω στον γιο μου…

Μόνο που επειδή είναι 3 ημερών και δε θα πολυκαταλάβει, αναγκαστικά του τα γράφω…

– «Κύριε, είστε έτοιμος;», με ρωτάει η νοσοκόμα.

– «Αγαπητή μου, γεννήθηκα έτοιμος.»

– «Ναι, μόνο που το μωρό σας γεννήθηκε πριν από 6 λεπτά και…»

Τη διακόπτω κοιτάζοντάς την παράλληλα μ’ επιτιμητικό βλέμμα. Της εξηγώ πως είμαι ένας εξαιρετικά γυμνασμένος τύπος, που στην καλή του μέρα μπορεί να κάνει περισσότερες από 4 επαναλήψεις δικεφάλων με τα δίκιλα βαράκια. Προς τι ο πανικός, λοιπόν;

Χάρη στη συμφυή ρητορική μου ικανότητα- μικρό οι συμμαθητές μου με φώναζαν «Κικέρωνα» (κυρίως γιατί ήθελαν να με αποκεφαλίσουν σαν τον Ρωμαίο πολιτικό, όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία)- και έναν καινοφανή καταιγισμό από αρραγή επιχειρήματα, την πείθω.

Παίρνει στα χέρια της τον μικρό, μου τον δίνει και…

«Ω ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ!», ωρύομαι αυτοστιγμεί, καθώς αίφνης τα 3 κιλά του νεογνού φαντάζουν ισοβαρή με την μπάρα του Πύρρου Δήμα στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϋ, στην 3η του προσπάθεια στο ζετέ.

Ο Ιακώβου δε φαίνεται κάπου στα πέριξ για να μου πει να κάτσω από κάτω της, στο μυαλό μου αρχίζει να τρέχει με ρυθμούς νοητού Γιουσέιν Μπολτ το ιστορικό καρδιακών παθήσεων του οικογενειακού μου δέντρου, αμφιρρέπω μεταξύ ολικής κατάρρευσης και αξιοπρεπούς επιστροφής μωρού στην αγκαλιά της νοσοκόμας και τότε, όταν τα πάντα αρχίζουν να φλερτάρουν με το ερεβώδες μαύρο της χαρμόσυνης λήθης, συμβαίνει.

Ο μικρός παράγει έναν μελωδικό ήχο από τα χειλάκια του: το παρθενικό του κλάμα (παρθενικό, δηλαδή, αν δε μετρήσουμε τα πρώτα 27.432 που έριξε αμέσως μετά τη γέννησή του) ηχεί στ’ αυτιά μου σαν τη 10η Συμφωνία του Μπετόβεν που δε γράφτηκε ποτέ, και όλα τα υπόλοιπα παύουν να έχουν σημασία.

Τον κρατάω στα χέρια μου και, εντελώς ανεξήγητα, το μυαλό μου πηγαίνει στον Άτλαντα. Ο δόλιος έδειχνε τόσο καταβεβλημένος όταν κρατούσε τον ουρανό στα χέρια μου.

Εγώ, από την άλλη, δεν αισθάνομαι την παραμικρή πίεση κρατώντας στα χέρια μου τον γιο μου. Κι αν νομίζετε πως κάτι τέτοιο είναι εύκολο, σκεφτείτε πως σηκώνω για πολλή ώρα ολόκληρο τον κόσμο (μου)…

Ώρα 08:05

Κάθε παιδί φέρνει το μήνυμα ότι ο Θεός δεν έχει αποθαρρυνθεί ακόμα από τον άνθρωπο

Χαμόγελο, ενθουσιασμός και ζωντάνια στα μάτια. Είναι ευγενέστατος, του το αναγνωρίζω. Ο νοσοκόμος με πλησιάζει και με ρωτάει «Είστε ο κύριος Π…;». Ή, τουλάχιστον, αυτό πρέπει να λέει- δεν καταλαβαίνω και πολύ καλά με δύο μάσκες και την προμετωπίδα.

