Δε με βλέπεις- πώς θα μπορούσες, άλλωστε; Όμως, καταλαβαίνεις πως κάτι βρίσκεται γύρω σου κι ας μην μπορείς ν’ αγγίξεις το άυλο σώμα μου. Σκύβω και σου ψιθυρίζω στ’ αυτί «Έλα, πιάσε το χέρι μου. Εγώ ξέρω το δρόμο, δε θα χαθούμε. Στο υπόσχομαι…». Ασυναίσθητα σηκώνεσαι από την καρέκλα ου γραφείου και κοιτάζεις έξω από το παράθυρο.
-«Που θα πάμε;», ρωτάς το είδωλό σου στο τζάμι.
-«Μια βόλτα στο παρελθόν», ψελλίζω. Με ακούς- με ακούς πλέον πεντακάθαρα.
-«Γιατί εκεί; Τι βρίσκεται εκεί; Τι θα κάνουμε;»
-«Θα του πούμε όλα όσα έπρεπε και δεν βρήκαμε ποτέ το θάρρος να του πούμε».
-«Σ’ εκείνον;».
-«Ναι», σου λέω, «σ’ εκείνον».
Σου ζητάω να κλείσεις τα βλέφαρα. Το κάνεις. Ηρεμείς και μια αδιατάραχτη σιωπή καλύπτει τα πάντα. Επικοινωνούμε τηλεπαθητικά, σχεδόν: βλέπουμε και οι δύο στο κέντρο του μυαλού μας μια κλεψύδρα με λιγοστή άμμο να της έχει απομείνει από τη μία πλευρά. Έπειτα, αγγίζουμε τα χέρια μας και τούτο το άγγιγμα κάνει τον Χρόνο να λιώσει σαν πλαστικό που ρίχτηκε στη φωτιά.
Αίφνης δεν έχουμε «σήμερα», αλλά «χθες». Εκείνος δεν είναι ένας άντρας που πλησιάζει τα 70, αλλά νέος, ευσταλής, χαμογελαστός. Σου χαμογελάει- διάολε, μας είδε. Με ρωτάς γιατί το κάνω αυτό. Σου απαντάω «επειδή ο καθένας δικαιούται μια δεύτερη ευκαιρία. Μην την κλοτσήσεις κι αυτή. Μην».
Τον πλησιάζεις κι ο κόμπος στο λαιμό σου μετατρέπεται αυτοστιγμεί σε καύσιμο που σου δίνει ώθηση. Τον κοιτάζεις και του λες:
«Σ’ ευχαριστώ για τότε, το 1993»
Που με πήγες στο μπασκετικό μας σπίτι για να δω τον Νικ να φοράει πράσινη φανέλα αντί για κιτρινόμαυρη, κάτι που- παρόλο που άπλωνε μαύρο του ερέβους στην παιδική μου καρδιά- ήθελα να το ζήσω από κοντά. Που με σήκωσες στους ώμους σου γιατί ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να τον δω ν’ αποδεικνύει στο παρκέ πως υπάρχει θεός- ήταν αυτός με το 6 στην πλάτη.
Που ήμασταν εκεί όταν πήγε στ’ αποδυτήρια με δάκρυα στα μάτια, στην πιο υπέροχη γροθιά του συναισθηματισμού στο σαρκίο του ψυχρού επαγγελματισμού.
Μερικές χούφτες χρόνια αργότερα ακόμα θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Δεν μπορώ να την ξεχάσω.
Δεν μπορώ να τον ξεχάσω.
«Συγγνώμη για εκείνον το χειμώνα του 1997»
Που μολονότι είχες ολική ρήξη χιαστού και κάκωση μηνίσκου σε ανάγκασα να μπεις στο αυτοκίνητο και να με πας στο Τρίγωνο για να μη χάσω την προπόνηση. Δεν την έχασα, όπως δεν έχασες κι εσύ την ψυχραιμία σου.
Άλλος στη θέση σου θα είχε κάνει φόνο εκ προμελέτης. Εσύ επέλεξες να φονεύσεις το πόδι σου και να υπομείνεις μιάμιση ώρα περίεργης ορθοστασίας μ’ εκείνη την μπότα που φορούσες, προκειμένου να κυνηγήσω ανεμόμυλους πορτοκαλί μεγαλείου.
Που να πάρει, ακόμα και σήμερα παλεύω να πιάσω έναν με τα χέρια μου…
«Θα έπρεπε να σε είχα ακούσει το καλοκαίρι του 2003»
Όταν, βλέποντάς με να είμαι εντελώς εκτός εποχής καθώς πετούσα χαρταετό Ιούνιο μήνα, με προέτρεψες να γίνω πιο προσεκτικός αναφορικά με το φοιτητικό μου μέλλον. Ήμουν, όμως, έφηβος και, ως γνωστόν, σ’ εκείνη την ηλικία τα παιδιά τα ξέρουν όλα.
Αντιθέτως, οι γονείς τους δεν ξέρουν τίποτα.
Ακόμα κι αν είναι έμβιες εγκυκλοπαίδειες.
