Το κέικ του θανάτου: Δολοφονία στο Red Velvet

Ένας νεκρός σεφ σε μια patisserie γεμάτη κόσμο. Ποιος ήταν ο δολοφόνος του;

Σαν στάλες αίματος πάνω σε χιόνι έδειχνε η σκηνή του φόνου στο καφέ patisserie με τους τιρκουάζ και ζαχαρί τοίχους, και τις ολόλευκες πολυθρόνες που έμοιαζαν με αφράτη σαντιγί. Όλη η διακόσμηση του ζαχαροπλαστείου «Red Velvet» θύμιζε κρεμώδη τούρτα τριών στρώσεων φράουλας και σοκολάτας. Σε ένα τέτοιο μέρος πίστευες πως τίποτα κακό δεν μπορεί να συμβεί, πόσω μάλλον το έσχατο κακό. Μία δολοφονία.

Βρέθηκε νεκρός ο σεφ του ζαχαροπλαστείου, γνωστός για το ανεπανάληπτο red velvet κέικ του, τη συνταγή- που σύμφωνα με τους αστικούς μύθους ή, εν πάση περιπτώσει, με τις επιταγές του- ήξερε μόνο εκείνος.

Γι’ αυτό το συγκεκριμένο ζαχαροπλαστείο ήταν τόσο δημοφιλές και ο κόσμος το επισκεπτόταν για να δοκιμάσει το καλύτερο κόκκινο κέικ της πόλης.
Ο επιθεωρητής Κρίτων Κουνελάκης περιεργαζόταν το χώρο. Παντού γύρω του βιτρίνες με εντυπωσιακά διακοσμημένα γλυκά. Αδιαφορούσε για όλων των ειδών τα γλυκά, δεν του προκαλούσαν καμία μα καμία απολύτως συγκίνηση.

Στην κουζίνα του ζαχαροπλαστείου κειτόταν νεκρός ο σεφ, μαχαιρωμένος με ένα μεγάλο κουζινομάχαιρο. Στον πάγκο βρίσκονταν όλα τα υλικά για την προετοιμασία του κόκκινου κέικ. Ο Κρίτων, ενημερωμένος για το περιβόητο κέικ του σεφ, έκανε με το χέρι του να δοκιμάσει μονολογώντας «Και τώρα δε θα μάθει κανείς αυτή τη συνταγή».

Κοίταξε εξεταστικά το χώρο και το βλέμμα αίφνης σταμάτησε σε μια πόρτα.

«Πού βγάζει η πόρτα;», ρώτησε. Του εξήγησαν πως η πόρτα οδηγεί στο πίσω μέρος του δρόμου, σ’ ένα μικρό στενάκι, που έχει κάδο και τη χρησιμοποιούν για να πετάνε τα σκουπίδια κατευθείαν από την κουζίνα.

«Είναι πάντα ανοιχτή η πόρτα;, θέλησε να μάθει ο επιθεωρητής και έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα διαπιστώνοντας ότι είναι κλειδωμένη.

«Όχι», του απάντησαν. «Είναι πάντα κλειδωμένη και το κλειδί το έχει μόνο το προσωπικό μας. Την ξεκλειδώνουμε μόνο για να πετάξουμε τα σκουπίδια. Και καμία φορά για τσιγάρο, αν και απαγορεύεται».

«Το προσωπικό, ναι. Ας δούμε τι θα μας πει το προσωπικό».

Τη στιγμή του συμβάντος στο ζαχαροπλαστείο είχαν βάρδια δυο σερβιτόροι, οι οποίοι δούλευαν ήδη τρία χρόνια εκεί: ένας υπάλληλος στο μπαρ που φτιάχνει τους καφέδες και τα ροφήματα και η κοπέλα στη βιτρίνα των παγωτών που είναι, ταυτόχρονα, και ταμίας.

Ο Κρίτων ήθελε να μάθει, όμως, και για τους πελάτες του ζαχαροπλαστείου εκείνη την ώρα, κι έτσι ζήτησε αναλυτική περιγραφή.

