Δολοφονία στην οδό Ανθέων: Η γνώση σκοτώνει…

Ένα έγκλημα, ένας άγνωστος δολοφόνος. Θα φτάσεις στη λύση του μυστηρίου;

Η Μαίρη περπατούσε με ένα ρυθμικό βηματισμό πάνω στα καφέ της ψηλά τακούνια φανερά μετανιωμένη, που διάλεξε να φορέσει τα συγκεκριμένα παπούτσια, τη συγκεκριμένη ώρα, στο συγκεκριμένο μέρος.

Αν μη τι άλλο, ήθελε να εντυπωσιάσει και με την εμφάνιση της στη συνέντευξη, ωστόσο όλο και πιο έντονα αναλογιζόταν ποιος είναι ο αναθεματισμένος λόγος που μία καθηγήτρια γερμανικών, θα πρέπει να εντυπωσιάσει με την εμφάνισή της.

Ο λόγος που πάει στη συνέντευξη είναι οι γνώσεις της και όχι τα πόδια της. Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα έδειχνε 17:10. Το ραντεβού της ήταν σε 20 λεπτά. Η Μαίρη κοίταξε στις σημειώσεις της, έψαχνε τον αριθμό 33 στην οδό Ανθέων, που διέσχιζε αυτή τη στιγμή.  Το να βρεις αρίθμηση σε μια άγνωστη οδό, ενίοτε είναι εξ ίσου εύκολο με το να βρεις το νόημα της ύπαρξης.

Κοιτούσε αριστερά και δεξιά, σταμάτησε σε ένα καφενείο να ρωτήσει, όπου μολονότι ήξεραν,  εμπεριστατωμένα ,ποιος ευθύνεται για τη διεθνή οικονομική κρίση,  δεν ήξεραν που είναι ο αριθμός 33. Η Μαίρη μπήκε σε ένα κατάστημα με ρούχα. Εκεί είδε μπροστά της μια ψηλόλιγνη γυναίκα με εντυπωσιακά λευκό δέρμα, που φορούσε ένα υστερικά κίτρινο μακρύ σακάκι σα να ξεπήδησε μόλις από αλλοτινή δεκαετία.

«Συγγνώμη, μήπως ξέρετε που είναι ο αριθμός 33;», τη ρώτησε ευγενικά η Μαίρη.  H γυναίκα την κοίταξε με μια κρυστάλλινη έκφραση: «Όχι»,   μονολόγησε ελαφρώς δραματικά και έκανε να ανάψει ένα τσιγάρο. Η Μαίρη σκέφτηκε ότι αυτή η πρωταγωνίστρια από το Τόλμη και Γοητεία, δε θα τη βοηθήσει σίγουρα,  και έτσι πήγε να ρωτήσει κάποιον από πιο κοντινή σε αυτήν δεκαετία.

Μπήκε σε ένα ζαχαροπλαστείο, όπου της χαμογέλασαν αμέσως ένας άντρας και μια γυναίκα: «Πολύ γλυκιά καλησπέρα! Μπορούμε να βοηθήσουμε»; Η Μαίρη αφαιρέθηκε για μια στιγμή στη θέα της ατελείωτης σοκολάτας που κοσμούσε τη βιτρίνα σε όλα τα πιθανά σχήματα και μεγέθη. «Ε, ψάχνω τον αριθμό 33, μήπως ξέρετε που είναι;», ρώτησε και σκέφτηκε από μέσα της πως αν την προσλάβουν τελικά στη δουλειά, θα πάρει ένα τεράστιο κουτί με σοκολάτες από αυτό το μαγαζί για να το γιορτάσει.

Το ζευγάρι αλληλοκοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία. «Εμείς εδώ είμαστε το 108, άρα θεωρητικά θα είναι από την άλλη πλευρά. Τι ακριβώς ψάχνετε;», τη ρώτησαν.

– «Ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών, το Αφοί Γκριμ».