Παρ’ ολ’ αυτά νεύω και μου ζητάει να τον ακολουθήσω. Με περνάει από μια πόρτα, μου λέει εγκάρδια «Συγχαρητήρια!», του ανταπαντώ, μιας κι αυτό επιτάσσει το σαβουάρ βιβρ, εξίσου ενθουσιωδώς «Και σε σας συγχαρητήρια, είστε καταπληκτικός! Αν μου επιτρέπετε το αγοραίο ύφος, δεν είστε απλά καταπληκτικός, αλλά Γ-Α-Μ-Α-Τ-Ε». Πριν προλάβω να σκεφτώ αν το παράκανα ή όχι, φτάνουμε στο σημείο που η ξανθιά μου ζωή γεννάει ζείδωρο φως με μικροσκοπική σάρκα και οστά.

Η Ελένη, αυτό το θεϊκό πλάσμα που προ 12ετίας δέχτηκε να βγει ραντεβού μ’ έναν γήινο, είναι κουρασμένη αλλά χαμογελαστή. Μου δείχνει το σημείο που έχουν αφήσει τον μικρό.

«Τα καταφέραμε», μου ψελλίζει και μια αιμάτινη παπαρούνα ανθίζει ακριβώς στο σημείο της καρδιάς.

Δε θέλω να της χαλάσω την στιγμή και να της πω ότι για την ακρίβεια εγώ έκανα σχεδόν όλη τη δουλειά. Δε θέλω να της υπενθυμίσω το πόσο άλλαξε το σώμα μου αυτό το τελευταίο 9μηνο που ήταν έγκυος (λόγω της καραντίνας έτρωγα αδιανόητες ποσότητες φαγητού με αποτέλεσμα να πάρω τα κιλά και της επόμενης εγκυμοσύνης της), δε θέλω να φέρω ξανά στο προσκήνιο τα ατέρμονα, θαρρείς, υπερηχογραφήματα, στα οποία δεν είχα τίποτα να κάνω επειδή οι γιατροί, λόγω κορωνοϊού, δε μ’ άφηναν να μπω μέσα στο εκάστοτε ιατρείο.

Ας είναι- θα φανώ μεγαλόψυχος: της πιάνω το χέρι, με το άλλο φέρνω κοντά μας το καροτσάκι που έχει το παιδί μας μέσα και της ψιθυρίζω δύο μονάχα λέξεις:

«Τα καταφέραμε».

 Ώρα 14:15

Στα μάτια ενός παιδιού δεν υπάρχουν τα 7 θαύματα του κόσμου. Υπάρχουν 7 εκατομμύρια

Μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά την εποχή της υπερθέρμανσης του πλανήτη μπαίνει στο δωμάτιό μας:

– «Πώς είστε;»

– «Λίγο κουρασμένος, αλλά καλά», απαντώ.

– «Δε μιλούσα σε σας. Στη γυναίκα σας απευθυνόμουν.»

– «Ααα.»

Τις αφήνω να μιλήσουν, αποδεχόμενος την κατάφωρη αδικία του να έχει γεννήσει η γυναίκα μου και ουδείς ν’ ασχολείται μαζί μου.

Λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι στο παράθυρο και έχω ήδη χαθεί στις σκέψεις μου- πράγμα που καταδεικνύει το πόσο κακό προσανατολισμό έχω, μιας και με το ζόρι οι σκέψεις μου υπερβαίνουν τις 2.

Σκέφτομαι ότι τώρα που έχω ένα αγοράκι θα μπορώ, επιτέλους, να πω δυο αντρικές κουβέντες στο σπίτι για τα θέματα της επικαιρότητας. Να του αναλύσω μερικά πράγματα που κάθε εχέφρων άνθρωπος με στοιχειώδη κριτική ικανότητα γνωρίζει την εποχή της πανδημίας: ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει κορωνοϊός και πως τα πάντα είναι ένα δαιμόνιο σχέδιο του Μπιλ Γκέιτς που θέλει να φτιάξει μια στρατιά από σαυρανθρώπους και να πουλήσει κεραίες 5G για να ελέγχει το Μαράκι από το Μενίδι.

Παράλληλα, σχηματίζω εικόνες καμωμένες από παραμυθένιο μελάνι στο νου μου: να διαβάζω στον μικρούλη τους μεγάλους κλασικούς προκειμένου ν’ αποκτήσει την σωστή παιδεία- Χρυσηίδα Δημουλίδου, Λένα Μαντά και ούτω καθεξής. Σαίξπηρ, Ντοστογιέφσκι, Ζολά, Καμύ, Γκόρκι, Τζόυς και λοιπές συγγραφικές δυνάμεις μπορούν να περιμένουν έως ότου αναγνωριστούν μετά θάνατον (δικού μου, λόγω πλήξης).

