Πρέπει να ήμουν 7 ετών. Είχα μπει κι άλλες φορές πριν απ΄αυτή την ηλικία μέσα, αλλά μόνο στο πίσω κάθισμα. Ο παππούς μου οδηγούσε ακόμα. Που και που το έπαιρνε. Συνήθως ήταν παρκαρισμένο μπροστά από τη μονοκατοικία που ζούσε με τη γιαγιά. Ξέρετε, αυτές τις παλιές με μικρή αυλή και σκάλα εσωτερικά για το άλλο ένα σπίτι. Το παλιό αγκάλιαζε το παλιό. Το κόκκινο Lada δεν το κουνούσε ρούπι.
Κάπου στα 7 ο παππούς θέλησε να με μάθει ταχύτητες και πως βάζεις μπροστά το αμάξι. Μπήκα σε θέση οδηγού, ο παππούς δίπλα μου, και άρχισα να παίζω με τον λεβιέ ταχυτήτων. Πολύ μικρός, ακόμα και για χέρι 7χρονου. Τα γράμματα ξεθωριασμένα πάνω του. Έμαθα πως μπαίνουν οι ταχύτητες με σβηστή μηχανή. Όταν ήρθε η ώρα να βάλω το κλειδί και να το στρίψω ένιωσα να απλώνεται μια μαγεία μπροστά μου. Ήταν ένας κουβάς, αλλά για το 2000 αποτελούσε το πιο έμπειρο όχημα.
Το Lada είναι από τα οχήματα που έπαιζαν παντού στους δρόμους. Εκεί, στις αρχές του ’90. Τότε που έπεσε το τείχος, πέθανε ο υπαρκτός σοσιαλισμός και η Σοβιετική Ένωση και άνοιξαν τα σύνορα για να έρθει κοσμάκης από το ανατολικό μπλοκ και να ανοίξουμε εμπορικές παρτίδες. Αυτό το αποκύημα της AutoVaz από την Σαμάρα, ένα από τα τελευταία αστικά κέντρα λίγο πριν τις στέπες της Σιβηρίας, αποτέλεσε ένα από τα πιο ζόρικα «μικρά» της ασφάλτου.
Για να το ανεβάσεις σε ανηφόρα έπρεπε να αγκομαχήσεις. Καλύτερα να το έπαιρνες στην πλάτη και να το κουβαλούσες. Όπως λέει και το τραγούδι «στις ανηφοριές μουγκρίζει, στις κατηφοριές ρολάρει κι όταν βγει στον ίσιο δρόμο προχωράει με καμάρι». Μόνο καμάρι βέβαια δεν είχε, αφού για να χωρέσει άνθρωπος εκεί έπρεπε να είναι Πυγμαίος. Και πάλι, το Lada είχε την θέληση και την αντοχή να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο. Μέχρι και στους χωματόδρομους της Εύβοιας είχε αντέξει. Απλώς μετά ήθελε μερικές μέρες απόλυτης ξεκούρασης για να στανιάρει. Ή αν έβαζες πάνω από ένα άτομο στο πίσω μέρος έβλεπες την εξάτμιση να γλείφει το έδαφος.
Αν ήταν στη θάλασσα θα ήταν καΐκι. Αν ήταν φαγητό θα ήταν σκέτα μακαρόνια. Αν ήταν ποδοσφαιριστής θα ήταν ο Τάσος Πάντος. Κι αυτό το τελευταίο τα λέει όλα για το Lada. Ένα αμάξι που θα μπορούσες να το έχεις στην τσέπη σου μέσα και να το βγάζεις στον δρόμο όταν το χρειάζεσαι.
Βαγγέλης Χαντζής – Μέσα σε Lada μεγαλώσαμε
Όχι, δεν είναι υπερβολή, ούτε μια μεταφορά. Από μωρά παιδιά στη δεκαετία του ’80 μέχρι ενήλικες στη δεκαετία του ’00 μεγαλώσαμε σε 4 διαφορετικά Lada που στιγμάτισαν την νηπιακή, παιδική, εφηβική και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής μας. Είμαστε 4 αδέρφια, όσα και τα Lada που άλλαξε ο πατέρας μου στα χρόνια αυτά. Τρία από αυτά ήταν πράσινα και ένα, το τρίτο στη σειρά ήταν λευκό. Στέισον βάγκον αγορασμένο το 1989, με κοτσαδόρο που τραβούσε και τρέιλερ.
Γιατί ήταν τέτοιο σκυλί που εκτός από οικογενειακό αυτοκίνητο έχει δουλέψει σε οικοδομές, μεταφορές υλικών, μετακομίσεις, έχει ανέβει βουνά και λαγκάδια, έχει γευτεί την αλμύρα και τον παγωμένο αέρα, τους καύσωνες και την ταλαιπωρία 4 μικρών παιδιών. Και αυτό και τα υπόλοιπα 3 που μας σημάδεψαν και τα σημαδέψαμε. Κυριολεκτικά.
Αλλά κανένα τους δεν λύγισε ποτέ. Ναι δεν είχαν παθητική ούτε ενεργητική ασφάλεια. Δεν είχαν αερόσακους, δεν είχαν πίσω ζώνες (ή και να είχαν τα νεότερα δεν τις φορέσαμε ποτέ πίσω), δεν είχαν ηλεκτρικά παράθυρα, δεν είχαν καταλύτες, δεν είχαν δερμάτινα καθίσματα, ούτε ηλιοροφές. Δεν είχαν κρυφούς χώρους, immobilizer, δεν είχαν υδραυλικό τιμόνι. Τι είχαν τότε; Είχαν τον σεβασμό μας, είχαν @ρχίδι@, είχαν κάνει οδηγούς που έκαναν μπράτσα για να τα οδηγήσουν και λαμαρίνες έτοιμες να θυσιαστούν για να προστατέψουν τον επιβάτη τους.
Είχαν γράψει τόσα χιλιόμετρα από Αθήνα σε Κύμη, Κάρυστο, Λούτσα και Λαύριο που όταν αποσύρθηκαν έπρεπε να παρασημοφορηθούν, σαν τους βετεράνους των πολέμων. Είχαν συρταράκι για αποτσίγαρα στις πίσω πόρτες και αναπτήρα μπροστά. Γιατί τι θα έκαναν 3 παιδάκια μέσα στο αυτοκίνητο; Θα το έκαναν τεκέ. Αυτή ήταν η λογική του Lada. Και σε όποιον άρεσε. Εμάς μάς άρεσε.
Και δε θα το ανταλλάζαμε με τίποτα. Ακόμα και όταν έμεινε το τιμόνι στα χέρια του πατέρα μου (που πέρασε έναν χρόνο ως υπάλληλος από την αντιπροσωπεία της Lada, το 1979) το 2003, μετά από δεκατέσσερα χρόνια πάθους και μάχης σε χωματόδρομους, πέτρες κτλ. Ήταν την ώρα που ξεπάρκαρε και μόλις είχε αναπτύξει, ευτυχώς γι’ αυτόν μικρή ταχύτητα, σταματώντας το χωρίς τιμόνι, μόνο με τα φρένα. Το μετάνιωσε; Τον τρόμαξε; Όχι. Το απέσυρε και αγόρασε το επόμενο αυτοκίνητό του. Ένα ακόμη Lada. Γιατί τo Lada έτρεχε μέσα στο αίμα του. Το έτρεχε με τα περισσότερα εισαγωγικά που μπορείς να βάλεις.