Η δεξίωση του παγκοσμίου φήμης συλλέκτη έργων τέχνης, Κωνσταντίνου Κρητικού, βρισκόταν στο απόγειό της.
Όλη η πεφωτισμένη ελιτ είχε συγκεντρωθεί απόψε σε αυτή τη συνάντηση μυημένης και δήθεν μυημένης κουλτούρας στην οικία του στα βόρεια προάστια. Ο Κωνσταντίνος Κρητικός ήταν ένας πασίγνωστος γόνος της αριστοκρατικής κρητικής οικογένειας, και διεθνώς γνωστός για τη σπάνια συλλογή πινάκων του.
Ήταν ένας άνθρωπος που έδειχνε ότι δεν τον ένοιαζαν ποτέ τα χρήματα, αλλά μόνο η αγάπη για την ύψιστη και εκλεκτή τέχνη. Ίσως δεν τον ένοιαζαν τα χρήματα, για τον απλό λόγο ότι δεν του έχουν λείψει ποτέ. Στη σημερινή τελετή, που λάμβανε χώρα στο πολυτελές του σπίτι, ο κόσμος έδειχνε πολύ εκλεπτυσμένος, παρ’ολα αυτά ρίχτηκε στο catering σα να μην υπάρχει αύριο.
Μεταξύ των καλεσμένων, ξεχώριζες κάποιες αστραφτερές προσωπικότητες.
Για έναν συμπαντικά διαστροφικό λόγο, στη δεξίωση αυτή βρέθηκε ο επιθεωρητής Σοφιανός. Η κοπέλα του ζούσε χρόνια στο Παρίσι και ήταν εκτιμητής έργων τέχνης της περιόδου του γαλλικού ιμπρεσιονισμού, και ως εκ τούτου δεν έλειπε σχεδόν ποτέ από καμία έκθεση του Κρητικού.
Από την άλλη, ο Σοφιανός δεν ήξερε ότι ο ιμπρεσιονισμός και ο εξπρεσιονισμός είναι δύο λέξεις, και ότι ο Μανέ και ο Μονέ, είναι δυο διαφορετικοί ζωγράφοι.
Στη σημερινή δεξίωση ο Κρητικός, θα παρουσίαζε σε όλους το μαργαριτάρι της συλλογής του, τη «Βασιλική των Κομνηνών» – πίνακα ανεκτίμητης αξίας και όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους και γέμιζαν την παύση με βλέμματα και καυστική κριτική.
Και αφού η Έλσα, η σύντροφος του Σοφιανού, του εξήγησε ότι ο Μανέ και ο Μονέ είναι δύο πρόσωπα και εκείνος έπεσε από τα σύννεφα, συνέχισε να τον εισάγει σε αυτόν τον τόσο μακρινό για εκείνον κόσμο, και του αφηγήθηκε την ιστορία του πίνακα που θα παρουσίαζε σε λίγο ο Κρητικός:
«Λοιπόν: Το πορτραίτο αυτό, το δημιούργησε ένας περίφημος αναγεννησιακός Ιταλός ζωγράφος για κάποιον εξέχοντα ευγενή της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος του ζήτησε να φτιάξει την προσωπογραφία της αγαπημένης του.
Η εκλεκτή της καρδιάς του ήταν απόγονος των Κομνηνών. Λίγο καιρό μετά, αφού της χάρισε τον πίνακα ως ένδειξη αγάπης, η δύστυχη νέα βρέθηκε δολοφονημένη στην κρεβατοκάμαρά της και ο πίνακας έλειπε. Μετά από πολλά χρόνια ο πίνακας βρέθηκε στη γενέτειρά του.
Κι εδώ, όμως, επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία. Η κατάρα διαιωνίστηκε έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Τον πίνακα διεκδικούσαν δύο οικογένειες, η οικογένεια του Κρητικού και η οικογένεια του Ραγκαζή, της γνωστής κερκυραϊκής δυναστείας. Τελικά ο πίνακας περιήλθε στα χέρια του Ραγκαζή κοσμώντας το ανάκτορο του στην Κέρκυρα, πράγμα που πυροδότησε, έκτοτε, μία θανάσιμη έχθρα μεταξύ των δύο οικογενειών. Μετά από λίγο καιρό, η σύζυγος του Ραγκαζή βρέθηκε νεκρή και ο πίνακας εξαφανίστηκε».
Ο Σοφιανός άκουγε με ενδιαφέρον την πυρετώδη αφήγηση της Έλσας. «Από όσο ξέρω», παρατήρησε, «ο απόγονος του Ραγκαζή είναι σήμερα ένας πανίσχυρος εφοπλιστής».
Η Έλσα τον κοίταξε συνωμοτικά: «Θα σου πω και κάτι παραπάνω: είναι σήμερα εδώ» και έστρεψε το βλέμμα της προς την πλευρά του Ραγκαζή που μιλούσε με την κόρη του και έπινε ένα γεμάτο ποτήρι ουίσκι χωρίς πάγο.
Η Έλσα συνέχισε να περιγράφει στο Σοφιανό τα ελιτίστικα «πηγαδάκια» που διαμορφώθηκαν εν όψη του θεάματος. Στο βάθος έβλεπες το σύγχρονο ζωγράφο – Παύλο Παπαδόπουλο, που, φυσικά, το έχει κάνει Πολ, να μιλάει με τη γυναίκα του, μια στριμμένη αδύνατη μελαχρινή, η οποία φαινόταν ότι του χαλάει όλη τη βραδιά: «Πάμε να φύγουμε! Γιατί πρέπει κι εμείς να γινόμαστε τόσο δήθεν όπως όλοι αυτοί»;
Ο Παύλος την κοίταξε αυστηρά: «Θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ. Πάντα. Το κατάλαβες»;
Η Έλσα εξήγησε στον Σοφιανό, πως ο Παύλος ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, ζωγράφιζε τα πάντα από δω και από κει για ένα κομμάτι ψωμί, αλλά όταν το ταλέντο του αναγνωρίσθηκε, απέκτησε μια ιδιαίτερη άποψη, ζωγραφίζει μόνο αφαιρετικά και αν του ζητήσεις να σου φτιάξει το πορτραίτο σου, θα σε φτύσει στο πρόσωπο πριν αυτό γίνει πορτραίτο.
Ένα άλλο ενδιαφέρον παρουσίαζε η σύζυγος του Κρητικού που μιλούσε με τη φίλη της: «Νατάσα μου, μη νομίζεις, και για μας δεν είναι όλα αγγελικά πλασμένα, ο κόσμος μπορεί να το πιστεύει, αλλά, επί της ουσίας δε μας έχει μείνει τίποτα, παρά μόνο η τέχνη».
Η σερβιτόρα, που περνούσε εκείνη τη στιγμή από δίπλα τους, σκέφτηκε: «Ω θεέ μου, μακάρι να είχα και εγώ τέτοια προβλήματα». Ο Σοφιανός με την Έλσα είχαν καρφωθεί σε έναν πίνακα, στον οποίον απεικονίζονταν τρεις κίτρινοι κύκλοι σε ένα λευκό φόντο. Ο Σοφιανός κοιτούσε την κοπέλα του και ένιωθε πως αυτή κάτι καταλαβαίνει βλέποντας αυτόν τον πίνακα, ενώ εκείνος προφανώς όχι, αλλά δεν ήθελε να την απογοητεύσει, οπότε, το παρακολουθούσε με ζέση.
Ακριβώς τη στιγμή εκείνη, πέρασε από δίπλα του ένας ηλικιωμένος κύριος, πολύ αδύνατος με κάτασπρα μαλλιά και τεράστια καφέ καλοσυνάτα μάτια και τον ρώτησε με ταπεινή ευγένεια:
«Τι βλέπετε σε αυτόν τον πίνακα»; Ο Σοφιανός σκέφτηκε, πως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο, που έπρεπε να ρωτήσει κανείς για τον πίνακα. Έβλεπα τρεις κίτρινους κύκλους σε ένα λευκό φόντο.
Και τελικά αποφάσισε να πει την αλήθεια. Ο κύριος με τα καλοσυνάτα μάτια χαμογέλασε: «Πρέπει να βλέπετε πάντα πίσω από τον πίνακα», μονολόγησε, «αλλιώς η γη θα ήταν ακόμη επίπεδη». Ο Κρητικός ήταν έτοιμος να παρουσιάσει τη μεγάλη του έκπληξη, τη «Βασιλική των Κομνηνών». Όλα τα βλέμματα είχαν στραφεί στον σκεπασμένο πίνακα, το σεντόνι του οποίου θα τραβούσε τώρα ο οικοδεσπότης. Το έκανε. Τράβηξε το σεντόνι που σκέπαζε τον πίνακα. Όλοι οι καλεσμένοι, ανεξάρτητα για το λόγο που ήρθε ο καθένας, περίμεναν να δουν το θαύμα.
Το σεντόνι έπεσε, ξεπρόβαλε μια λαμπερή χρυσή κορνίζα και ύστερα…. λευκό. Δεν υπήρχε κανένας πίνακας.
Ο Σοφιανός δεν είχε καταλάβει αν αυτό ήταν το σωστό ή όχι, με όλα αυτά που είχε ακούσει, και ένα λευκός πίνακας, θα μπορούσε να είναι αριστούργημα για κάποιο λόγο, μέχρι που είδε τη γυναίκα του Κρητικού να χάνει τις αισθήσεις της και να λιποθυμά.Ο Σοφιανός δεν περίμενε ποτέ να μείνει μόνος του με τόσα έργα τέχνης. Ήταν ολομόναχος να εξιχνιάζει αυτή την υπόθεση. Δεν υπήρχε κανείς. Κοιτούσε ξανά και ξανά τον πίνακα με τους κίτρινους κύκλους. Τι σπουδαίο νόημα έκρυβαν από πίσω; Γιατί δεν μπορούσε να το αντιληφθεί; Έχει ανακαλύψει τόσα, και δεν μπορεί να καταλάβει τι υπάρχει πίσω από τρεις κίτρινους κύκλους;
Το πρόσωπο του πάγωσε, φώναξε τους συνεργάτες του: «Ανοίξτε όλους τους πίνακες εδώ μέσα, και δείτε τι έχουν μέσα».
Ο Σοφιανός κοιτούσε ευλαβικά τον πίνακα με τους τρεις κύκλους, τον άνοιξαν, και από μέσα ξεπρόβαλλε το πορτραίτο μιας γυναίκας… Ήταν τόσο εντυπωσιακό που οι αστυνομικοί σταμάτησαν να δουλεύουν και άναψαν τσιγάρο.
Ο Σοφιανός το κοιτούσε χωρίς να πει κουβέντα. Και τωρα; Ποιος κρυβόταν πίσω απο αυτό;