Τα κινηματογραφικά διαμάντια που θα βλέπουμε στην τηλεόραση, προεξάρχοντος του American Pie 2. Εντάξει, το ξέρω: η μητέρα του θα θέλει να του βάλουμε να δει το 8 ½ του Φελίνι κι αυτό είναι κάτι που με βρίσκει σύμφωνο- μετά το play είναι βέβαιο πως στις 8:30 το πολύ ο μικρός θα κοιμάται.

Θ’ ακούμε κλασική μουσική για ν’ αποκτήσουν τα ευαίσθητα αυτάκια του (που είναι τόσο μικρά!) καλό γούστο: και Αργυρό που είναι χρυσό παιδί και Μπουγά και Οικονομόπουλο και Πόπη Μαλλιωτάκη και όλα. Οι ενστάσεις περί Μπαχ, Σοπέν, Μότσαρτ και αντίστοιχων φλώρων θ’ απορρίπτονται ασυζητητί με συνοπτικές διαδικασίες από το γονικό δικαστήριο, στο οποίο προεδρεύω εγώ και η ψήφος μου μετράει τριπλή σε μια τριμελή οικογένεια.

Ενόσω κάνω κινούμενα σχέδια επί σταθερού εδάφους, η νοσοκόμα με φωνάζει εκ νέου: «Μπορείτε να επιστρέψετε στο δωμάτιο», με πληροφορεί. «Σε λίγο θα σας φέρουμε τον γιο σας».

Αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω ακόμα πως αυτό το «γιος σας» είναι για μένα, ψάχνω να δω σε ποιον απευθύνεται. Ψάχνω, αλλά δε βρίσκω.

Πλέον, είναι πολύ αργά για να επιστρέψω στο εγγύς παρελθόν. Πλέον, δε γίνεται να φορέσω εκ νέου το μανδύα εκείνουτου ανθρώπου. Τότε, για μια διευρυμένη χρονική αιωνιότητα, ήμουν κάποιος άλλος.

Τώρα είμαι ένα και μόνο πράγμα: πατέρας.

Ώρα να δείξω στο παιδί μου, λοιπόν, μερικά από τα 7 εκατομμύρια θαύματα ενός πληγωμένου, μα αιωνίως αναρρώσαντος, κόσμου.

1…2…3…

Μικρέ μου, πάμε.

Ώρα 19:20

Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το θέμα είναι πώς θα παραμείνει καλλιτέχνης μεγαλώνοντας

Το να είσαι γονιός σημαίνει να μοιράζεσαι τα πάντα. Και μέρος αυτής της ιδιότυπης μοιρασιάς είναι να πρήζεις σε επικίνδυνο βαθμό ένα αρκετά ευαίσθητο μέρος του σώματος τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, στέλνοντας αλλεπάλληλες φωτογραφίες και βίντεο ακόμα και στον Ηλία του 16ου- το παιδί που καθόσασταν μαζί για ένα τρίμηνο στην 5η δημοτικού στο 16ο σχολείο Νέας Σμύρνης.

Έχοντας πολυετή πείρα στο πρήξιμο, ξεκινάω τον ανηλεή βομβαρδισμό: ο πατέρας μου βλέπει ένα βίντεο διάρκειας λίγο μικρότερης από το Μπεν Χουρ (το director’s cut), στο οποίο ο συνονόματος εγγονός του κάνει το απόλυτο τίποτα, αλλά το κάνει καλά. Οι δύο Κωνσταντίνοι βγάζουν άναρθρες κραυγές σχεδόν ταυτόχρονα- ο ένας επειδή δεν έχει τη δυνατότητα της ομιλίας ακόμα, ο άλλος επειδή αίφνης την απώλεσε από τη χαρά του.

Σειρά έχει η μητέρα μου. Κάνει βιντεοκλήση κατά την οποία- μιας και υπάρχει μια εγγενής δυσκολία στο χειρισμό της κάμερας του viber- βλέπουμε κάθε πόρο του όμορφου προσώπου της, την στιγμή που ελπίζουμε κι αυτή να βλέπει το μικροσκοπικό κεφαλάκι του μικρού.

