Ο Έλληνας Κούκοτς: Ο παίκτης που δεν άγγιξε ποτέ το ταβάνι του

Πάντα θ’ αναρωτιόμαστε που θα μπορούσε να φτάσει ο Χρήστος Ταπούτος…

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που ένας φέρελπις παίκτης χαρακτηρίζεται «νέος τάδε» (όπου τάδε το όνομα θρυλικού παίκτη) πρόκειται για σαχλαμάρα.

Για μια υπερβολή στην αγωνία του συλλόγου/οπαδού/δημοσιογράφου να βρεθεί ο διάδοχος του παιχταρά.

Για ένα βεβιασμένο (και πιθανότατα υπερενθουσιώδες) συμπέρασμα σχετικά με την αξία του πιτσιρικά.

Όσο αστείο κι αν είναι όμως γατιά σαν τον Πάμπλο Αϊμάρ να έχουν χαρακτηριστεί «νέοι Μαραντόνα» και φούσκες σαν τον Νίνη να έχουν βαφτιστεί «νέοι Σαραβάκοι» υπήρξαν περιπτώσεις στο παρελθόν που το παρατσούκλι (όσο βαρύ κι αν ήταν) περιέγραφε ιδανικά τις προοπτικές του παίκτη.

Όπως συνέβαινε με τον «Έλληνα Κούκοτς»!

Αν δεν υπήρχε στην ταυτότητα και στο πρώτο αθλητικό δελτίο που έβγαλε στον αγαπημένο του Άρη, η φωτογραφία του Χρήστου Ταπούτου θα μπορούσε να υπάρχει και κάπου άλλου:

Στην εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού μπάσκετ στο λήμμα «ο παιχταράς που αδίκησε το ταλέντο του».

Με ύψος 2.06, φοβερή αλτικότητα, ευχέρεια στο σκοράρισμα, αξιόπιστο σουτ και -το κυριότερο- αέρινες κινήσεις και τεχνική που σπάνια συναντάς σε ψηλό, ο αριστερόχειρας από τη Θεσσαλονίκη δεν είναι περίεργο που συνδέθηκε με το  όνομα του Κροάτη σούπερ σταρ.

Γιατί ναι, φώναζε από το ξεπέταγμά του κιόλας στη Νήαρ Ηστ ότι διαθέτει το «πακέτο» για να γίνει από τους πιο πολυσύνθετους παίκτες όλων των εποχών.

Δυστυχώς όμως -καθ’ ομολογία και του ίδιου- δεν διέθετε και το μυαλό για να το διαχειριστεί. Και να εκτοξεύσει την καριέρα του στα ύψη που υποσχόταν το μεγάλο του ταλέντο.

«Ήρθε στην Αθήνα και είδε παιχνίδια μου ο Λάρι Μπερντ. Στα 22 μου, μού είπε “σε σένα είναι σαν να βλέπω τον Κούκοτς με άλλο πρόσωπο”. Αν δεν έχεις την ωριμότητα να σκεφτείς σωστά τέτοια λόγια ή δεν έχεις ανθρώπους να σου πουν “προσγειώσου”, χάνεις την μπάλα. Και εγώ την έχασα», έχει παραδεχθεί εξάλλου κι ο ίδιος.

Όχι βέβαια ότι η καριέρα που έκανε ο Ταπούτος δεν ήταν αξιοσημείωτη.

Σε 11 ομάδες έπαιξε συνολικά. Πρωτάθλημα σήκωσε (με την ΑΕΚ το 2002), χρυσό και χάλκινο μετάλλιο με τις «μικρές» Εθνικές κατέκτησε (με τη Νέων το 2002 και με την Εφήβων το 2000), ακόμα και στο εξωτερικό πρόλαβε να παίξει…

Άσε που πραγματοποίησε το όνειρο να παίξει στην ομάδα της καρδιάς του. Έχοντας περάσει βέβαια πιο πριν και από τον αιώνιο εχθρό, αλλά ξεχνώντας το γρήγορα (και ο ίδιος και ο κόσμος) όταν φόρεσε τη φανέλα του αγαπημένου του Άρη…

Όπως και να το κάνουμε ωστόσο, όσο αξιόλογα κι αν ήταν αυτά που πέτυχε ο Ταπούτος, είναι αναπόφευκτη η σύγκριση με αυτά που ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να πετύχει βάσει των προδιαγραφών του.

Όποιος τον πρόλαβε στο ξεκίνημα της καριέρας του είναι δύσκολο να μην σκεφτεί «κρίμα, ρε γαμώτο, τέτοιο ταλέντο να μην κάνει παπάδες».

Και -προς τιμήν του- αυτό είναι κάτι που σκέφτεται και αναγνωρίζει και ο ίδιος: «Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, δύο πράγματα θα άλλαζα. Αφενός θα έφευγα νωρίτερα για το εξωτερικό, γιατί είχα προτάσεις. Αφετέρου από τα 19 ως τα 22 μου θα δούλευα περισσότερο.

Ήταν εκείνη η περίοδος που θα μπορούσα να κάνω το “μπαμ” και να ξεφύγω και δεν το έκανα. Επαναπαύτηκα στο ταλέντο μου, στο ότι ήμουν πρώτο όνομα στην πιάτσα και… έκατσα».

Αν όμως η καριέρα του Χρήστου Ταπούτου εξελίχθηκε με λιγότερη δόξα απ’ αυτή που θα της άξιζε, ακόμα πιο άδοξος ήταν ο τρόπος που αυτή τερματίστηκε: Εξαιτίας ενός ιατρικού λάθους…

Τον Γενάρη λοιπόν του 2017 τραυματίζεται σε προπόνηση της τελευταίας του ομάδας, της Δόξας Λευκάδας. Κόβεται ο τένοντας που κρατά τον αντίχειρα του αριστερού του χεριού.

Η επέμβαση ωστόσο στην οποία εντέλει υποβάλλεται δεν διορθώνει το πρόβλημα. Μάλλον το εντείνει περισσότερο. Κι ο ίδιος ο Ταπούτος δεν έχει πια άλλη επιλογή από το να ρίξει την αυλαία.

«Ξέχνα το μπάσκετ. Πάμε για να έχεις χέρι, για να κάνεις πράγματα στη ζωή σου, ήταν τα λόγια από το γιατρό. Αναγκάστηκα, σε μία μέρα να γίνω δεξιόχειρας. Έχω ξεχάσει πως είναι να κάνω τα πράγματα φυσιολογικά. Έχω ξεχάσει πως είναι να μην πονάς, δεν έχω αίσθηση στο χέρι μου.

Αν πιάσω κάτι, δηλαδή, δεν το αισθάνομαι αυτό που πιάνω. Κάτι να με ακουμπήσει, δεν το καταλαβαίνω, πρέπει να το κοιτάω. Έχω τραυματίσει άπειρες φορές το χέρι μου, γιατί δεν κοιτάω τι κάνω.

Έτυχε να κάνω κάτι και να δω αίματα στο χέρι και να αναρωτηθώ τι έγινε! Δεν μπορώ να κάνω λεπτές κινήσεις με την παλάμη μου, να πιάσω πιρούνι να φάω, να δέσω κορδόνια, να ανεβάσω ένα φερμουάρ, να κάνω κοτσίδες στις κόρες μου, όταν τις πάω βόλτα.

Απλά πράγματα, αστεία, που αν προσπαθήσει κανείς και δεν τα κάνει, θα εκνευριστεί! Δεν μπορούν να συνεργαστούν τα δάκτυλά μου μεταξύ τους για να κάνουν πράγματα», όπως είχε εξομολογηθεί περιγραφικά ο ίδιος.

Θέλοντας και μη λοιπόν, στα 36 του ο Ταπούτος κρέμασε τα παπούτσια του. Χρειάστηκε ν’ αποχωριστεί την πορτοκαλί μπάλα, με την οποία κοιμόταν μαζί τα βράδια στο παιδικό του κρεβάτι, προκαλώντας τις φωνές της μητέρας του.

Αναγκάστηκε να κλείσει το κεφάλαιο της ζωής του που ήταν αφιερωμένο στο μπάσκετ. Μ’ επίλογο αντάξιο ενός παιχταρά, που ξέρει ότι δεν άγγιξε το ταβάνι του, αλλά απόλαυσε κάθε συναίσθημα που του προσέφερε η καριέρα του:

«Ξέρω ότι πολλοί περίμεναν πολλά περισσότερα από εμένα. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ περίμενα πολλά περισσότερα από τον εαυτό μου! Ποτέ δεν κατάφερα να φτάσω στο επίπεδο που μπορούσα, αλλά αυτό ήταν το “γραμμένο” μου και το αποδέχομαι έτσι όπως είναι, χωρίς γιατί και αν»…