Δε θα έπρεπε να βρίσκεται καν σ’ αυτή τη θέση. Δε θα έπρεπε να έχει καν τη δυνατότητα να χάσει το μυαλό του. Μπορεί να λένε πως η λογική σταματάει εκεί που ξεκινάει η Φόρμουλα 1, όμως ακόμα και σ’ αυτόν τον παντελώς παράλογο κόσμο της κορωνίδας του μηχανοκίνητου αθλητισμού, υπάρχουν κάποια ψήγματα τετράτροχης λογικής.
Όχι. οδηγώντας την κατακκόκινη F310B- ένα μονοθέσιο που απείχε έτη φωτός από την παντοδύναμη Γουίλιαμς και μετά βίας βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τη ΜακΛάρεν- θα έπρεπε να έχει αποχαιρετήσει προ πολλού την όποια σκέψη για να πάει μέχρι το τέλος του δρόμου.
Οποιοσδήποτε άλλος πιλότος θα είχε αποτύχει οικτρά, όντας πίσω από το τιμόνι εκείνης της Φεράρι, να δώσει έστω και υποτυπώδη μάχη για το πρωτάθλημα. Οποιοσδήποτε άλλος θα τα ’χε παρατήσει μετά από 2-3 αγώνες.
Όμως, ο Μίκαελ Σουμάχερ δεν ήταν ο οποιοσδήποτε: σε μια δεκαετία- αυτή του 1990- που είχε γίνει εμφανές πια πως το αυτοκίνητο παίζει πρώτιστο ρόλο, ο Σούμι μπορούσε ακόμα να προτάξει σαν ισχυρό αγωνιστικό «αντεπιχείρημα» τον άνθρωπο.
Τον διαολεμένα ταλαντούχο άνθρωπο.
Πολλοί πιστεύουν πως το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Γερμανού θρύλου είναι οι 7 παγκόσμιοι τίτλοι του ή οι 91 νίκες ή τα 5 σερί πρωταθλήματα ή κάτι άλλο εξίσου… φαντασμαγορικό.
Λάθος: η κορυφαία στιγμή του Μίκαελ ήταν το 1997. Τότε που άγγιξε το ακατόρθωτο, που πήγε για μια ολόκληρη σεζόν κόντρα σε όλα τα προγνωστικά και…
Και έχασε. Ηττήθηκε, κάνοντας ένα τραγικό λάθος στο τελευταίο grand prix. Δέχτηκε την παγκόσμια κατακραυγή και έπιασε πάτο. Ηττήθηκε.
Ηττήθηκε, όμως, σχεδόν θριαμβεύοντας.
Γιατί, ξέρετε, ήταν ο Μίκαελ Σουμάχερ.
Σηκώνοντας και πάλι στα πόδια του το Αλογάκι
Θα μπορούσε να επιλέξει την ασφάλεια της Μπενετόν. Άλλωστε, φορώντας τα χρώματά της είχε κατακτήσει δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα (1994 και 1995) και θα του δινόταν η ευκαιρία- δεδομένης της δυναμικής της αγγλικής ομάδας- να κυνηγήσει το «χατ- τρικ».