Η αδερφή μου- αυτό το θηλυκό τέκνο ο Βρούτος- με δύο ματιές στο παιδάκι αποφαίνεται πως είναι ίδιος η Ελένη και γελάει σαρδόνια, αλλά δεν ξέρει πως το ρόφημα που πίνει δεν είναι κακάο αλλά κώνειο φτιαγμένο από τα χεράκια μου. Η Κάτια, το γλυκό της το παιδάκι, χαίρεται που θα έχει ακόμα ένα ξαδερφάκι να τραμπουκίζει παίζει μαζί του τα καλοκαίρια στη Χαλκιδική.

Η μητέρα της Ελένης, θέλοντας να μείνει πιστή στο όνομά της (αλλά και στον Τάσο Ποτσέπη), ωρύεται «Αγάπη μόνο!» και γελάει με τα μάτια και την ψυχή της. μια ψυχή που λίαν συντόμως θ’ ανήκει σε άλλον.

Ένας τρίτος, ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο με το Μ κεφαλαίο, του στέλνει συνέχεια φιλιά, τον αποκαλεί «άγγελο» και με φροντίζει εξ αποστάσεως λέγοντάς μου πως όλα στον… έξω κόσμο είναι υπό έλεγχο.

Τα παιδιά, απ’ ό,τι φαίνεται, έχουν μια μοναδική ικανότητα να μαγεύουν τον κόσμο απλά με την μικροσκοπική τους παρουσία- κάτι που, αν το καλοσκεφτούμε, μόνο οι καλλιτέχνες μπορούν να επιτύχουν.

Τώρα, το μέγα ερώτημα είναι το πώς θα παραμείνει ο Κωνσταντίνος καλλιτέχνης μεγαλώνοντας…

Ώρα 23:30

Η πιο σημαντική ερώτηση στον κόσμο είναι: «Γιατί κλαίει το παιδί;»

Μπορεί να είναι νεογέννητο, όμως αποφασίζω να ρίξω στο τραπέζι το χαρτί των νωδών επιχειρημάτων: «Βρε αγόρι μου, σταμάτα! Οι άντρες δεν κλαίνε…», του λέω ενόσω τον ακούω να συνθλίβει live το ρεκόρ Γκίνες παρατεταμένου και αδιάλειπτου κλάματος.

Δεν πιάνει- μάλλον επειδή θεώρησε πως αμφισβήτησα τον ανδρισμό του. Συνεχίζει με αμείωτη ένταση, την στιγμή που η εξαντλημένη, μα ακούραστη, μητέρα του τον θηλάζει για 87η φορά. Τόσο γάλα δεν είχε πιει ούτε ο Γκάλης στα γυρίσματα της διαφήμισης για το ΑΓΝΟ.

Στο νου μου έρχονται ευχάριστες κουβέντες που κάναμε όλο αυτό το διάστημα με φίλους μας που είναι γονείς εδώ και κάποια χρόνια. Άπαντες, θέλοντας να μας δώσουν θάρρος, μας επαναλάμβαναν πως η ζωή τελείωσε πια και πως από δω και πέρα θα είμαστε αιωνίως σκλάβοι του μικρού και των διαθέσεών του. Δεν παρέλειψαν, μάλιστα, να μας πουν ότι θα πρέπει να ξεχάσουμε δια παντός τον ύπνο, μιας και έρχονται πάρα πολύ δύσκολες μέρες. Ναι, μόνο που…

Μόνο που ξεχνούν πως στην αϋπνία έχω PhD περίπου από την εποχή του τροχού και ότι με τον ύπνο οι δρόμοι μας έχουν χωρίσει από τότε που μου συστήθηκε ως «Μορφέας» και μου είπε πως ήθελε να με πάρει- μια πρόταση με ένα απροκάλυπτα ερωτικό μήνυμα. Ο μπαγάσας ήταν εμφανές πως ήθελε να με ρίξει στο κρεβάτι!

Μπορεί, επομένως, η μάνα μου τα τελευταία 25 χρόνια να γκρινιάζει που παρακολουθώ ΝΒΑ μέχρι τα χαράματα, αλλά δεν ήξερε η γλυκιά μου πως δεν έβλεπα τους αγώνες για να τους βλέπω απλά, αλλά έκανα εντατικά προπόνηση για την ζωή μετά τις 6 Φλεβάρη του 2021.

Με την Ελένη, που λέτε, αισθανόμαστε (πολύ περισσότερο αυτή, βέβαια) σα να μας πάτησε τραίνο με όλους του τους επιβάτες επάνω. Να μας πονάνε τα χέρια, τα πόδια, οι κλειδώσεις, κάτι τένοντες που δε γνωρίζαμε καν πως υπάρχουν στο σώμα μας.

Μπορεί η καρέκλα της κλινικής στην οποία κάθομαι εδώ και περίπου 8 ώρες να είναι αυθεντικό αντίγραφο εκείνης που χρησιμοποιούσε η χούντα για να «συνετίσει» τους αντιφρονούντες κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων, μπορεί το κορίτσι μου να ξαπλώνει κατάκοπο στο κρεβάτι του, όμως…

Όμως, ο πιο γλυκός τύραννος του κόσμου κλαίει λίγο ακόμα. Μεμιάς, η κούραση στέλνεται στο πυρ το εξώτερον κι ετοιμαζόμαστε να πάμε για «δουλειά».

Σηκώνω τον μικρό. Τον παίρνει στην αγκαλιά της. Αυτός ανοίγει το στόμα, χασμουριέται, έπειτα λοκάρει την σαρκική γη της προσωπικής του Επαγγελίας και ορμάει με άσβεστο μένος.

Είναι τότε, εκείνη την πρώτη ημέρα, που μας επιτίθεται μια αγέλη ώριμων συναισθημάτων και γινόμαστε, ευτυχείς, βορά στις ορέξεις τους.

Τον κοιτάμε για μια στιγμή που φυλακίζει τον Χρόνο στις αμείλικτες δαγκάνες της.

Τα ρολόγια που μετρούν ακούραστα τα πάντα μεταμορφώνονται σε ρολόγια του Νταλί που λιώνουν, γίνονται ένας κόκκος άμμου σε μια κλεψύδρα που εσωκλείει το τότε, το τώρα το πάντα.

Κι ολ’ αυτά υπό τον ήχο μιάμισης θαυματουργής λέξης: «Σ’ αγαπώ».

Ώρα 04:15

Τα παιδιά είναι η μόνη μορφή αθανασίας για την οποία μπορούμε να είμαστε σίγουροι

Έξω σκοτάδι, ένα θελκτικό έρεβος που καλύπτει απ’ άκρη σ’ άκρη τα πάντα. Στο δωμάτιο, το ίδιο- ο μπέμπης πρέπει να κοιμηθεί, όπως και η «νεοπαγής» μητέρα του. Το μάτι μου, ωστόσο, αποτίνει φόρο τιμής στην τάξη των αστακιδών: είναι γαρίδα.

Σκέφτομαι πως αν τα γηρατειά είναι το τίμημα για το γεγονός πως υπήρξαμε κάποτε νέοι, τότε πρέπει όταν είμαστε (σχετικά) νέοι να κάνουμε κάτι στην ζωή μας για το οποίο θ’ αξίζει πραγματικά να γεράσουμε.

Σκέφτομαι πως όταν ένας παρηκμασμένος κόσμος, κουρασμένος, καταβεβλημένος, ξεδοντιάρης σαν αυτόν που ζούμε σήμερα, πνέει τα λοίσθια και άπαντες περιμένουμε ν’ ακούσουμε τον επιθανάτιο ρόγχο του, τότε ίσως η απάντηση να είναι πράγματι ένα παιδί, μιας και με κάθε μωράκι που γεννιέται το σύμπαν όλο ξαναρχίζει από το μηδέν.

Αυτή είναι μια θεωρία που μου αρέσει. Μια θεωρία που με κάνει να αισθάνομαι καλά. Προκειμένου να την επιβεβαιώσω, βάζω το χέρι μου στο κρεβατάκι που κοιμάται ο μικρός. Ενστικτωδώς, τυλίγει τα δαχτυλάκια του γύρω του.

Έξω σκοτάδι, κι όμως μονολογώ «Ξημερώνει. Πάντα θα ξημερώνει».

Η Ελένη ξυπνά και μου ρίχνει ένα βλέμμα που υπαινίσσεται πως η υποτυπώδης αντίληψή μου έχει δεχτεί ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα.

Μου δείχνει τη μαυρίλα έξω. Της δείχνω το παιδί μας.

Μειδιά.

Χαμογελώ.

Ξημερώνει.