–  «Έχουμε εμείς εδώ φροντιστήριο ξένων γλωσσών»;

Κανείς δεν ξέρει τίποτα,  σκέφτηκε εκνευρισμένη η Μαίρη. Λες και μένουμε στο Μανχάταν. Καθώς, λοιπόν, αισθανόταν ότι ψάχνει το 33 στο Μανχάταν, αποφάσισε να κατηφορίσει προς τα κάτω. Προχωρώντας έπεσε πάνω σε ένα βιβλιοπωλείο. Σκέφτηκε ότι το βιβλιοπωλείο σίγουρα θα ξέρουνε, αφού είναι διαβασμένοι άνθρωποι. Αποδείχτηκε, βέβαια, πως στο βιβλιοπωλείο οι άνθρωποι μάλλον διαβάζουν Τσέχωβ, και όχι την πολεοδομία και το χάρτη της Ανθέων, οπότε ούτε ο βιβλιοπώλης ήξερε που ακριβώς είναι το 33 και το Φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών- Αφοί Γκριμ.

Όμως λίγο πριν φύγει από το μαγαζί του, ο βιβλιοπώλης την κοίταξε συνωμοτικά και της είπε: «Καμιά φορά αυτό που ψάχνουμε… δεν υπάρχει».

Η Μαίρη σκέφτηκε: «Αυτό μου έλειπε τώρα, οι βαθυστόχαστες μπούρδες ενός σοφού βιβλιοπώλη». Κοίταξε και πάλι το ρολόι της.  Ήταν 17:25. Της έμειναν μόλις 5 λεπτά. Κάποιος διανομέας με διαφημιστικά φυλλάδια, κατά τη συνήθη τακτική, της έχωσε ένα φυλλάδιο στο χέρι. Η Μαίρη το πήρε, θέλοντας και μη, εκφράζοντας τη δυσανασχέτησή της. Αμέσως, όμως, σκέφτηκε, πως κι αυτός ο άνθρωπος κάνει τη δουλειά του και το να τσατίζεσαι μαζί του είναι δείγμα μικροψυχίας.

Έτσι, έβαλε το φυλλάδιο στην τσέπη της με σκοπό να το διαβάσει μετά και να μην το πετάξει μπροστά στα μάτια του, όταν είδε μπροστά της ένα ανθοπωλείο. Να και κάτι φυσιολογικό στην οδό ανθέων. Και ο ίδιος ο ανθοπώλης ήταν πολύ φυσιολογικός τύπος.  Επιτέλους ήξερε που είναι το 33. Της έδωσε μια μικρή μαργαρίτα και της είπε μια φράση που της έκανε εντύπωση:

«Είστε πολύ όμορφη για να ψάχνετε το 33». Και τότε σκέφτηκε ξανά πόσο λάθος επιλογή ήταν να φορέσει τακούνια. Κανείς δεν περιμένει από μια καθηγήτρια να είναι και όμορφη. Ωστόσο, της φάνηκε περίεργο να εννοούσε αυτό ο ανθοπώλης.

Επιτέλους βρήκε το 33. Η ταμπέλα «ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ – ΑΦΟΙ ΓΚΡΙΜ» ήταν στωικά κρεμασμένη στον πρώτο όροφο της οικοδομής.

Η Μαίρη μπήκε βιαστικά μέσα. Στο κατώφλι την υποδέχτηκε μια χαριτωμένη κοπέλα με κοντά καστανά μαλλιά, που την οδήγησε στο γραφείο του διευθυντή. Ο διευθυντής ήταν μια αυστηρή φιγούρα, ένα ψηλός άντρας με περίεργα χείλη, που σε ακτινογραφούσε με το βλέμμα του. Ήταν από αυτούς που λες, ω θεέ μου, γιατί δεν έγινα power ranger, και να μην πηγαίνω σε αυτές τις συνεντεύξεις!  Εν τέλει, αποδείχτηκε  πολύ ευγενικός και ρωτούσε πολύ προβλεπόμενα πράγματα. Σε μια στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνό του, ζήτησε συγγνώμη από τη συνεντευξιαζόμενη και βγήκε να μιλήσει.

