Ως γνωστόν, υπάρχουν δύο ακραίες κατηγορίες λουόμενων το καλοκαίρι.
Αυτοί που κατεβαίνουν με ένα σκοινί στη δυσπρόσιτη σμαραγδένια παραλία, στην οποία δεν μπορεί να σε πάει μηχανή, καράβι, ελικόπτερο, αλλά μόνο αυτό το συγκεκριμένο σκοινί που είναι εκεί από το 1949 και έτσι απολαμβάνουν το μπάνιο τους μακριά από έγνοιες και wi fi και για τους οποίους το «sex on the beach» δεν είναι απλά ένα κοκτέιλ.
Και η δεύτερη κατηγορία, εκείνοι που μένουν σε ένα all inclusive ξενοδοχείο και κάθονται όλη μέρα στην πισίνα, πίνοντας 17 φρέντο, γιατί πού να τραβιέσαι τώρα στην παραλία η οποία είναι απέναντι και πρέπει να περάσεις το δρόμο, να περιμένεις στο φανάρι, να χαμογελάσεις στον περιπτερά, άσε, τράβηγμα.
Ένα υπέροχο καλοκαιρινό μεσημέρι, οι ταγμένοι στην πισίνα του ξενοδοχείου λουόμενοι, απολάμβαναν την καθιερωμένη τους ηλιοθεραπεία. Στη μία πλευρά έβλεπες μια μητέρα με τις δύο πανέμορφες μικρές της κόρες, να προσπαθεί να τις βάλει σε τάξη. Απέπνεε μια απλησίαστη κοσμικότητα, και έσερνε μια βαλίτσα, αγορασμένη από τα Ηλύσια Πεδία.
Δίπλα της καθόταν ένα ζευγάρι, που έδειχναν την αγάπη τους ο έναν στον άλλον με τόσο έκδηλο τρόπο, που προσέβαλαν την δημόσια αιδώ, τη δημόσια «εκεί» και τη δημόσια «παντού».
Απέναντί τους καθόταν μια κοπέλα, η οποία μιλούσε ακατάπαυστα στο κινητό της, εξηγώντας στη φίλη της πόσο μεγάλο λάθος έκανε ο πρώην της που την παράτησε, πόσο πολύ θα το πληρώσει, και πόσο αυτός χάνει τώρα, που εκείνη είναι σε μια πισίνα και ανεβάζει σέλφι με φόντο το φοίνικα και hashtag – goodmood!
Παραδίπλα ένας κύριος που πίνει ελληνικό και διαβάζει με προσήλωση μια πολιτική εφημερίδα, δείχνει να μην αποσυντονίζεται από τα ξεσπάσματα της διπλανής του για τον πρώην της, που δεν ξέρει να εκτιμάει τίποτα.
Και όλα κυλούσαν αφόρητα συνηθισμένα, μέχρι… μέχρι να εμφανιστεί εκείνη.
Σε όλους έχει τύχει να αντικρίσουν μια γυναίκα που είναι θεαματικά εντυπωσιακή, που παγώνει τη σκηνή με την εμφάνισή της και δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από αυτήν. Για τέτοια ακριβώς περίπτωση επρόκειτο η κοπέλα που σηκώθηκε από την ξαπλώστρα της και κατευθύνθηκε προς την πισίνα .
Ήταν μια λεπτή σαν πορσελάνη, αιθέρια φυσική οπτασία με σταρένια μακριά μαλλιά ως τη μέση και πόδια δίχως τέλος. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. Η μητέρα με τα δύο κοριτσάκια την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, μονολογώντας: «Θα κάνω μήνυση στο ινστιτούτο ομορφιάς, που λέει ότι μου καταπολεμά την κυτταρίτιδα».
Ο σοβαρός κύριος με τη εφημερίδα, για μια στιγμή έκανε στην άκρη την εφημερίδα για να τη κοιτάξει.
Η κοπέλα που μιλούσε στο τηλέφωνο είπε στη φίλη της:
«Ευτυχώς που χώρισα με το Μάνο και δεν είναι τώρα μαζί μου για να την δει»! Ακόμη και ο άντρας, που μέχρι πριν είχε υποσχεθεί αιώνια αγάπη και αφοσίωση στη σύντροφό του, κοίταξε την κοπέλα με τέτοιο τρόπο, που η αγαπημένη του πειράχτηκε επιδεικτικά. Η ηρωίδα της σκηνής με το ολόλευκο μαγιό βούτηξε εντέχνως στην πισίνα.
Όλοι επανήλθαν στην πρότερη κατάσταση, ωστόσο ενδόμυχα ήθελαν να δουν την κοπέλα να βγαίνει από την πισίνα. Πέρασαν κάποια λεπτά. Πόση ώρα μπορούσε να κρατάει την αναπνοή της;
Επικράτησε μια αμηχανία. Άρχισαν να αλληλοκοιτάζονται μεταξύ τους. Ώσπου στην επιφάνεια του διάφανου κυανού χρώματος της πισίνας, σκιαγραφήθηκε μια έντονα κόκκινη κηλίδα.
Ο επιθεωρητής Σοφιανός, ο ειδικός των εξεζητημένων φόνων, αναγκάστηκε να αφήσει την ταπεινή του παραλία με βότσαλο και ησυχία, και να σπεύσει για να λύσει το φονικό μυστήριο στο Χ ξενοδοχείο.
Κατά την ενημέρωσή του για τις συνθήκες του περιστατικού, έγινε γνωστό, πως ο θάνατος της κοπέλας προκλήθηκε από κατάποση δηλητηριώδους ουσίας, ακριβώς 30 λεπτά πριν το θάνατό της.
Η ουσία, δεν έχει βρεθεί ούτε στον καφέ, ούτε στο νερό, που χρησιμοποίησε το θύμα στο διάστημα των 30 λεπτών, που βρισκόταν στο μπαρ της πισίνας.
«Είμαστε σίγουροι ότι βρισκόταν 30 λεπτά στην πισίνα; Ποιος το επιβεβαιώνει;», ρώτησε ο Σοφιανός, διαβάζοντας την αναφορά.
«Το επιβεβαίωσαν 100 άτομα, κύριε επιθεωρητά. Είναι μια γυναίκα, που δεν περνά απαρατήρητη. 30 λεπτά βρισκόταν στο χώρο της πισίνας.
Σε εκείνο το διάστημα προσβλήθηκε με κάποιο τρόπο από την θανατηφόρο ουσία.
Τελευταία φορά που την είδαν, ήταν όταν βούτηξε στη πισίνα, χωρίς, προφανώς, να αισθάνεται ακόμη την παρενέργεια της ουσίας, που έδρασε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, και έτσι…η κοπέλα δε βγήκε ποτέ από τη πισίνα», του απάντησαν.
«Να δω για αρχή όλους αυτούς, που ήταν στην πισίνα την τελευταία ώρα πριν το συμβάν. Όλους! Και αυτόν, που έφερε μαϊντανό για το Μοχίτο».
Η πρώτη ερώτηση του Σοφιανού στους μάρτυρες του φόνου ήταν αν γνώριζαν την εκλιπούσα.
Η κοπέλα με το τηλέφωνο:
– Δεν έχω ιδέα ποια είναι.
– Σύμφωνα με τη μαρτυρία του διπλανού σας, είπατε ξεκάθαρα στο τηλέφωνο: «Θέλω να τη σκοτώσω».
– Ναι, το είπα, γιατί είναι 50 κιλά και φοράει 4ο νούμερο σουτιέν, αλλά δεν το εννοούσα!
Το ζευγάρι:
Εκείνη: Εγώ δεν την πρόσεξα καν. Αλλά ο φίλος μου ίσως ξέρει, επειδή την κοιτούσε συνέχεια.
Εκείνος: Φυσικά και δεν την ξέρω. Αγάπη μου, γίνεσαι υπερβολική.
– Είστε παντρεμένοι;
Εκείνη: Όχι, αλλά σκοπεύουμε σύντομα.
Ο κύριος με την εφημερίδα:
– Δεν τη γνώριζα, αλλά αλήθεια, ποιον γνωρίζουμε πραγματικά;
Η κυρία με τις δύο κόρες:
– Πρώτη φορά στη ζωή μου την έβλεπα. Την παρατήρησα μόνο μια στιγμή, για να είμαι ειλικρινής.
– Πού είναι ο σύζυγός σας; Γιατί δεν ήρθατε μαζί;
– Γιατί έχει δουλειές, και γιατί μαλώσαμε, του είπα να κάνουμε στο ταβάνι τη μεγάλη άρκτο από Ζβαρόφσκι και αυτός μου είπε: «κάνε τη μικρή άρκτο».
Ο Σοφιανός στριφογυρνούσε ξανά και ξανά στην καρέκλα του. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Έπρεπε να σκαρφιστεί κάτι:
«Το τελευταίο εισερχόμενο μήνυμα στο κινητό της κοπέλας ήταν χθες στις 18:00 και έγραφε: “Θέλω να σε δω, τώρα”».
Πού ήσασταν χθες στις 18:00;
Ο κύριος με τη εφημερίδα:
– Στην Αθήνα. Υπέγραφα τις άδειες των συνεργατών μου.
Το ζευγάρι:
– Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Η κυρία με τις κόρες:
– Όλη μέρα στην παραλία με τα κορίτσια.
Η κοπέλα με το κινητό:
– Με τον πρώην μου στις Σπέτσες, αλλά μη μου το θυμίζετε.