Όμως, στα 26 του χρόνια, ο Γερμανός άκουσε τη Φεράρι να τον καλεί σαν άλλη μηχανοκίνητη Σειρήνα και δεν κατάφερε ν’ αντισταθεί στον ήχο που παρήγαγε ο κινητήρας της. Ποιος μπορεί, εξάλλου, να γυρίσει την πλάτη στην Σκουντερία;
Γι’ αυτό, ο Σουμάχερ επέλεξε ν’ αφήσει την σιγουριά της προηγούμενης ομάδας του και υπέγραψε συμβόλαιο με τους Ιταλούς. Η πρόκληση να επαναφέρει την κόκκινη αυτοκρατορία στον σωστό δρόμο ήταν τεράστια: η Φεράρι είχε να δει πρωτάθλημα από το μακρινό 1979 και τον Τζόντι Σέκτερ και τα τελευταία χρόνια τα πήγαινε υπέροχα στην προσπάθειά της να μείνει πιστή στην περιφορά μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Όταν ο Σούμι μπήκε για παρθενική φορά στο κόκπιτ του νέου του αυτοκινήτου κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν πάρα, μα πάρα πολύ άσχημα («Ένιωσα σαν να οδηγούσα ένα… φορτηγό!») και το 1996 αποτέλεσε ένα ηχηρό χαστούκι ανηλεούς πραγματικότητας: παρά το γεγονός πως, λόγω της εξωπραγματικής του ικανότητας, κατάφερε να πάρει ορισμένες «εκκωφαντικές» νίκες- όπως, για παράδειγμα, εκείνο το αριστούργημα στη βρεγμένη άσφαλτο της Ισπανίας-, τερμάτισε έχοντας μαζέψει σχεδόν τους μισούς βαθμούς από τον πρωταθλητή Ντέιμον Χιλ.
Μπορεί να ήταν ο καλύτερος πιλότος σ’ ολόκληρο το γκριντ, μπορεί να είχε δώσει όλο του το είναι στην εξέλιξη του μονοθέσιου, μπορεί να πάλευε λυσσαλέα κάθε αγωνιστικό Σαββατοκύριακο, όμως ολ’ αυτά δεν αρκούσαν.
Η Φεράρι και ο Σουμάχερ χρειάζονταν ένα θαύμα για να τα πάνε καλύτερα το 1997.
Και τέτοια είχαν πάψει από καιρό να συμβαίνουν.
Ή μήπως όχι, Μίκαελ;
Κυνηγώντας μηχανοκίνητους ανεμόμυλους
Στο Μαρανέλο- το άντρο της Φεράρι- επικρατούσε συγκρατημένη αισιοδοξία: στα χειμερινά τεστ η F310B φάνηκε πως θα ήταν πολύ καλύτερη από την προκάτοχό της και το μονοθέσιο θα έδινε την ευκαιρία στον 2 φορές παγκόσμιο πρωταθλητή να διεκδικήσει εκ νέου για το στέμμα.
Όταν, όμως, φτάσαμε στην Αυστραλία και ξεκίνησε επίσημα η χρονιά, τα άυλα χαστούκια διαδέχονταν το να το άλλο: ο Ζακ Βιλνέβ με τη Γουίλιαμς ήταν άπιαστος, παίρνοντας τις 4 πρώτες pole positions της χρονιάς και 2 νίκες, χάνοντας άλλες 2 λόγω εγκατάλειψης.
Στο ίδιο διάστημα ο Σουμάχερ είχε μια 5η θέση, 2 δεύτερες και μια εγκατάλειψη. Ο Ντέιβιντ Κούλθαρντ με την- ολοένα και καλύτερη- ΜακΛάρεν είχε πάρει κι αυτός μία νίκη, ενώ ο Φρέντσεν (ο teammate του Βιλνέβ στη Γουίλαμς) την άλλη.
Η Φεράρι μπορεί να ήθελε, αλλά ήταν εμφανές πως δεν μπορούσε. Μόνο που…
Μόνο που ο Σούμι μπορούσε.
Και θα το αποδείκνυε στη συνέχεια.
(Υπερ)άνθρωπος εναντίον μηχανών
Αρχής γενομένης από το αγαπημένο του Μονακό, ο Γερμανός εξαπέλυσε τη βαθμολογική του αντεπίθεση: τραβώντας συνεχώς ανέλπιστους λαγούς από το κράνος του, ο Σουμάχερ πήρε πέντε «παράλογες» νίκες μέχρι τον προτελευταίο αγώνα της χρονιάς και απέδειξε εμπράκτως πως, καμιά φορά, τα παραμύθια έχουν θέση στην σύγχρονη Φόρμουλα 1.
Μπορεί ο συνδυασμός Γουίλιαμς/ Βιλνέβ (ο Καναδός έκανε τη σεζόν της ζωής του) να ήταν με διαφορά ο καλύτερος στην πίστα, όμως ο Σούμι δεν ήταν διατεθειμένος να τα παρατήσει τόσο εύκολα.
