Είναι μια διαδικασία που «υποδεικνύουν» ισόποσα το μυαλό και η καρδιά- μόνο που φροντίζουν στην πορεία, μέχρι να φτάσεις στο τέλος της νοητής ατραπού, να έχουν λειάνει τις άκρες, αφήνοντας μονάχα την ευχαρίστηση στην επιφάνεια και βυθίζοντας τη θλίψη στην σκοτεινή αγκάλη της λήθης.
Η νοσταλγία, βλέπετε, έχει αυτή τη δύναμη: σε κάνει να θυμάσαι το τότε μέσα από έναν «ηδυπαθή», θελκτικό μανδύα ανακρίβειας, την στιγμή που καλύπτει το τώρα με μιαν ατέρμονη, και εν πολλοίς άδικη, μαυρίλα.
Ο Δημήτρης Καμπούρογλου είχε περιγράψει το φαινόμενο καλύτερα απ’ όλους, μέσα σε λίγες μόνο λέξεις: «Και οι κόκορες της εποχής μου λαλούσαν γλυκύτερα». Τι κακόφωνοι, αλήθεια, που είναι αυτοί του σήμερα!
Η νοσταλγία όταν μιλάμε για τον Μίκαελ Σουμάχερ είναι ένας μονόδρομος στον οποίο σύσσωμος ο πλανήτης έχει μπει και δεν μπορεί να βρει την έξοδο με τίποτα. Δεν έχει σημασία αν την περίοδο που αγωνιζόταν ήσουν ο μεγαλύτερος φαν του ή ένας ορκισμένος hater. Το ατύχημά του τον Δεκέμβρη του 2013 στις Άλπεις «επιτάσσει», πια, να τον δεις υπό ένα τελείως διαφορετικό πρίσμα, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την συμπόνοια και στέλνοντας τις αλλοτινές κατάρες (που, πιστέψτε μας αν είστε μικρότεροι ηλικιακά, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου λίγες…) σε μια αιώνια εξορία.
Ξεχνάς, για παράδειγμα, τι έκανε στην Χερέθ με τον Βιλνέβ. Ή, μερικά χρόνια νωρίτερα, σε παρόμοια φάση με τον Ντέιμον Χιλ. Θυμάσαι αμυδρά, μα με έναν νεοπαγή θαυμασμό σχεδόν, τα μπουκέτα που πήγε να ρίξει στον Κούλθαρντ μετά το ατύχημά τους στο Σπα. Δε δίνεις σημασία σε τίποτ’ άλλο, παρά μόνο στο γεγονός πως υπήρξε ένας αδιανόητα γρήγορος τύπος, ένα έμβιο ρομπότ που μπορούσε μέσα στην πίστα να κάνει τα πάντα- να κατακτήσει, για παράδειγμα, 7 παγκόσμιους τίτλους και ν’ αγγίξει το 8ο θαύμα το 2006.
Το Netflix στο αρκετά τίμιο (με ορισμένους αστερίσκους που δεν είναι της παρούσης) “Schumacher” έφερε αυτή τη νοσταλγία στο επίκεντρο, την ανέμειξε με τεράστιες ποσότητες συγκίνησης και μας παρέδωσε ένα μηχανοκίνητο κομψοτέχνημα με γενναίες δόσεις οικογενειακής «παρέμβασης», αφήνοντάς μας να δούμε λίγο πίσω από την κουρτίνα για το πώς γεννιέται, πλάθεται, περπατά και γιγαντώνεται ένας μύθος των τεσσάρων τροχών.
Και μπορεί οι μύθοι στο μυαλό μας να είναι άτρωτοι, να μην προσβάλλονται ποτέ από κανενός είδους εκφυλιστικό καρκίνο του ξεπεσμού, όμως στην περίπτωση του Γερμανού αυτό το καταραμένο #keepfightingmichael που τον συνοδεύει την τελευταία 8ετία έχει αλλάξει τα πάντα.
Γι’ αυτό, όταν βλέπουμε την Κορίνα να μιλάει για το ότι ήταν (είναι) τόσο ξεχωριστός εντός κι εκτός της πίστας, αισθανόμαστε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Όταν ο Ρολφ, ο πατέρας του, και ο Ραλφ, ο αδερφός του, υποκλίνονται στο αγωνιστικό του μεγαλείο, ένας πένθιμος αναστεναγμός ψάχνει τα κλειδιά της φυλακής του στόματός μας για να ξεκλειδώσει και να βγει έξω στον κόσμο.
Όταν η κόρη του λέει πόσο περήφανη είναι ακόμα και σήμερα για τον πατέρα της, αρχίζουμε ν’ αναρωτιόμαστε ποιος διάολος τοποθετεί τεχνηέντως σκουπιδάκια στα μάτια μας.
Κι όταν, τέλος, ο γιος του ο Μικ λέει τι του λείπει και το πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι σήμερα τα πράγματα μεταξύ των δύο, η καρδιά μας μοιάζει με παιχνίδι στα χέρια ενός παιδιού που την κάνει ό,τι θέλει- και, ξέρετε, σπανίως τα παιδιά φέρονται καλά στα παιχνίδια τους.
Πέραν της οικογενειακής προσέγγισης, ωστόσο, υπάρχει και το αμιγώς τετράτροχο μεγαλείο. Ο «Σούμι», όπως καταλαβαίνουν και οι πλέον αδαείς (ή… αρνητές) από τα λόγια των πάντων, δεν ήταν απλά ένας ακόμα πρωταθλητής. Δεν ήταν καν ο «απλά» ένας ρέκορντμαν (άλλωστε ο Χάμιλτον διέλυσε όλα του τα ρεκόρ).
