Ο ντετέκτιβ Παύλος Στεργίου δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ο φάκελος της υπόθεσης της δολοφονίας Μακρή είχε κλείσει , ο ίδιος όμως διατηρούσε τις αμφιβολίες του. Η σύλληψη της οικιακής βοηθού του θύματος δεν στάθηκε ικανή να τον ηρεμήσει. Ήταν άραγε αυτή η δολοφόνος;
Η Αγγελική Μακρή, μία ζάμπλουτη γυναίκα 78 ετών, βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιο του σπιτιού της στη Γλυφάδα. Ο θάνατός της προήλθε από ασφυξία. Ο δολοφόνος χρησιμοποίησε ένα μαξιλάρι, το οποίο έβαλε στο πρόσωπό της την ώρα που κοιμόταν, κόβοντάς της την ανάσα.
Τη μέρα του φόνου στο σπίτι του θύματος βρίσκονταν τα τρία εγγόνια της, ο Διονύσης, ο Γιάννης και ο Παύλος, και η Ρόζμαρι, η οικιακή της βοηθός. Το μαξιλάρι που χρησιμοποιήθηκε για τον φόνο ήταν από το δωμάτιο του Γιάννη. Μια τρίχα από τα μαλλιά της Ρόζμαρι βρέθηκε πάνω, ενώ στον χώρο του εγκλήματος υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα και των τεσσάρων.
Στις τρεις και μισή τα ξημερώματα ο Γιάννης άκουσε θόρυβο, μπήκε στο δωμάτιο της γιαγιάς του, την οποία βρήκε νεκρή, ενώ η Ρόζμαρι στεκόταν από πάνω της με το μαξιλάρι στο χέρι. Ο ιατροδικαστής προσδιόρισε την ώρα του θανάτου της περίπου στις τρεις.
Η Αγγελική Μακρή είχε μία αμύθητη περιουσία, την οποία θα κληρονομούσαν μετά το θάνατό της τα τρία εγγόνια της και η Ρόζμαρι. Αυτοί ήταν οι τέσσερις κληρονόμοι της. Τα τρία αδέρφια είχαν στην κατοχή τους το εργοστάσιο των γονιών τους, που είχαν πεθάνει τέσσερα χρόνια πριν σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το εργοστάσιο δεν πήγαινε καλά και τα χρέη τους είχαν πνίξει.
Οι ίδιοι δεν ζήτησαν ποτέ οικονομική βοήθεια από την Αγγελική Μακρή λόγω εγωισμού. Δεν ήθελαν να φανούν αποτυχημένοι στα μάτια της γιαγιάς τους , η οποία είχε τις παραξενιές της, μπορούσε εύκολα να προσβάλει τον άλλον, ενώ δεν φημιζόταν για την γενναιοδωρία της. Πίστευαν ότι μόνοι τους μπορούσαν να αντιστρέψουν τα δεδομένα. Η κατάσταση, όμως, πλέον είχε φτάσει στο απροχώρητο.
Η Ρόζμαρι, η 25χρονη οικιακή βοηθός της Μακρή, ήταν πέντε χρόνια μαζί της. Είχε απηυδήσει από τις ιδιοτροπίες και τις προσβολές της Μακρή, αλλά έκανε υπομονή. Ήξερε ότι κατά βάθος την αγαπούσε και γνώριζε ότι επρόκειτο να αφήσει ένα μέρος της κληρονομιάς της σε αυτήν.
Η Ρόζμαρι ήταν αρραβωνιασμένη με τον Στάθη, ένα μανιακό χαρτοπαίκτη ο οποίος συνεχώς της ζητούσε λεφτά. Λίγες μέρες πριν από τον φόνο παρακάλεσε τη Μακρή να της δανείσει 50.000 ευρώ. Ο Στάθης χρώσταγε και δύο τύποι τον κυνηγούσαν για να εξοφλήσει το χρέος του. Η Μακρή αρνήθηκε, λέγοντάς της ότι το κάνει για το καλό της. Την προέτρεψε, μάλιστα, να απομακρυνθεί μια για πάντα απ’ αυτόν. Η Ρόζμαρι τον αγαπούσε και δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν σε αδιέξοδο.