Το ψυχρό, απολύτως υπολογιστικό μυαλό του στράγγιζε κάθε διαθέσιμο βαθμό αγώνα με τον αγώνα και, έτσι, οι δύο μονομάχοι θα πήγαιναν για το μεγάλο φινάλε στο Ευρωπαϊκό grand prix με τον Μίκαελ να προηγείται 1, μόλις, βαθμό του Ζακ.
Η λογική έλεγε πως ο Βιλνέβ θα έβρισκε τρόπο να πάρει τη νίκη και να κατακτήσει τον πρώτο τίτλο της καριέρας του. Στον αντίποδα, ο Σουμάχερ είχε ν’ αντιπαρατάξει μόνο την πίστη στις δυνατότητές του. Άλλωστε, ο τύπος ήταν ρομπότ.
Ναι, αλλά καμιά φορά ακόμα και τα ρομπότ χαλάνε…
Χάνοντας το μυαλό του
Ήταν εξαρχής περίεργος αγώνας: κανονικά, θα έπρεπε να διεξαχθεί στο ιστορικό Εστορίλ το οποίο- βάσει προγράμματος- ήταν αυτό που θα έκλεινε το καλεντάρι για το 1997. Όμως, η χαρακτηριστική καθυστέρηση στις βελτιώσεις της πίστας που είχε ζητήσει ο Μπέρνι Έκλεστοουν, ανάγκαζαν το αφεντικό της F1 ν’ αλλάξει γνώμη και να βάλει τη Χερέθ στη θέση του.
Το Σάββατο, στις κατατακτήριες δοκιμές, συνέβη κάτι πρωτοφανές στην ιστορία του σπορ: Βιλνέβ, Σουμάχερ και Φρέντσεν σημείωσαν ακριβώς τον ίδιο χρόνο, με τον Καναδό να παίρνει την pole position επειδή ήταν ο πρώτος χρονικά που «έγραψε» το 1:21.072.
Με το που έσβησαν τα κόκκινα φώτα, ωστόσο, την Κυριακή, ο Σουμάχερ «άρπαξε» τον αντίπαλό του στην εκκίνηση και οδήγησε τον αγώνα ακόμα και μετά την πρώτη στάση στα πιτ γι’ αλλαγή ελαστικών και ανεφοδιασμό (τα παλιά, υπέροχα χρόνια της F1 οι ανεφοδιασμοί ήταν μέρος των pit stops).
Ο Βιλνέβ, βλέποντας το σχεδόν σίγουρο πρωτάθλημα να γλιστρά από τα χέρια του, έβαλε κάτω το κεφάλι κι εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τις δυνατότητες της ισχυρότατης Γουίλιαμς άρχισε να ψαλιδίζει τη διαφορά του από τον πρωτοπόρο. 22 γύρους πριν το τέλος, ο Μίκαελ βγήκε εκτός λειτουργίας, χάνοντας την ψυχραιμία του- και, μαζί, το πρωτάθλημα.
Ο πιλότος της Γουίλιαμς «βούτηξε» στα φρένα και πέρασε μισό σώμα μονοθέσιου τον Γερμανό. Τότε ο Σούμι χτύπησε ηθελημένα με τη Φεράρι του τον Βιλβέβ, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να βγει εκτός πίστας, να κολλήσει στην αμμοπαγίδα και να δει τον αγώνα του να καταστρέφεται.
Την ίδια στιγμή, ο Ζακ συνέχισε, τερμάτισε 3ος (αφήνοντας επιδεικτικά τις δύο ΜακΛάρεν των Χάκινεν και Κούλθαρντ να τον περάσουν για να μην… μπλέξει) και κατέκτησε το πρώτο, και μοναδικό, πρωτάθλημα της άνισης καριέρας του.
Σε πολλούς η κίνηση του Σουμάχερ θύμισε την αντίστοιχη του στο τελευταίο grand prix του 1994, τότε που προσέκρουσε στον Χιλ και αναγκάστηκαν και οι δυο τους να εγκαταλείψουν, με τον τίτλο να καταλήγει στην αγκαλιά του Γερμανού.
Οι δύο περιπτώσεις, όμως, μάλλον διέφεραν: τότε, πριν μια τριετία, ήταν ενδεχομένως αγωνιστικό συμβάν. Στη Χερέθ, ο οδηγός της Φεράρι άφησε για λίγο στην άκρη τη θεϊκή, θαρρείς, υπόστασή του όταν έπιανε τιμόνι και παραδόθηκε στην ανθρώπινη φύση του.
Η FIA τιμώρησε τον Σουμάχερ με μηδενισμό στο πρωτάθλημα και, μοιραία, έχασε και τη 2η θέση στο πρωτάθλημα οδηγών.
Ο Μίκαελ είχε κάνει ένα σοβαρό λάθος και, ορθώς, έπρεπε να πληρώσει. Οι ουκ ολίγοι εχθροί του περίμεναν πώς και πώς αυτή την στιγμή και, επιτέλους γι’ αυτούς, είχε έρθει.
Η ανθρωποφαγία μόλις είχε ξεκινήσει και θα κρατούσε περίπου 3 χρόνια ακόμα…
«Ποιος είναι ο κορυφαίος όλων των εποχών; Ω, μα ελάτε τώρα…»
Μπορεί η σαμπάνια να έρεε άφθονη στο στρατόπεδο του Βιλνέβ, όμως εξίσου άφθονο ήταν και το δηλητήριο που χύθηκε για τον ηττημένο της υπόθεσης: η (ναι, απαράδεκτη) κίνηση του Γερμανού τον μετέτρεψε σε κινούμενο στόχο και άπαντες έσταζαν χολή καμωμένη από ατόφιο λεκτικό οξύ για το πρόσωπό του- ξεχνώντας, για παράδειγμα, πως Σένα και Προστ είχαν κάνει ακριβώς το ίδιο λίγα χρόνια νωρίτερα.
Ελάχιστοι ερμήνευσαν το ηθελημένο «κοπάνημα» της Γουίλιαμς ως μια κίνηση ενός ανθρώπου που ήταν άρρωστος με τη νίκη και που είχε δώσει όλο του το είναι για να κοντράρει ένα σαφώς ανώτερο μονοθέσιο σε 17 ολόκληρα grand prix.
Πολύ λίγοι πρόσεξαν πως η φλόγα στα μάτια του Σούμι όχι απλά δεν έσβησε, αλλά μετατράπηκε σε πύρινη λάβα που θα παρέσυρε τους πάντες στο διάβα της.
Ο Σουμάχερ έφτασε, εν τέλει, στη γη της Επαγγελίας το 2000, όταν και επανέφερε τη Φεράρι στον θρόνο μετά από 21 ολόκληρα χρόνια. Κατέκτησε 7 πρωταθλήματα- περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο, πριν τον «ισοφαρίσει» το 2020 ο Χάμιλτον-, άγγιξε το 8ο θαύμα το 2006, αποχώρησε, επέστρεψε το 2010 γιατί η αγάπη του για το άθλημα έριξε στο καναβάτσο την ψυχρή λογική και κρέμασε οριστικά τα γάντια του το 2012.
Η Χερέθ παραμένει, 24 χρόνια αργότερα, η πιο μαύρη στιγμή της αγωνιστικής του καριέρας.
Ο Βιλνέβ στο βάθρο, εκείνος στην αμμοπαγίδα. Η στιγμή της μοιραίας σύγκρουσης. Το κενό του βλέμμα. Η ήττα και η κατακραυγή να κολλάνε πάνω του σα δεύτερο, επίμονο δέρμα.
Κανείς δε θα μπορούσε να ορθοποδήσει μετά από ένα τέτοιο- ψυχολογικό κυρίως- χτύπημα. Κανείς εκτός…
Εκτός του Μίκαελ Σουμάχερ.
Του κορυφαίου πιλότου όλων των εποχών.