«Απεχθάνομαι τα εγκλήματα πάθους» πρόφερε ο Σοφιανός, κλείνοντας την εφημερίδα όπου διάβαζε ένα άρθρο για μία γυναίκα στο Παρίσι που σκότωσε τον άντρα της επειδή έμαθε ότι την απατάει με την αδερφή της. «Τα απεχθάνομαι, διότι γι’αυτά τα εγκλήματα όλοι στο τέλος μετανιώνουν, αυτός είναι και ο λόγος που οι δράστες του πιάνονται αμέσως.»
«Σερσέ λα φαμ, που λέμε και εμείς εδώ στη Γαλλία» χαμογέλασε ο φίλος του, που καθόταν απέναντί του. Το Σοφιανό τον έφερε στο Παρίσι μια παλιά ιστορία, με μια παλιά φίλη που έμενε εκεί.
Απολάμβανε τον πρωινό του καφέ με το φίλο του, στο φουαγιέ του ξενοδοχείου Μετροπόλ, κοντά στην γκραντ όπερα του Παρισιού. Τη γαλλική ομιλία, επισκίασαν απότομα κάποιες ελληνικές λέξεις που ακούστηκαν φωναχτά και κέντρισαν την προσοχή του Σοφιανού. Ήταν μια Ελληνίδα ξεναγός, και στην προσπάθεια της να συγκεντρώσει το γκρουπ της, μιλούσε με μια φωνή που θα εκνεύριζε ακόμη και έναν γκουρού στο Νεπάλ και θα τον έκανε να μη φτάσει ποτέ στο τελικό λέβελ της ένωσής του με το σύμπαν, εξαιτίας της. Η οξυμμένη παρατηρητικότητα του Σοφιανού ενεργοποιείται και με το τίναγμα μιας βεντάλιας, έτσι το βλέμμα του στράφηκε προς το ελληνόφωνο γκρουπ.
Παρατήρησε δύο ζευγάρια, γύρω στα 40, το ένα ζευγάρι ήταν μια μελαχρινή κυρία με κόκκινα γυαλιά που έδειχνε υστερικά ότι ήταν εκπαιδευτικός και ο άντρας της που έδειχνε πως εκτιμάει το γεγονός ότι η γυναίκα του είναι εκπαιδευτικός, καθώς ο ίδιος φαινόταν άνθρωπος της σκληροτράχηλης βιοπάλης. Το δεύτερο ζευγάρι φαινόταν πιο συνηθισμένο, χωρίς ιδιαίτερες αντιθέσεις μεταξύ τους. Μαζί τους ήταν και μια ξανθιά, με φανταχτερές ξανθιές μπούκλες, που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένη στο κινητό της και δε θα πρόσεχε, ακόμη κι αν περνούσαν από δίπλα της οι τρεις σωματοφύλακες. Στη συνέχεια, τους πλησίασε ακόμη ένα ζευγάρι, αρκετά μεγαλύτερο, γύρω στα εξήντα, και τέλος ένα νέο ζευγάρι, που όλη την ώρα φιλιόταν επιδεικτικά και κρατούσε σελφοκόνταρο μη τυχόν και τους διαφύγει κάποια μελιστάλαχτη στιγμή με φόντο το Παρίσι.Ο Σοφιανός δεν φανταζόταν καν, πόσο μοιραία και σημαντική θα αποδειχτεί αυτή η παρατήρησή του.
Προχωρούσε κατά μήκος του Σικουάνα και ένα σύννεφο σκέψεων σα να ακολουθούσε μόνο αυτόν. Σκεφτόταν ότι όλοι σε αυτή την πόλη έρχονται με τον αγαπημένο τους, τρώνε πολύχρωμα μπισκότα από το laduree και φωτογραφίζονται με τον Πύργο του Άιφελ. Τέτοιες σκέψεις, τον επισκέπτονταν εξαιρετικά σπάνια, ίσως κάθε δέκα χρόνια, που ερχόταν στο Παρίσι.
Η μέρα του τελικά αποδείχτηκε εντελώς άκαρπη. Γύρισε το βράδυ στο ξενοδοχείο με το μετρό, είχε να φάει από το πρωί και έτσι παρήγγειλε ένα τυχαίο κομμάτι κρέας από τον κατάλογο, που φυσικά ήταν στα γαλλικά και ένα κόκκινο κρασί. Τελικά το κρέας που του σέρβιραν ήταν ωμός κιμάς, το φημισμένο ταρτάρ, που θεωρείται γαλλική λιχουδιά. Ο Σοφιανός το κοιτούσε και δεν ήξερε πώς πρέπει να συμπεριφερθεί. Από τη μία πεινούσε ανείπωτα, αλλά από την άλλη ο κιμάς ήταν ξεκάθαρα ωμός.
Ξαφνικά, παρατήρησε μια αναστάτωση στο φουαγιέ. Ήξερε γαλλικά και έτσι ξεχώρισε αμέσως μια λέξη που επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Ήταν η λέξη: «φόνος». Σε λίγα λεπτά είχε διαπιστώσει πώς βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιό της η μελαχρινή κυρία με τα κόκκινα γυαλιά που είδε το πρωί.
Ο Σοφιανός, λόγω γλώσσας, ήταν συμπτωματικά υποχρεωμένος να βοηθήσει στην έρευνα. Και αφού εξακρίβωσε με διακριτικό τρόπο ότι ο θάνατος δεν οφείλεται σε δηλητηρίαση από ωμό κιμά, αλλά σε ισχυρή δόση υπεροξειδίου του υδρογόνου, που βρέθηκε στο κρασί της, προχώρησε στην ανάκριση των συνταξιδιωτών της.
