Το όνομά του είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον Παναθηναϊκό. Αν βγεις τυχαία στο δρόμο και τον αναφέρεις, αν ρωτήσεις δέκα άτομα τι τους έρχεται στο μυαλό όταν ακούνε για αυτόν είναι δεδομένο πως θα σου αναφέρουν την ομάδα με το τριφύλλι.
Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης είναι γόνος μιας οικογένειας που μπορεί να είναι σημείο αναφοράς στην επιχειρηματική ζωή της χώρας, αλλά στη βάση της κοινωνίας πάντα θα αναφέρεται ως η οικογένεια που είχε κάποτε τον Παναθηναϊκό και ο ίδιος ως ο τελευταίος Βαρδινογιάννης που τον διοίκησε.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που στο άκουσμα του ονόματος του Γιάννη Βαρδινογιάννη έχουν να σου πουν διάφορες ιστορίες. Οι πιστοί στους αγώνες ταχύτητας που γίνονται στην Ελλάδα γνωρίζουν πως κάποτε ο Βαρδινογιάννης υπήρξε χαρακτηριστική φιγούρα τους.
Το προσωνύμιο «Τζίγγερ» άλλωστε, το παρατσούκλι που τον συνοδεύει ακόμα και σήμερα που είναι, πλέον, ένας μεσήλικας και διοικεί τον κολοσσό των επιχειρήσεων Βαρδινογιάννη, το έχει κληρονομήσει από εκείνη την εποχή που έτρεχε μανιωδώς σε αγώνες ταχύτητας.
Κανείς δεν ξέρει πως προέκυψε το «Τζίγγερ». Στην αγγλική slang σημαίνει «μεζούρα για αλκοόλ» γιατί ο Βαρδινογιάννης φημιζόταν στο Λονδίνο όπου και σπούδαζε για την αδυναμία του στο… υγρό σπορ. Φημολογείται πως έτσι λεγόταν και ο αγαπημένος του σκύλος και αυτός ήταν ο λόγος που συστηνόταν μ’ αυτό το παρατσούκλι.
Μικρή σημασία έχει. Στα μέσα των 80s, ο Jigger ήταν ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους οδηγούς σε αγώνες ταχύτητας στην Ελλάδα.
Από το 1985 μέχρι και το 1993, όλη η Αθήνα ήξερε για τον ξεχωριστό κύριο Τζίγγερ , τον γιο του Βαρδινογιάννη που περιδιαβαίνει τους δρόμους με τα πανάκριβα και ταχύτατα αυτοκίνητά του, τα οποία χρησιμοποιεί για να τρέχει στα ράλι που γίνονται κάθε χρόνο.
Για τον Τζίγγερ μάλιστα δεν έφτανε να έχει ένα αμάξι για να πάρει μέρος στους αγώνες: ξόδευε πολλά λεφτά για να το «φτιάξει», για να είναι όπως ακριβώς το θέλει πριν τρέξει.
Δεν υπήρχε «Ακρόπολις» και πανελλήνιο πρωτάθλημα στο οποίο να μην πάρει μέρος όλα εκείνα τα χρόνια. Με τον συνοδηγό του Κώστα Στεφανή κατέκτησε 6 συνεχόμενα πρωταθλήματα, πήρε την καλύτερη θέση Έλληνα οδηγού στο «Ακρόπολις», την 6η δηλαδή, και πολύ λογικά έγινε ένας θρύλος στον μικρόκοσμο του ελληνικού μηχανοκίνητου αθλητισμού.
Μπορεί ο Κώστας Στεφανής να ήταν ο παραδοσιακός συνοδηγός του, αλλά εκείνος που τον μύησε στο σπορ ήταν ο Γιώργος Ραπτόπουλος και μαζί του εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε αγώνες ταχύτητες στην Ελλάδα. Ο Τζίγγερ ήταν ο συνοδηγός του Ραπτόπουλου στην Porsche 911 του το 1983. Μετά από δυο χρόνια σαν συνοδηγός, ο Τζίγγερ έγινε πρώτος οδηγός.
Πρώτα με Αudi Quattro A2. Στη συνέχεια με τις καλύτερες Lancia του Group A επιχείρησε το καλύτερο στις ειδικές διαδρομές του «Ακρόπολις» και για πέντε συνεχόμενες χρονιές ήταν ο πρώτος Έλληνας στη γενική κατάταξη. Την τελευταία φορά που πήρε μέρος στο ελληνικό ράλι του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος οδηγούσε Toyota Celica GT4 και κατέλαβε την όγδοη θέση στον τερματισμό, με αποτέλεσμα να είναι πρώτος Έλληνας για πέμπτη φορά.
Το αγαπημένο του αμάξι όμως ήταν Lancia Delta HF Integrale 16V, με την οποία έζησε αξέχαστες στιγμές. Μαζί της πέτυχε τα περισσότερα επιτεύγματά του, μαζί του την συνέδεσαν τόσοι και τόσοι οπαδοί των ράλι στην Ελλάδα. Ήταν 3 Μαΐου του 1992 όταν η λευκή Lancia με τα διακριτικά Cyclon έλαβε μέρος στον τελευταίο της αγώνα, το ράλι Φθιώτιδος. Μετά από αυτό αποσύρθηκε μαζί με τον ιδιοκτήτη της, ο οποίος είχε αποφασίσει να αφήσει το σπορ και να ασχοληθεί με τις οικογενειακές επιχειρήσεις.
Εδώ και 26 χρόνια βρίσκεται στο γκαράζ της οικογένειας Βαρδινογιάννη και αποτελεί έναν κρυμμένο θρύλο της ιστορίας των αγώνων στην Ελλάδα. Πριν λίγο καιρό ο Κώστας Στεφανής την παρουσίασε στην εκπομπή Traction και προκάλεσε μαζικές μελαγχολίες…