Ο επιθεωρητής Κρίτων Κουνελάκης κοιτούσε εξεταστικά το μεγάλο ρολόι τοίχου ακριβώς την ώρα που ένας γιορτινός φελλός σαμπάνιας το «πυροβόλησε», ράγισε το τζάμι του και σταμάτησε το χρόνο στις 22:10.
Ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος πυροβολισμός, που σημειώθηκε την ώρα εκείνη σε ένα διαμέρισμα στην Κηφισιά, όπου κυλούσε αστραφτερά το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν του 35χρονου Μανώλη Λημναίου, που ήταν γνωστός για δύο λόγους: πρώτον για την οικογένεια του, καθώς ήταν περιβόητος γόνος, και δεύτερον για τα πριβέ του πάρτι.
Κατά τ’ άλλα, ενώ τον γνωρίζουν όλοι, αν έπρεπε να απαντήσεις στην ερώτηση «Τι δουλειά κάνει;» και από αυτό εξαρτιόταν η ζωή σου, θα έχανες τη ζωή σου, για τον απλούστατο λόγο ότι δε θα έχεις απάντηση.
Έτσι λοιπόν, την ίδια ακριβώς στιγμή με τον «πυροβολισμό» του φελλού, υπήρχε και ένας δεύτερος, αυτή τη φορά όμως αληθινός- τόσο αληθινός, που σκότωσε τον Μανώλη Λημναίου.
Η πρώτη εικόνα έδειχνε πως πρόκειται για αυτοκτονία.
Ο Λημναίος βρισκόταν νεκρός στην κατάλευκη κρεβατοκάμαρά του. Όλα ήταν τόσο λευκά που το πρώτο πράγμα το οποίο τραβούσε την προσοχή σου ήταν το μαύρο λεπτεπίλεπτο όπλο που βρισκόταν στο δεξί χέρι του εκλιπόντος. Φαινόταν πως ο νεκρός έφερε το όπλο στον κρόταφο, το χέρι του ήταν σταθερό, πάτησε τη σκανδάλη αποφασιστικά (σύμφωνα με την ορμή της σφαίρας) και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
Ο επιθεωρητής εξέταζε κάθε λεπτομέρεια της εικόνας που είχε μπροστά του. Έβλεπες τις αιματηρές κόκκινες κηλίδες αίματος πάνω στα κατάλευκα σεντόνια, οι οποίες έμοιαζαν με αίμα πάνω σε χιόνι.
Η ντουλάπα ήταν ανοιχτή και έμοιαζε σα να ήταν η ντουλάπα που για κάποιο λόγο μοιράζεται ο Τζέημς Μποντ με τον Μικ Τζάγγερ, γιατί είχε 10 ολόιδια μαύρα κοστούμια από τη μία και 10 τσαλακωμένα τζιν από την άλλη.
Στο κομοδίνο είχε από τα αριστερά ένα μισοτελειωμένο ποτήρι γαλλικό κρασί και ένα στυλό με ανοιχτό το καπάκι. Δίπλα του ήταν ένα σημειωματάριο που έγραφε πάνω έναν αριθμό τηλεφώνου.
Από το μυαλό του Κουνελάκη περνούσε συνέχεια η εξής σκέψη: «Γιατί να αυτοκτονήσει κάποιος που όλη του η ζωή ήταν ένα πάρτυ; Εντάξει, ναι, κάποιοι ίσως αυτοκτονούν και γι’ αυτόν το λόγο, αλλά σίγουρα όχι εδώ».
Το συγκεκριμένο βράδυ ο Λημναίος είχε οργανώσει ένα Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν αυστηρά για την cream de la cream των φίλων του. Την ώρα του πυροβολισμού, στο διαμέρισμα βρισκόταν η αρραβωνιαστικιά του- Σόφη, σκέτο Σόφη, μία ιδιόρρυθμη ντιζάινερ με κόκκινα καρέ μαλλιά και φακίδες-, ο σνομπ ξάδερφός του με την ακόμη πιο σνομπ συνοδό του, η οποία ήταν ζωγράφος, ο κολλητός του φίλος και η καμαριέρα.
Ο επιθεωρητής περιεργαζόταν τις γραπτές καταθέσεις:
Η Σόφη: «Αδύνατον να αυτοκτόνησε. ΑΔΥΝΑΤΟΝ. Ήταν γεμάτος ζωή.
Στις 22:10 έπινα το 3ο ποτήρι κρασιού όταν ο φίλος του, ο Θωμάς, πρότεινε ν’ ανοίξουμε σαμπάνια. Και έσπασε και το ρολόι, που ήταν πανάκριβο. Του το είχα φέρει πριν πέντε χρόνια από το Παρίσι».
Ο φίλος του ο Θωμάς: «Δεν το ζούμε αυτό σήμερα. Δεν μπορεί να έχει γίνει. Τον σκότωσαν. Πιστεύω τον σκότωσε η συνοδός του ξαδέρφου του, αυτή η ζωγράφος. Ξέρετε γιατί το πιστεύω; Γιατί στάζει δηλητήριο».
Ο ξάδερφος: «Είναι ανεπίτρεπτο αυτό το μελανό στίγμα πάνω στο όνομα των Λημναίων. Θα μας καταδιώκει πάντα τώρα, θα λένε «Α, ποιος Λημναίος; Αυτός που αυτοκτόνησε;»
Στις 22:10 ήμουν στο σαλόνι μαζί με τους υπόλοιπους και σχολιάζαμε έναν πίνακα που είχε ο Μανώλης στο σαλόνι και τον είχε ζωγραφίσει ο ίδιος, και τότε πρότεινε ο Θωμάς να ανοίξουμε την σαμπάνια».
Η ζωγράφος: «Σχολιάζαμε τον πίνακα που είχε ζωγραφίσει ο Λημαίος, ήταν το μεγάλο του πάθος. Εντάξει, ζωγράφιζε οικτρά, λες και ζωγραφίζει με το αριστερό χέρι».
Η καμαριέρα: «Στις 22:10 σέρβιρα τη σαμπάνια που ζήτησε ο κύριος Θωμάς. Έσπασε το ρολόι. Θυμάμαι το είχε φέρει η κυρία Σοφή από το Παρίσι πριν πέντε χρόνια. Όλα τελείωσαν. Τι θα απογίνουμε τώρα;».
Ο Κρίτων κοιτούσε τον πίνακα που είχε ζωγραφίσει ο Λημναίος. «Μάλιστα…», σκέφτηκε κι έπειτα είπε δυνατά «για δείξτε μου γρήγορα, πού ζωγράφιζε ο Λημναίος αυτούς τους πίνακες».
Σε λίγο ο επιθεωρητής βρισκόταν στο ατελιέ του Λημναίου. Είδε έναν μεγάλο καμβά πάνω σε στήριγμα που προμήνυε την καινούργια του δουλειά, στ’ αριστερά όλα τα πινέλα και τις μπογιές τοποθετημένα σε υπερυψωμένο λευκό τραπεζάκι και στα δεξιά ένα βάζο με μια μωβ ορχιδέα.
«Μα ναι», μονολόγησε ο επιθεωρητής. «Όπως το είχα αντιληφθεί εξ αρχής. Και όποιος δεν ξέρει αυτή την πολύ σημαντική λεπτομέρεια, είναι ο δολοφόνος…»