Η Μαίρη είχε μία αυθόρμητη χαρά, ένιωθε πως του είχε κάνει πολύ καλή εντύπωση. Από την ευχάριστη αγωνία της, δεν μπορούσε να κάτσει σε μια θέση. Σηκώθηκε και πηγαινοερχόταν πάνω – κάτω.

Ξαφνικά θυμήθηκε τη φράση του ανθοπώλη: «Είστε πολύ όμορφη για να έχετε ανάγκη το 33»- τι να εννοούσε άραγε; Ήταν τόσο χαρούμενη αυτή τη στιγμή που αποφάσισε να διαβάσει ακόμη και το  διαφημιστικό φυλλάδιο του διανομέα. Το έβγαλε από την τσέπη της και το άρχισε να το διαβάζει. Σαν κεραυνός εν αιθρία, το βλέμμα της πάγωσε στη στιγμή.

Στο φυλλάδιο αναγραφόταν «Ινστιτούτο ομορφιάς και αδυνατίσματος. Ανθέων 33». Ινστιτούτο ομορφιάς; Η φράση του ανθοπώλη, απέκτησε υπόσταση. Η Μαίρη πανικόβλητη, έκανε να ανοίξει την πόρτα, έτρεξε γρήγορα στο διάδρομο, φώναξε, δεν της απάντησε κανείς. Σε ένα δωμάτιο στο βάθος, είδε μια φιγούρα να κείτεται στο πάτωμα. Πλησίασε δειλά. Η χαριτωμένη κοπέλα, που της άνοιξε, ήταν κάτω νεκρή και γύρω κανείς. Μετά αβυσσαλέο μαύρο.

Την επόμενη στιγμή που κοίταξε το ρολόι της ήταν 21:30. Ήταν στο κρατητήριο. Διέκρινε νεφελωδώς μια επιγραφή που έγραφε «Σοφιανός». Ο Σοφιανός καθόταν απέναντί της.

Ήταν η μόνη που βρέθηκε παρούσα τη στιγμή της δολοφονίας της γραμματέας του Ινστιτούτου Ομορφιάς, και γι’ αυτό το λόγο ήταν η κύρια ύποπτη, καθώς βρέθηκε εκεί χωρίς καμία εξήγηση.

Η πρώτη τυπική ερώτηση του Σοφιανού, που μελετούσε την υπόθεση ήταν:

  • «Πώς βρεθήκατε στις 17:30 στην οδό Ανθέων 33»;
  • «Είχα μια συνέντευξη στο Φροντιστήριο ξένων γλωσσών Αφοί Γκριμ».
  • «Πώς ήρθατε σε επαφή με αυτό το φροντιστήριο»;
  • «Είδα το τηλέφωνό τους σε μια στάση λεωφορείου, τους τηλεφώνησα, και πήγα κατευθείαν χωρίς δεύτερη σκέψη.  Είχα πολύ μεγάλη ανάγκη από δουλειά».
  • «Δεν ψάξατε το Φροντιστήριο στο ίντερνετ»;
  • «Όχι. Η σύνδεσή μου είναι κομμένη τον τελευταίο μήνα και δεν πρόλαβα να το δω από κάπου αλλού, τους τηλεφώνησα χθες από το σταθερό μου και ορίσαμε για σήμερα τη συνέντευξη.
  • «Το βρήκατε εύκολα»;

«Όχι, κανείς δεν ήξερε που είναι το αυτό το Φροντιστήριο», απάντησε η Μαίρη ξεροκαταπίνοντας. «Ξέρετε γιατί δεν το ήξερε κανείς;», συνέχισε ο Σοφιανός. «Γιατί το φροντιστήριο αυτό δεν υπάρχει. Και δεν υπήρχε ποτέ».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΕΔΩ