Μία ακόμη δυτική συνήθεια που «ανθεί» τα τελευταία χρόνια στην- κατά τα άλλα μεσογειακή- χώρα μας, είναι η λεγόμενη “Black Friday”.
Μία τέτοια μέρα, λοιπόν, ο επιθεωρητής Κρίτων Κουνελάκης βρέθηκε σ’ ένα κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών, χωρίς βέβαια να έχει προβλέψει την πρωτοφανή κοσμοσυρροή. Περιμένοντας στην ουρά του ταμείου, πίστευε πως θα γεράσει εκεί.
Παρατηρούσε τον κόσμο. Μπροστά του περίμενε μία οικογένεια με δυο μικρά παιδιά που μαλώνανε συνέχεια μεταξύ τους και οι γονείς δεν τους έδιναν την παραμικρή σημασία. Μία λεπτεπίλεπτη γυναίκα με αριστοκρατική όψη, που κρατούσε μια ομπρέλα σαν της Μαίρη Πόπινς, ένα νεαρό ζευγάρι που ο καθένας ασχολιόταν με το κινητό του, και ένας ηλικιωμένος κύριος με περίεργο καπέλο, ο οποίος έλεγε ότι αυτά τα μαραφέτια τα κινητά έχουν καταστρέψει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ξαφνικά από μέσα ακούστηκαν ουρλιαχτά πανικού. Όλοι ταράχτηκαν και γύρισαν να δούνε τι συνέβη. Φαινόταν ότι είχε λιποθυμήσει κάποιος. Κόσμος άρχισε να συρρέει γύρω του. Ακούστηκε ένας να λέει «Ε, λογικό είναι με τέτοια λαοθάλασσα να λιποθυμήσει!». Προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν. Η γυναίκα του από πάνω φώναζε πανικόβλητη. Μόνο που αυτός ο άνθρωπος δεν είχε λιποθυμήσει. Ήταν νεκρός.
Σε λίγο το είχε επιβεβαιώσει και η άμεση βοήθεια. Ο αποθανών λεγόταν Γκρέγκορι Στογιάνοβ, ήταν 42 χρονών, βουλγαρικής καταγωγής και δεν έπασχε ποτέ από προβλήματα καρδιάς για να πεθάνει έτσι ακαριαία, σύμφωνα με τα λεγόμενα της γυναίκας του.
Ο Κρίτων της ζήτησε να του περιγράψει την συμπεριφορά του τις τελευταίες ώρες. Η σύζυγός του, μέσα από τα αναφιλητά, έλεγε πως η συμπεριφορά του ήταν απολύτως φυσιολογική, δεν έδειχνε να τον ανησυχεί κάτι.
«Ενώ ήμασταν στο κατάστημα, μιλώντας για την τηλεόραση που θέλαμε να αγοράσουμε, σε μια στιγμή είπε μόνο ότι ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα στο πόδι σαν από κουνούπι. Μετά συνεχίσαμε να τριγυρίζουμε στο κατάστημα. Ήταν πάρα πολύ χαλαρός, δεν είχε κάποια δύσπνοια ή άλλα συμπτώματα, όμως, στα καλά καθούμενα, έπεσε κάτω. Νομίζαμε πως λιποθύμησε, αλλά… πέθανε ακαριαία. Έτσι ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη».
Ο Κρίτων δεν πίστευε ούτε σε συμπτώσεις, ούτε σε καρδιακές προσβολές- ήταν σίγουρος πως κάτι άλλο συνέβαινε. Κάτι δεν του άρεσε.
Το τσίμπημα στο πόδι. Εστίασε όλη τη σκέψη του εκεί. Προσπαθούσε να θυμηθεί πού το έχει ξανακούσει αυτό.
Μα, φυσικά, ήταν η γνωστή ιστορία του Γκεόργκι Μάρκοφ, του αντιφρονούντος Βούλγαρου συγγραφέα που πέθανε το 1978 ακριβώς με τον ίδιο τρόπο: ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα στο πόδι.
Ο Μάρκοφ βρισκόταν σε μια στάση στο Λονδίνο και περίμενε για να πάρει το λεωφορείο για το γραφείο του στο BBC, όπου εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Καθώς περίμενε, τον πλησίασε ένας πράκτορας, και τον ακούμπησε «κατά λάθος» στο πόδι με τη μύτη της ομπρέλας του. Αυτό ήταν το φονικό όπλο. Η λεγόμενη «βουλγαρική ομπρέλα» με την οποία εκτοξεύτηκε η ρικίνη, ένα θανατηφόρο δηλητήριο.
Όταν έφτασε στη δουλειά του στα γραφεία του BBC, ο Μάρκοφ παρατήρησε ότι ένα μικρό κόκκινο σπυράκι είχε σχηματιστεί στο σημείο του τσιμπήματος που είχε νιώσει νωρίτερα. Η ακαριαία δράση της ρικίνης οδήγησε, τελικά, στο θάνατο του συγγραφέα.
Ο Γκρεγκόρι Μάρκοφ «πυροβολήθηκε» στο πόδι του μέσω μιας ομπρέλας με μικρο-μηχανικό δισκίο που περιείχε ρικίνη. Ο Κρίτων θυμήθηκε ότι αυτή την ιστορία, όταν έμενε στο Λονδίνο, του την είχε αφηγηθεί ένας φίλος του από τη Σκότλαντ Γιαρντ.
«Μα, ναι, η “βουλγαρική ομπρέλα!”», αναφώνησε ο Κρίτων και πετάχτηκε από τη θέση του. Στο μυαλό του ήρθε αμέσως η εικόνα της λεπτεπίλεπτης γυναίκας με την όμορφη ομπρέλα. Μα φυσικά! Γιατί την ήθελε την ομπρέλα, όταν σήμερα όλη μέρα είναι χαρά θεού; Πώς δεν το σκέφτηκε αμέσως!
Σε μία ώρα, στο γραφείο του Κρίτωνα καθόταν απέναντί του η γυναίκα με τη λευκή και αριστοκρατική όψη προσώπου, κοιτάζοντάς τον μ’ ένα ψυχρό και γυάλινο βλέμμα.
Την έλεγαν Βλάντη Ιβάνοβα.
Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βουλγαρία. Ο πατέρας της είχε μεγάλη περιουσία και ζούσαν μια πλουσιοπάροχη ζωή ώσπου εμφανίστηκε στην ζωή τους ο Γκρέγκορι Στογιάνοβ, ένας απατεώνας που δούλευε στην εταιρία του πατέρα της.
Και όταν ο πατέρας της ανακάλυψε τις βρόμικες δουλειές του Στογιάνοβ και ήταν έτοιμος να τον καταδώσει, εκείνος το κατάλαβε και πρόλαβε να του κλείσει το στόμα. Μια για πάντα. Τον σκότωσε. Και από τότε εξαφανίστηκε.
Η Βλάντη ήξερε ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος του πατέρα της, αλλά τα ίχνη του είχαν χαθεί. Είχαν περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από τότε και κανείς ποτέ δεν είχε ακούσει τίποτα γι’ αυτόν.
Μέχρι που μια μέρα, καθώς- ως γνωστόν- η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια, η Βλάντη εντελώς τυχαία τον βλέπει σ’ ένα εμπορικό κατάστημα στην Ελλάδα με την οικογένειά του. Είχε πολύ κόσμο γύρω, αλλά θα ξεχώριζε το πρόσωπό του ανάμεσα σε χιλιάδες.
Είχε αλλάξει όνομα, είχε φτιάξει μια δεύτερη ζωή, αλλά ήταν αυτός. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η Βλάντη άρχισε να ζει μόνο με μία σκέψη, με τη σκέψη της εκδίκησης.
Όταν τον είδε στο εμπορικό κέντρο της ήρθε η ιδέα της «βουλγαρικής ομπρέλας». Ανάμεσα σε τόσο κόσμο, άλλωστε, κανείς δε θα το παρατηρούσε. Ένα τσικ και τέλος. Από τότε άρχισε να παρακολουθεί κάθε του βήμα. Να σχεδιάζει το τέλειο έγκλημα.
Διάλεξε την πιο κατάλληλη μέρα, τη «διαβόητη» Black Friday, όταν γίνεται το αδιαχώρητο στα καταστήματα και σίγουρα κανείς δε θα το πρόσεχε.
Και το έκανε. Το χέρι της δεν έτρεμε ούτε για μια στιγμή.
Η Βλάντη τελείωσε την ιστορία της. Ο Κρίτων δεν είπε κουβέντα μόνο κοιτούσε το παγωμένο της βλέμμα που του έλεγε «Αν μπορούσα, θα το έκανα και δεύτερη φορά».