«Εκείνη η βόλτα το 2005 με το αυτοκίνητο ήταν η καλύτερη της ζωής μου»
Με ανοιχτά παράθυρα, στο μικρό αυτοκίνητο, να μετατρέπουμε τα 120 χιλιόμετρα της κοινότοπης για εμάς διαδρομής σ’ ένα περιπετειώδες ταξίδι: βάλαμε ολοκληρωτικά φωτιά στην «αυστηρή» σχέση πατέρα- γιου ρίχνοντας στο μείγμα μεγάλες ποσότητες καλοδεχούμενης φιλίας.
Μιλήσαμε για τη ζωή, τις γυναίκες, το μέλλον μας, καταστρώσαμε σχέδια εν κινήσει (γνωστά και ως «κινούμενα») κι όταν φτάσαμε στο τέλος του δρόμου διαπιστώσαμε πως ο προορισμός ήταν απλά η πρόφαση.
Το ταξίδι ήταν εκείνο που μετρούσε: ποιος είπε πως δεν μπορεί ο μπαμπάς σου να είναι ταυτόχρονα και φίλος σου;
«Δε θα ξεχάσω ποτέ τον Γενάρη του 2010»
Τότε που εκτελώντας χρέη από μηχανής μάλλινου θεού, οδήγησες τις 4 ώρες μέχρι την πύλη του στρατοπέδου στον Έβρο εν ριπή τετράτροχου οφθαλμού προκειμένου να με σώσεις από τα κρυοπαγήματα που είχαν γίνει οι καλύτεροί μου φίλοι.
Αν δεν «τσακιζόσουνα» οικειοθελώς να μου φέρεις ισοθερμικά, κάλτσες με τριπλή επένδυση, γάντια για Εσκιμώους και σκουφιά, τώρα λογικά θα εκτελούσα χρέη μαρμαρωμένου βασιλιά στην σκοπιά πίσω από τον λόχο διαβιβαστών.
Ήρθες, τα άφησες, έφυγες.
Η ανάμνηση όμως ήρθε, άφησε το σημάδι της κι έκτοτε δεν έφυγε ποτέ.
Ποτέ.
«Θα ήθελα να μη σε στενοχωρήσω τον Δεκέμβρη του 2014»
Δεν το παραδέχτηκες, όμως είδα το βλέμμα σου: δεν ήθελες να φύγω. Ήταν περίπου 4 τα ξημερώματα, μόλις είχες γίνει παππούς και η υπέρμετρη χαρά σου αποφάσισε να βυθιστεί, έστω και για λίγο, στη στοργική αγκάλη της λύπης.
Χαιρετηθήκαμε, δείξαμε χαρακτήρα και αποφύγαμε τους μελοδραματισμούς (διάολε, τι την έχουμε τη μαμά;) και μετά η αυγή μας βρήκε σε δύο διαφορετικές πόλεις.
Όμως, ξέρεις κάτι; Φρόντισε η μικρή μου αδερφή να καλύψει επάξια το «κενό».
Και, ας το παραδεχτούμε, έκανε εξαίρετη δουλειά…
«Σ’ αγαπώ όπως το Φλεβάρη του 2017»
Όπως την τελευταία φορά που βρεθήκαμε: ένας «λάθος συναγερμός» μας έκανε (κυριολεκτικά) καρδιακούς, αλλά… καλή καρδιά- αν έπρεπε να διαλέξουμε ένα ζώο για να περιγράψει την κατάστασή σου, αυτό θα ήταν ο ταύρος.
Επομένως δε μιλάμε για το τέλος του δρόμου. Είναι απλά το τέλος αυτής της νοητής περιπλάνησης. Πρέπει να φύγω τώρα, η αδυσώπητη πραγματικότητα με περιμένει στη γωνιά. Μέχρι να ξαναβρεθούμε από κοντά, διάβασε τα χείλη μου: «Μπαμπά σ’ αγ…»
Ξαφνικά, το ταξίδι μας τελειώνει απότομα. Με κοιτάζεις- επιτέλους, κατάλαβες ποιος είμαι: «Είσαι… εγώ σε μεγαλύτερη ηλικία!», μου λες με βραχνή φωνή. Νεύω καταφατικά.
«Μι- μιλούσα στον μπαμπά μου», μου εξηγείς, «του έλεγα όλα όσα δεν του είπα ποτέ».
Δείχνω τη φωτογραφία που κρατάς- είναι ο πατέρας μας. Σε ρωτώ για ποιο λόγο δεν του τα λες κατ’ ιδίαν και μιλάς απλά στη φωτογραφία του.
«Δεν ξέρω, ίσως από κοντά ντρέπομαι να του τα πω».
Σε θερμοπαρακαλώ να μην το κάνεις, να μην αφήνεις τα χρόνια να περνάνε ανεκμετάλλευτα. Είσαι διστακτικός, όμως αποφασίζω να παίξω το τελευταίο μου χαρτί: «Μίλα του. Τώρα που μπορείς. Κάποτε, το μόνο που θα έχεις απ’ αυτόν θα είναι τούτη εδώ η φωτογραφία.
Και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια βουβή φωτογραφία».