Ήταν ένας πιλότος με ισόποσο, σχεδόν, ταλέντο με αυτό του ανυπέρβλητου Άιρτον Σένα, είχε την ψυχρή υπολογιστική ματιά του Αλέν Προστ, γνώριζε το εκάστοτε μονοθέσιό του σαν ένας σύγχρονος Χουάν Μανουέλ Φάντζιο- και όλ’ αυτά στην συσκευασία του ταλαντούχου ενός.
Πάνω απ’ όλα, όμως, διέθετε αρραγή καρύδια ανάμεσα στα πόδια του, παίρνοντας μία από τις πιο θαρραλέες αποφάσεις στην ιστορία της Φόρμουλα 1: πίσω στο 1996, και προερχόμενος από δύο πρωταθλήματα με την Μπένετον, όλες οι κορυφαίες ομάδες ήθελαν να τον κάνουν δικό τους.
Η κραταιά στα 90s Ουίλιαμς έστρωνε μπλε χαλί στα πόδια του. Η ΜακΛάρεν-Μερσέντες ήθελε τον καλύτερο πιλότο του γκριντ, που ήταν και Γερμανός, για να την οδηγήσει στη γη της Επαγγελίας. Η Μπένετον, φυσικά, επιθυμούσε διακαώς να τον κρατήσει στις τάξεις της.
Μα ήταν η Φεράρι, αυτή η πλανεύτρα της Φ1, που εξασφάλισε την υπογραφή του, σαλπίζοντας, «μέσω» αυτού, εκκωφαντική αντεπίθεση: ο Σουμάχερ επέλεξε την Σκουντερία που είχε να πάρει πρωτάθλημα 17 ολόκληρα χρόνια και το αλογατάκι στο ρύγχος της έπασχε από πολιομυελίτιδα, μπαίνοντας στο κόκπιτ του 4ου-5ου (σε δυναμικότητα) μονοθεσίου.
Το τι επακολούθησε το γνωρίζουν οι πάντες: η Φεράρι σκαρφάλωσε στους ώμους του Γερμανού και κατέκτησε τον κόσμο ξανά και ξανά και ξανά. Το Netflix ήρθε να μας υπενθυμίσει, μια δεκαετία σχεδόν μετά το κύκνειο άσμα του «Σούμι» στην Φ1 με την Μερσέντες, πόσο σπουδαίος υπήρξε στην… άσφαλτο: κανείς δεν ήταν καλύτερος από τον Σουμάχερ μ’ ένα τιμόνι στο χέρι.
Ναι, ο Σένα ήταν πιο λαοφιλής, πιο αγαπητός και πιο «ωμά» ταλαντούχος. Ναι, ο Χάμιλτον θα πάρει κάποια στιγμή και 8ο πρωτάθλημα και θα βελτιώσει τις πιθανότητές του για να είναι ο «νικητής» στο debate για τον GOAT. Ναι, ο Φάντζιο οδηγούσε τα πάντα, άλλαζε ομάδες χρονιά με την χρονιά και κυριαρχούσε σε μια εποχή που αν πατούσες χαλίκι μπορούσες να δεις τα ραδίκια ανάποδα μέχρι να πεις «τετ-α-κε». Ναι, υπάρχουν ο Προστ, ο Στιούαρτ, ο Λάουντα, ο Φέτελ, ο Αλόνσο.
Αλλά να, ξέρετε, κανένας τους δε θα κέρδιζε τον Σουμάχερ με το ίδιο μονοθέσιο σε βάθος χρόνου. Ήταν τόσο πλήρης, τόσο διαβολεμένα εργατικός και ταλαντούχος, τόσο επίμονος, που στο τέλος θα την έβρισκε την άκρη.
Το “Schumacher” είναι μια (ελαφρώς ελλιπής) ωδή στην καριέρα του Γερμανού (προς αποφυγή των όποιων spoilers- λέμε τώρα- δε θα υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες), πασπαλισμένη με γενναίες ποσότητες εκείνης της παλιάς μας φίλης, της νοσταλγίας.
Τα δάκρυα για τον δικό μας Σουμάχερ θα πάρουν το ασανσέρ της ψυχής και θα βρουν το δρόμο για τα μάτια μας. Αν έζησες την περίοδο που μεγαλουργούσε, απλά δε γίνεται αλλιώς- ιδίως όταν οι συγγενείς του καθιστούν σαφές, έστω και μέσω ημιτελών προτάσεων, πως η κατάστασή του σήμερα αμφιρρέπει μεταξύ του «κάκιστη» και του «τραγική». Μόνο που…
Μόνο που μέσα στο αχανές καζάνι της υποκειμενικότητας, υπάρχουν ψήγματα αδιαμφισβήτητης αντικειμενικότητας. Αυτή έχει τη μορφή μιας γηραιάς, μα ευσταλούς κυρίας, που στέκει έξω από το Μαρανέλο και μας κάνει νόημα να πλησιάζουμε.
Υπακούμε. Ανοίγει το στόμα της. Ψιθυρίζει στο αυτί μας μερικές εύηχες λέξεις.
Λέει: «Ο καλύτερος όλων».
Αίφνης, το μυαλό μας πηγαίνει στους κόκορες της εποχής μας. Εκείνους που λαλούσαν γλυκύτερα από τους σημερινούς. Είναι, ξέρετε, αλήθεια.
Κανένα «κικιρίκου» δεν μπορεί να συγκριθεί με του Μίκαελ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Κανένα.