Σερβιτόρος 1: «Δεν είχαμε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα. Ήταν ένα νέο ζευγάρι, που παρήγγειλαν βάφλες και μετά δε σταμάτησαν να φιλιούνται. Μια γυναίκα που έφαγε δυο παγωτά- φιστίκι, φαινόταν συγχυσμένη κάπως, έγραφε κάτι στον υπολογιστή της και δυο κύριοι που έπιναν καφέ και φαίνεται ότι συζητούσαν για δουλειές. Ίσως ήταν επαγγελματική συνάντηση».

Σερβιτόρος 2: «Ναι, η κυρία ήταν αγχωμένη, μου έκανε διαρκώς παρατήρηση για το κακό μας ίντερνετ, γιατί ήθελε, λέει, να στείλει ένα μέιλ. Γενικά, πολλά νεύρα αντιμετωπίζουμε από τους πελάτες καθημερινά- και εκείνος ο σοβαρός με το πουκάμισο, μου λέει «Τι θα γίνει; Θα περιμένουμε μέχρι να δύσει ο ήλιος αυτόν τον καφέ;;;».
Δεν καταλαβαίνουν ότι τα κάνουμε όλα εμείς. Ο σεφ ήταν φίρμα, θεός σχωρέσ’ τον, αρκούσε να φτιάξει το red velvet του και τελείωσε. Όλα τα υπόλοιπα τα κάναμε εμείς. Αλλά κανείς δε δίνει δεκάρα γι’ αυτό».

Μπάρμαν: «Ο σεφ ήταν ένας φανταστικός τύπος. Ήταν αυτός ο κλασικός γλυκούλης σεφ που έδινε συμβουλές σοφίας. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι τον σκότωσαν. Ποιος μπορεί να θέλει να τον σκοτώσει;; Γιατί;;».

Ταμίας: «Ήταν από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Όταν είχα έρθει στην Αθήνα και έψαχνα δουλειά, με είχε βοηθήσει τόσο πολύ, καταλάβαινε τις αδυναμίες των ανθρώπων και βοηθούσε. Θα του είμαι ευγνώμων μέχρι να δύσει ο ήλιος. Γιατί κάποιος να θέλει να τον σκοτώσει; Για να μάθει τη συνταγή του red velvet;;».

«Γνωρίζατε κάποιον από τους πελάτες; Υπήρχε κάποιος τακτικός πελάτης ανάμεσα σε αυτούς;”», ρώτησε ο Κουνελάκης

«Όχι, τους έβλεπα όλους για πρώτη φορά στη ζωή μου», απάντησε η κοπέλα.

Το ίδιο είπαν και οι υπόλοιποι: δεν είχαν ξαναδεί κανέναν από αυτούς τους πελάτες.


Ο επιθεωρητής κοιτούσε το κόκκινο κέικ που βρισκόταν στην πιο περίοπτη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου, το οποίο είχε πάρει το όνομά του από αυτό το ξεχωριστό γλυκό.

«Μα φυσικά, δε θα τον σκότωναν για τη συνταγή». ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του.

Του έμενε μόνο μια τελευταία ερώτηση:

«Από τις εφτά το απόγευμα έως τις οχτώ, όταν βρήκατε τον νεκρό, εκείνη τη μία ώρα, θυμάστε αν βρεθήκατε και οι τέσσερις μαζί; Να συζητήσατε κάτι για παράδειγμα, αλλά όλοι;»

Μπάρμαν: «Ναι, σε κάποια φάση ήμασταν όλοι μαζί, και είπα κιόλας εγώ προσωπικά “Τι σκευωρία έχουμε εδώ;”. Αλλά δε θυμάμαι με τίποτα τι είπαμε, αλήθεια. Πρέπει να ήταν κάτι εξαιρετικά ασήμαντο».

Μπορεί να έμοιαζε ασήμαντο, αλλά για τον επιθεωρητή διόλου ασήμαντο δεν ήταν…

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΕΔΩ