Ο θρυλικός «Ρώσος Πελέ»: Ένας παιχταράς πεταμένος στα Γκουλάγκ

Aκόμη και σήμερα χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που έχει βγάλει ποτέ η Ρωσία

Το 1958 έχει μείνει στην ποδοσφαιρική ιστορία ως η χρονιά που συστήθηκε στον κόσμο ο 17χρονος –τότε- Πελέ, ως μέλος της εθνικής Βραζιλίας που κατέκτησε το παρθενικό της Παγκόσμιο Κύπελλο στα γήπεδα της Σουηδίας. Σύμφωνα με τους αναλυτές και τους ειδικούς, δύο γεγονότα βοήθησαν την «σελεσάο» ή –πιο σωστά- είχαν αποδυναμώσει τον ανταγωνισμό. Η τραγωδία του Μονάχου, που είχε ξεκληρίσει την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την βάση της εθνικής Αγγλίας, και η φυλάκιση του Εντουάρντ Στρελτσόφ. Του ανθρώπου που ακόμη και σήμερα χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που έχει βγάλει η Ρωσία, αλλά πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του σε Γκουλάγκ

«Ρώσος Πελέ»

Το προσωνύμιο που συνόδευε τον Στρελτσόφ ήταν «Ρώσος Πελέ». Ωστόσο φαίνεται οι προτιμήσεις του, μέσα κι έξω από τα γήπεδα, έμοιαζαν περισσότερο με εκείνες του Τζορτζ Μπεστ. Ο γεννημένος στην Μόσχα ποδοσφαιριστής ήταν ένα ατόφιο ταλέντο, ένας επιθετικός με μπρίο και φαντασία, που όμως συχνά έβαζε την μπάλα σε δεύτερη μοίρα, θέλοντας να περνά καλά. Τουλάχιστον όσο του επέτρεπε το σοβιετικό καθεστώς της δεκαετίας του ’50.

Ο ίδιος δεν τα πήγαινε πολύ καλά με το σύστημα. Η κόντρα ουσιαστικά ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Αγωνιζόμενος για λογαριασμό της Τορπέντο, ομάδα της αυτοκινητοβιομηχανίας ZIS και όχι με την φανέλα των αγαπημένων του Κόμματος Ντινάμο (σύλλογο της αστυνομίας) και ΤΣΣΚΑ (ομάδα του Κόκκινου Στρατού), δεν μεταπήδησε ποτέ σε κάποια από τις δύο, παρά τις άμεσες και έμμεσες πιέσεις που δέχθηκε για να το κάνει.

Προτιμούσε την πιο ταπεινή, αλλά και πιο «ελεύθερη» Τορπέντο, η οποία προσπαθούσε να μπει «σφήνα» στους μεγάλους εκμεταλλευόμενη το τρομερό ταλέντο που είχε στην διάθεσή της. Ντεμπούτο στα 16 το 1954. 15 γκολ σε 22 ματς την επόμενη χρονιά και κλήση στην εθνική Σοβιετικής Ένωσης. Μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Χρυσό Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης το 1956 (που τότε θεωρείτο και ήταν σημαντικότατο ποδοσφαιρικό τουρνουά). Δύο φορές υποψήφιος για την Χρυσή Μπάλα, πριν καν κλείσει τα 20 χρόνια του. Το μέλλον δίχως συζήτηση ήταν δικό του. Και τα γήπεδα της Σουηδίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 έμοιαζαν με τα τελειότερα σκηνικά στα οποία θα έδινε τις παραστάσεις του. Αυτό, όμως, δεν συνέβη ποτέ.

Στο «μάτι» λάθος ανθρώπων

Ο Στρελτσόφ ζούσε μια ζωή περισσότερο δυτικού τύπου, εξ ου και οι συγκρίσεις με τον Μπεστ. Έπινε, ήταν γυναικάς και απείχε πολύ από το σοβιετικό πρότυπο πολίτη. Αναφορές για δυσαρέσκεια του Κόμματος υπήρχαν ακόμη και για μαλλιά του… Φυσικά, πολύ σοβαρότερες ήταν οι σημειώσεις που είχαν συγκεντρώσει γι’ αυτόν οι «σύντροφοι» στον φάκελό του. Εκεί χαρακτηριζόταν ως ιδιαίτερα επικίνδυνος να αυτομολήσει σε χώρα της Δύσης, καθώς υπήρχαν μαρτυρίες για το γεγονός ότι είχε εκφράσει συχνά την δυσαρέσκειά του όταν η Τορπέντο επέστρεφε στην Μόσχα μετά από κάποιο ματς στο εξωτερικό.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πίσω από τις κατηγορίες για βιασμό που του αποδόθηκαν παραμονές του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 είδαν δάκτυλο της Κομμουνιστικής κυβέρνησης. Ένα αφήγημα που ενισχύθηκε από την ιστορία που τον ήθελε να προσβάλει ανεπανόρθωτα την Εκατερίνα Φούρτσεβα, μέλος του πανίσχυρου Politburo και συνεργάτιδα του ίδιου του Νικίτα Χρουστσόφ. Ο μποέμ ποδοσφαιριστής φέρεται να είχε μια εφήμερη σχέση με την 16χρονη κόρη της. Η μητέρα της του ζήτησε να την αποκαταστήσει. Και το έκανε μέσα στο Κρεμλίνο, κατά τη διάρκεια ειδικής τελετής για να τιμηθούν τα μέλη που είχαν κατακτήσει το χρυσό στην Μελβούρνη. Κι εκεί, δίχως το παραμικρό ίχνος σεβασμού, μεθυσμένος για άλλη μία φορά, ο Στρελτσόφ απάντησε: «Καλύτερα να κρεμαστώ παρά να παντρευτώ μια τέτοια γυναίκα».  Και η αλήθεια είναι πως λίγο έλειψε αυτό να συμβεί.

Καταδίκη για βιασμό και καταναγκαστικά έργα

Όταν η εφημερίδα «Sovetsky Sport» έγραψε γι’ αυτόν ότι αποτελεί «ζωντανό παράδειγμα της κακής επιρροής του καπιταλισμού» και η «Komsomolskaya Pravda» ακολούθησε με το άρθρο της «Η πλάνη των ειδώλων», αρκετοί προδίκασαν το μέλλον του. Και δικαιώθηκαν, χωρίς κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά το αν αυτός ο χαρισματικός ποδοσφαιριστής αλλά έκλυτος χαρακτήρας έπεσε θύμα μιας δολοπλοκίας ή ήταν ο θύτης ενός σοβαρού εγκλήματος.

Είτε ισχύει το ένα είτε το άλλο, η ιστορία έγραψε πως ο Στρελτσόφ κατηγορήθηκε για τον βιασμό της 20χρονης Μαρίνα Λεμπέντεβα. Επίσης καταγράφηκε στα πρακτικά η ομολογία του. Και φυσιολογικά ήρθε η καταδίκη του σε 12ετή κάθειρξη και καταναγκαστικά έργα σε Γκουλάγκ… Η ετυμηγορία του οδήγησε σε ένα κύμα αμφισβήτησης προς τις Αρχές και συμπάθειας και αλληλεγγύης για τον ίδιο. Μιλώντας πολλά χρόνια αργότερα άνθρωποι που γνώριζαν πράγματα και καταστάσεις απέδωσαν στο Κόμμα τις εξελίξεις. Άλλωστε δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που θα κατέληγε στην Σιβηρία κάτω από (τουλάχιστον) ομιχλώδεις συνθήκες. Έχουν, μάλιστα, εξήγηση ακόμη για την ομολογία του. Όπως αναφέρουν οι δικές τους μαρτυρίες, του είχε προσφερθεί μια συμφωνία. Θα δήλωνε ένοχος και σε αντάλλαγμα η ποινή του θα ήταν μικρή και ταυτόχρονα θα παρέμενε μέλος της ομάδας που ετοιμαζόταν να λάβει μέρος στο Μουντιάλ.

Αντί για Στοκχόλμη, Σιβηρία

Ο Στρελτσόφ δεν μπήκε ποτέ στο αεροπλάνο με το οποίο πέταξε η σοβιετική αποστολή για την Στοκχόλμη. Αντίθετα, πήρε τον μοναχικό δρόμο για το Γκουλάγκ που θα γινόταν το σπίτι του και το γήπεδό του για τα επόμενα χρόνια. Αρχικά δεν έτυχε καθόλου καλής υποδοχής και πέρασε μήνες σε νοσοκομείο λόγω άσκησης φυσικής βίας πάνω του από συγκρατούμενούς του.

Ο Στρελτσόφ, που είχε καταδικαστεί την μέρα που έκλεινε τα 21 χρόνια του, θα περάσει μια πενταετία στο στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων. Όταν βγαίνει είναι πλέον 26, έχει χάσει μαλλιά, έχει πάρει βάρος και τον συνοδεύει ισόβιος αποκλεισμός από κάθε επίσημη και οργανωμένη αθλητική δραστηριότητα. Για όλους δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ξοφλημένο είδωλο του παρελθόντος. Βρίσκει καταφύγιο στο μόνο μέρος που νιώθει καλά. Στους αγωνιστικούς χώρους, έστω και παίζοντας στο πρωτάθλημα εργοστασίων. Είναι ένας απλός εργάτης, που όμως αναγκάζει πολύ κόσμο να προτιμά τα ταπεινά γήπεδα στα οποία συνεχίζει να κάνει το δικό του σόου. Ο λαός ζητά να τον ξαναδεί να παίζει σε υψηλό επίπεδο. Η γενική γραμματεία του Κόμματος αρνείται στο αίτημα που ήταν επίσημο και είχε κατατεθεί εγγράφως, όμως όταν ο Μπρέζνιεφ αναλαμβάνει την εξουσία, αλλάζει στάση.

Επιστροφή και μερική δικαίωση

Το ημερολόγιο δείχνει πια 1965. Έχουν περάσει σχεδόν 8 χρόνια από την προηγούμενη φορά που ο Στρελτσόφ είχε παίξει «επαγγελματικό» ποδόσφαιρο. Πάνω στο χορτάρι δεν φαίνεται ιδιαίτερα αυτό το κενό. Βάζει 12 γκολ τις δύο πρώτες σεζόν της επιστροφής του, πάντα για λογαριασμό της Τορπέντο. Την οδηγεί στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και ο ομοσπονδιακός τεχνικός τον καλεί ξανά στην εθνική ομάδα. Στα 29 ονειρεύεται το Μουντιάλ του ’66, αλλά για κάποιον μυστήριο λόγο δεν παίρνει έγκαιρα βίζα και είναι ξανά απών από το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ραντεβού του κόσμου. Ακολουθεί ακόμη ένας τίτλος, το Κύπελλο του 1968 και δύο σερί χρονιές στις οποίες αναδεικνύεται κορυφαίος παίκτης στην ΕΣΣΔ…

Συνεχίζει να παίζει μπάλα μέχρι το 1970. Έχει την ελπίδα πως θα κατορθώσει –επιτέλους- να πάρει μέρος σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Παθαίνει, όμως, ρήξη αχίλλειου τένοντα και έτσι ο «Ρώσος Πελέ» λέει αντίο στα γήπεδα, περίπου την ίδια εποχή που ο κανονικός μαγεύει με την Βραζιλία στο Μεξικό και κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την δική του διεθνή καριέρα.

Μια καριέρα που θα μπορούσε να έχει και ο Στρελτσόφ εάν δεν είχαν συμβεί τα γεγονότα που τον έστειλαν στα Γκουλάγκ. Πέθανε το 1990, πριν προλάβει να δει τις οργανωμένες προσπάθειες για να καθαριστεί το όνομά του. Πρωτεργάτης αυτής της κίνησης ήταν ο περίφημος σκακιστής Ανατόλι Καρποφ. Ένας από αυτούς που πίστεψαν την δική του εκδοχή της ιστορίας. Η διάδοχη κατάσταση μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού (έχοντας και την δική της ατζέντα ως προς την αντιμετώπιση των χρόνων του Κομμουνισμού) δέχτηκε σε μεγάλο βαθμό την αθωότητά του. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρούν οι ενέργειές της.

Το 2006 δόθηκε στην οικογένειά του το μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1956. Το 2010 εκδόθηκε νόμισμα με την μορφή του και τέσσερα χρόνια μετά έγινε γραμματόσημο. Σήμερα το γήπεδο της Τορπέντο φέρει το όνομά του, ενώ έξω από το στάδιο (όπως και το Λουζνίκι) μπορεί κανείς να δει αγάλματα του ανθρώπου που είτε πληρώνοντας δικά του σφάλματα, είτε λόγω της κόντρας του με ένα ολόκληρο καθεστώς, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει ο μεγαλύτερος παίκτης στον κόσμο.