Ο σύζυγος:
– Ήμουν στο μπαλκόνι και κάπνιζα , όταν γύρισα την είδα στο πάτωμα. Νεκρή.
– Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι; ρώτησε ο Σοφιανός.
– 7 χρόνια.
– Με τι ασχολείστε;
– Έχω έναν βενζινάδικο στη Ρόδο. Η γυναίκα μου ήταν δασκάλα. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος.
– Πείτε μου για τους άλλους συνοδοιπόρους σας.
– Είναι ο αδερφός της γυναίκας μου, συνέχιζε με τρεμάμενη φωνή ο σύζυγος, έχουν ένα ξενοδοχείο στη Ρόδο, είμαστε όλοι από τη Ρόδο.
– Και η ξανθιά κυρία, είναι κι αυτή από την Ρόδο;
– Όχι, ναι, έχανε τα λόγια του, είναι από τη Ρόδο, αλλά μένει χρόνια στην Αθήνα, είναι και αυτή δασκάλα. Είναι η αδερφή της γυναίκας του γαμπρού μου. Είμαστε όλοι παρέα.
– Τα άλλα ζευγάρια; ρώτησε ο Σοφιανός.
– Δεν τους ξέρω, τους γνώρισα εδώ.
Ο αδερφός:
– Πείτε μου κάτι, η αδερφή σας είχε εχθρούς;
– Εχθρούς; σχεδόν γέλασε μέσα από τα δάκρυά του ο ανακρινόμενος. Η αδελφή μου ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο. Είναι ψέματα όλα αυτά, δεν μπορεί να τη σκότωσαν.
Η γυναίκα του αδελφού:
– Πόσο καιρό γνωρίζατε την εκλιπούσα;
– Από τότε που παντρεύτηκα τον αδερφό της. Σχεδόν δέκα χρόνια.
– Τι σχέσεις είχατε;
– Τις καλύτερες. Η Μαργαρίτα ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ήταν από αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους που κανείς δεν μπορεί να μη συμπαθήσει. Ήταν η προσωποποίηση της καλοσύνης.
– Με τι ασχολείστε;
– Έχουμε ενοικιαζόμενα δωμάτια στη Ρόδο.
– Σε ποιον ανήκουν;
– Στον άντρα μου και στην αδερφή του.
Η Ξανθιά με τις μπούκλες:
– Ποιες ήταν οι σχέσεις σας με την εκλιπούσα;
– Ελάχιστες. Εδώ και καιρό δε μένω στη Ρόδο.
– Γιατί ταξιδέψατε μαζί;
– Χρόνια τώρα ήθελα να δω το Παρίσι, τα παιδιά είπαν πως θα πήγαιναν και σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία να το δω και εγώ. Δεν μπορώ να περιμένω πότε θα μου προτείνει κάποιος να πάμε μαζί στο Παρίσι.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι:
– Παρατηρήσατε τίποτα περίεργο στη συμπεριφορά των συνταξιδιωτών σας;
– Δεν παρατήρησα τίποτα, βασικά, είναι χάλια η ξενάγηση στο Παρίσι, στη Νίκαια που πήγαμε πέρυσι…
– Ευχαριστώ πολύ, τη διέκοψε ο Σοφιανός.
Τέλος ανακρίθηκε το τελευταίο ζευγάρι:
– Παρατηρήσατε τίποτα περίεργο στη συμπεριφορά των υπολοίπων σήμερα;
– Όχι, όχι δεν παρατηρήσαμε τίποτα περίεργο σήμερα, ούτε στις Βερσαλλίες, ούτε στο Λούβρο, που ήμασταν όλοι μαζί.
– Ευχαριστώ, παρατήρησα όμως εγώ. είπε ο Σοφιανός και κάλεσε την ξεναγό της εκδρομής.
Ξεναγός:
– Δεσποινίς, πήγατε σήμερα το γκρουπ σας στις Βερσαλλίες και στο Λούβρο σε μία μέρα, αυτό είναι παγκόσμια πρωτοτυπία για τουριστική ξενάγηση, πώς το εξηγείτε;
Η κοπέλα ξέσπασε σε δάκρυα:
«- Έχετε δίκιο, έχετε δίκιο, ήθελα να τελειώσω σε μια μέρα, γιατί είχα δουλειές αύριο, και θα τους άφηνα όλη μέρα ελεύθερους στη Μονμάρτη, κανείς δεν παραπονιέται ποτέ στη Μονμάρτη.», προσπαθούσε πνιχτά να δικαιολογηθεί η ξεναγός. Αλλά τους άρεσαν όλες οι ιστορίες για τις συνήθειες των Λουδοβίκων, για τις ίντριγκες της αυλής, που νομιμοποιήσανε το θεσμό της ερωμένης, που έριξαν οξύ στο πρόσωπο της βασίλισσας.
– Ποιά το έριξε; διέκοψε τον μηχανικά αφηγηματικό της ρυθμό ο Σοφιανός.
– Μια από τις ερωμένες του βασιλιά.
– Που θα μπορούσε να το βρει;
– Δεν το βρήκε. με μια φυσικότητα του απάντησε η ξεναγός. Το είχε πάντα, ήταν ένα υλικό για να ξεβάφει τα παπούτσια και τα έκανε σαν καινούργια.
Ο Σοφιανός έτριψε το μέτωπό του. Ήταν άυπνος, δεν είχε φάει όλη μέρα και σκεφτόταν ότι μισεί τα εγκλήματα του πάθους…