Τη μέρα της δολοφονίας η Μακρή είχε καλέσει τα τρία εγγόνια της στο σπίτι της για να δειπνήσουν μαζί. Είχε καιρό να τους δει, γι΄αυτό και τους προέτρεψε να κοιμηθούν εκεί το βράδυ. Το τεράστιο σπίτι είχε πολλά δωμάτια. Έτσι και έγινε.
Η Μακρή πήγε για ύπνο στη 1.00. Λίγο αργότερα ακολούθησαν και οι άλλοι. Στη 1.30 έγινε διακοπή ρεύματος, η οποία κράτησε μέχρι τις 3.30 το πρωί. Ο Παύλος Στεργίου ξεσκόνισε τις καταθέσεις των τεσσάρων, προσπαθώντας να βρει μια άκρη. Όλα τα στοιχεία οδηγούσαν στη Ρόζμαρι, η οποία και συνελήφθη, όμως ο ίδιος δεν είχε πειστεί ακόμα. Κάτι δεν του κόλλαγε στην όλη υπόθεση…
Γιάννης: «Περίπου στη 1.30 πήγαμε όλοι για ύπνο. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου συνέχεια. Σηκώθηκα, πήγα στο δωμάτιο της γιαγιάς να δω τι κάνει. Δεν ήταν πολύ καλά τελευταία. Της άρεσε να ακούει ράδιο την ώρα που ξάπλωνε. Άνοιξα το ραδιόφωνο που ήταν στο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα και έφυγα. Κατέβηκα στο σαλόνι -τα δωμάτια είναι πάνω, υπάρχει μια εσωτερική σκάλα στο σπίτι- και ξάπλωσα στον καναπέ. Στις 3.30 πήγα να ξαναδώ τη γιαγιά. Τη βρήκα νεκρή. Η Ρόζμαρι ήταν από πάνω της, κρατούσε το μαξιλάρι μου στα χέρια της και έκλαιγε. Είμαι σίγουρος ότι αυτή τη σκότωσε».
Παύλος: «Πήγα στο δωμάτιό μου να κοιμηθώ. Σκέφτηκα να δω καμιά ταινία στη τηλεόραση αλλά δεν είχα δύναμη ούτε να πατήσω το τηλεκοντρόλ. Ήμουν ψόφιος. Κοιμήθηκα αμέσως. Δεν άκουσα τίποτα. Ο Γιάννης ήρθε πολύ αργότερα και με ξύπνησε για να μου πει τα δυσάρεστα. Έπαθα σοκ».
Διονύσης: «Σηκώθηκα γύρω στις 3.00(δεν θυμάμαι ακριβώς) για να πιω νερό. Η πόρτα στο δωμάτιο του Γιάννη ήταν ανοιχτή. Δεν ήταν μέσα. Έκανα ένα τσιγάρο και πέρασα να δω τι κάνει η γιαγιά. Άνοιξα την πόρτα, αλλά δεν μπήκα μέσα. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Ήταν σκοτεινά, είχε ακόμα διακοπή ρεύματος. Έκλεισα το ραδιοφωνάκι που ήταν κοντά στην πόρτα για να μην την ενοχλεί και έφυγα».
Ρόζμαρι: «Στις 3.20 ξύπνησα. Πήγα στο δωμάτιο της κα Μακρή. Πλησίασα στο κρεβάτι, όμως ήταν ακίνητη. Εκείνη την ώρα ακουγόταν το αγαπημένο της τραγούδι στο ράδιο. Είναι τραγικό. Ήταν νεκρή, ενώ ένα μαξιλάρι ήταν πεταμένο δίπλα στο κρεβάτι της. Έβαλα τα κλάματα, πήρα το μαξιλάρι στα χέρια και εκείνη την ώρα μπήκε ο κ. Γιάννης μέσα και με είδε. Δεν τη σκότωσα εγώ».