Ψηλός, δυνατός, killer: Ο ορισμός του σέντερ φορ που οι μεγάλοι απέρριψαν λόγω ηλικίας

Και ακόμα το μετανιώνουν...

Όσοι έχουν ζήσει τα τιμημένα 90s του ελληνικού ποδοσφαίρου θα συμφωνήσουν: μια από τις πιο γοητευτικές «πινελιές» της Α’ Εθνικής (αυτά τα κυριλίκια με ονομασίες τύπου Super League δεν υπήρχαν ούτε ως υποψία εκείνα τα true χρόνια) ήταν η παρουσία του Ιωνικού σε αυτή.

Η ομάδα της Νίκαιας προσέδιδε, αναμφισβήτητα, μια αίσθηση καλτίλας στο πρωτάθλημα που ήταν ανεκτίμητη τις εποχές εκείνες.

Δεν ήταν μόνο το γήπεδο-κλουβί της Νίκαιας που άπαντες ήξεραν πως για να περάσουν έπρεπε να «φτύσουν αίμα» ή λιγοστοί αλλά πέρα για πέρα φανατικοί οπαδοί της ομάδας που δημιουργούσαν καυτή ατμόσφαιρα στα εντός έδρας παιχνίδια. Αυτά ήταν απλά η μορφή. Ο Ιωνικός είχε και περιεχόμενο. Και μάλιστα σοβαρό, ποδοσφαιρικό περιεχόμενο.

Με τον Μπλαχίν και τον Γκμοχ τα πρώτα χρόνια και τον Μαρκαριάν τα επόμενα να είναι οι προπονητές-αρχιτέκτονες μιας πολύ σκληροτράχηλης ομάδας, ο Ιωνικός είχε αποκτήσει έναν χαρακτήρα που τον μετουσίωνε σε έναν από τους πιο δυσκολοκατάβλητους αντιπάλους του πρωταθλήματος. Και όπως κάθε αντίστοιχη ομάδα που σέβεται τον εαυτό της, ο Ιωνικός εκείνης της εποχής είχε στις τάξεις της έναν μεγάλο ηγέτη, έναν παίκτη που καθόριζε με τον χαρακτήρα του όλη την ομάδα.

Ο λόγος για τον αξέχαστο Γκρεγκ Μπρούστερ, τον Σκωτσέζο παικταρά που σε εκείνη τη χρυσή πενταετία του Ιωνικού, δέσποζε στην κορυφή της επίθεσης της ομάδας της Νίκαιας. Ο Μπρούστερ έμοιαζε να είναι ο παίκτης που το γραπτό του ήταν να βρεθεί στον Ιωνικό. Κόλλησε στο κλίμα της ομάδας από την πρώτη στιγμή και αγαπήθηκε εξ’ αρχής από τους οπαδούς. Άλλωστε δεν πρέπει να αμφισβητείται από κανέναν: καλύτερος ξένος από τον Μπρούστερ δεν πέρασε ποτέ από τον Ιωνικό.

Ο Μπρούστερ ήταν 30 χρονών το καλοκαίρι του 1996 όταν και ήρθε στην Ελλάδα για χάρη του Ιωνικού. Ήταν ήδη, με άλλα λόγια, ένας μπαρουτοκαπνισμένος επιθετικός που αν και δεν αγωνίστηκε ποτέ σε μια εκ των δυο μεγάλων της Σκωτίας (είτε τη Σέλτικ είτε τους Ρέιντζερς δηλαδή) είχε αφήσει το στίγμα του στο πρωτάθλημα της βρετανικής χώρας ως επιθετικός-τανκ μικρομεσαίων ομάδων.

Στα 5 χρόνια που έπαιξε στον Ιωνικό μέτρησε 155 συμμετοχές και συνολικά 45 γκολ. Με τον Νίκο Φρούσσο πλάι του, ο οποίος μάλλον έμαθε την θέση εξαιτίας της συνύπαρξής του με τον Μπρούστερ, συνέθεσαν ένα δίδυμο αμετακίνητο από την επίθεση του Ιωνικού. Αλλά ειδικά για τον Μπρούστερ που, σε αντίθεση με τον Φρούσσο, δεν απασχόλησε ποτέ κάποια μεγαλύτερη ομάδα, η εκτίμηση των οπαδών ανεξαρτήτως ομάδας ήταν τόσο μεγάλη και τόσο καθολική που ήταν γενικώς παραδεκτό ότι τέτοιο φορ είναι ανεξήγητο να μην τον θέλει κάποιος εκ των διεκδικητών του πρωταθλήματος.

Δυνατός, ελάχιστα γρήγορος αλλά πολύ τεχνίτης, killer σε επίπεδο εκτέλεσης και βράχος μέσα στην περιοχή αλλά ταυτόχρονα και με δυνατότητα να βγαίνει έξω από αυτή και να «σπάει» αποτελεσματικά την μπάλα, ο Μπρούστερ ήταν ένας επιθετικός-ονείρωξη για κάθε προπονητή. Τυπικός Βρετανός τόσο σε επίπεδο ψυχοσύνθεσης όσο και σε επίπεδο αγωνιστικών χαρακτηριστικών, υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος για τον Ιωνικό σε μια περίοδο που η ομάδα της Νίκαιας πάλευε να βγει στην Ευρώπη – και το 1999 τα είχε καταφέρει ενώ ένα χρόνο μετά έφτασε και στον τελικό του κυπέλλου όπου και έχασε με 3-0 από την ΑΕΚ.

Το 2001, έπειτα από πέντε χρόνια ασύλληπτα καλτ παρουσίας στα ελληνικά γήπεδα, ο Γκρεγκ Μπρούστερ αποφάσισε να γυρίσει στη χώρα του. 35άρης πλέον την έκανε για τα πάτρια εδάφη ώστε να επανέλθει στον ρόλο του επιθετικού-γυρολόγου των σκωτσέζικων γηπέδων, κάτι που έκανε μέχρι και μετά τα 40 του. Φαίνεται πως πέντε ολόκληρα χρόνια με την ίδια φανέλα υπήρξαν πάρα πολλά για αυτόν αλλά όπως και να έχει, η σύνδεσή του με την γαλάζια φανέλα της ομάδας από την Νίκαια ήταν η πιο στερεή στη μεγάλη καριέρα του.

Ο ίδιος άλλωστε είχε κάνει απόλυτα κατανοητή την αγάπη του για την Ελλάδα κάποτε: «Στην Ελλάδα οι πρόεδροι είναι πρόθυμοι να κάνουν μεταγραφές οποιαδήποτε εποχή. Εγώ προτείνω ανεπιφύλαχτα στους συμπατριώτες μου αλλά και σε αυτούς που αγωνίζονται στη Σκωτία να έρθουν και να παίξουν ποδόσφαιρο στην Ελλάδα».