Μια δεκάδα σέντερ αντάξιοι της ιστορίας του Παναθηναϊκού

Μια χρονομηχανή χρειαζόμαστε μόνο...

Αν υπήρχε έστω κι ένας άνθρωπος εκεί έξω που να πίστευε πως ο Παναθηναϊκός μπορεί να πορευτεί στη φετινή σεζόν χωρίς προσθήκη σέντερ, μάλλον άλλαξε γνώμη μετά το παιχνίδι με την Μπαρτσελόνα. Στην Βαρκελώνη όλα όσα έκαναν σωστά οι πράσινοι σε άμυνα (κυρίως) αλλά και επίθεση πήγαν στράφι εξαιτίας της αδιανόητης αδυναμίας στα ριμπάουντ, με τους Καταλανούς να παίρνουν περισσότερα επιθετικά από το σύνολο εκείνων των πρασίνων. Παράλληλα, έλειψε κι εκείνος ο ψηλός που θα μπορούσε να αποτελεί σημείο αναφοράς στο παιχνίδι του τριφυλλιού και κίνδυνο για τους αντιπάλους, είτε σκοράροντας (και αναγκάζοντας τους μπλαουγκράνα να κλείσουν πάνω του αφήνοντας ελεύθερα σουτ) είτε -απλά- φθείροντάς τους με φάουλ.

Το timing «προστάζει» τον Παναθηναϊκό να βρει σέντερ και με αφορμή όλη αυτή τη συζήτηση που έχει ξεσπάσει από την αρχή της σεζόν, ας θυμηθούμε μερικούς από αυτούς τους ψηλούς που έγραψαν ιστορία αντάξια της φανέλας του «Εξάστερου».

Δημήτρης Κοκολάκης

Στους νεότερους μπορεί το όνομα να μην λέει πολλά, καθώς έρχεται από μια εποχή που το μπάσκετ δεν απολάμβανε τη σημερινή δημοφιλία, αλλά αποτελεί από τα καλύτερα παραδείγματα του πού μπορεί να σε φτάσει η σκληρή δουλειά. Αν εμφανιζόταν σήμερα θα αποτελούσε ένα τεράστιο project, μα πίσω στο 1969 ήταν απλά ένα ψηλό παιδί που «αναγκαστικά» ασχολήθηκε με το άθλημα. Τα 215 εκατοστά από τα οποία έβλεπε τον κόσμο, σε συνδυασμό με ποτάμια ιδρώτα στην προπόνηση τον έκαναν τον άνθρωπο με τα περισσότερα πρωταθλήματα στην Ελλάδα. Εννιά με τον Παναθηναϊκό (1971 , 1972, 1973, 1974, 1975, 1977, 1980, 1981, και 1982) και άλλα 3 με τον Άρη (1985, 1986, 1987).

Ντέιβιντ Στεργάκος

Με τεχνική και κινήσεις που παρέπεμπαν περισσότερο σε πάουερ φόργουορντ, ο Ντέιβιντ Στεργάκος είχε τόσο υψηλό μπασκετικό IQ που για το ελληνικό πρωτάθλημα έφτανε και περίσσευε για να ανταποκριθεί και στις ανάγκες της θέσης του σέντερ. Ήρθε στην Ελλάδα το 1978, έγινε σύνθημα στα χείλη των οπαδών ιδίως όταν τύχαινε να συμπίπτουν αγώνες του ποδοσφαιρικού και του μπασκετικού τμήματος απέναντι στον ίδιο αντίπαλο. «Σήμερα το πρόγραμμα έχει τον Στεργάκο, την Κυριακή στο στάδιο θα έχει Σαραβάκο», τραγουδούσαν οι οπαδοί. Και για να μπει το όνομά του στο ίδιο στιχάκι με τον μεγαλύτερο «μικρό» του ελληνικού ποδοσφαίρου, δεν μπορεί, θα ήταν… καλούλης.

Έντγκαρ Τζόουνς

Το περίφημο «ελικόπτερο» λόγω των εντυπωσιακών καρφωμάτων του. Μετά από μια σημαντική καριέρα στο ΝΒΑ, ο Τζόουνς έρχεται στην Ευρώπη και για δύο σεζόν φορά τη φανέλα με το τριφύλλι. Παρά τα 32 χρόνια του τότε αποδεικνύεται ασταμάτητος στη ρακέτα, ενώ έχει και φαρμακερό σουτ από μακρινή απόσταση, κάτι σχετικά άγνωστο εκείνη την εποχή που οι ψηλοί είχαν πολύ πιο περιορισμένο ρεπερτόριο κινήσεων. Το 1989 τελειώνει τη σεζόν με 24,1 πόντους και την επόμενη με 27, 5 αλλά και 14,5 ριμπάουντ μέσο όρο! Επιπλέον, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, είναι ο λόγος που στα τάιμ άουτ σταμάτησε να υπάρχει κάμερα στους πάγκους. Σε ματς με τον Άρη ευστοχεί από τα 7,5 μέτρα, ο Γιάννης Ιωαννίδης «στολίζει» τους παίκτες των κίτρινων και τα… γαλλικά ακούγονται σε κάθε σπίτι μέσω της ΕΡΤ…

Αντόνιο Ντέιβις

Ένα τέτοιο «λαβράκι» θα ήθελε να βρει και τώρα ο Παναθηναϊκός, αλλά τέτοια πράγματα δύσκολα επαναλαμβάνονται. Οι πράσινοι τον έπεισαν να περάσει τον Ατλαντικό και να παίξει στην Ευρώπη αν και ο ίδιος ήταν προορισμένος για το ΝΒΑ. Η αστοχία του από την γραμμή των βολών υπήρξε μνημειώδης, αλλά μέσα στη ρακέτα έστηνε κάθε εβδομάδα το δικό του πάρτι. Δεν πήρε κάποιον τίτλο, αφού αγωνίστηκε την περίοδο αναγέννησης της ομάδας (1990-1992), αλλά ήταν ο προπομπός όσων θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια και μια μεταγραφή απολύτως ενδεικτική του σχεδίου και του ονείρου της οικογένειας Γιαννακόπουλου να κάνει το τριφύλλι κορυφαία ομάδα της Ευρώπης.

Στόγιαν Βράνκοβιτς

Και 10.000 λέξεις να γράψει κανείς για τον Στόγιαν και την προσφορά του στον Παναθηναϊκό θα είναι λίγες. Ας αρκεστούμε στο ότι υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα και ένας από τους πλέον λατρεμένους παίκτες για την κερκίδα. Ο ορισμός του… δεινόσαυρου, είχε ως σπεσιαλιτέ τις τάπες, μοιράζοντας δεξιά κι αριστερά κοψίματα σε όποιον τολμούσε να απειλήσει στο ζωγραφιστό.

Κάτι που ξέρει πολύ καλά περισσότερο από όλους ο Μοντέρο, όταν (δεν) τον είδε να τον σταματά στον ιστορικό τελικό του Παρισιού, τότε που το τριφύλλι πήρε το πρώτο ευρωπαϊκό κόντρα στην Μπαρτσελόνα. Ναι, σε εκείνο το ματς που παραλίγο να μας… κλέψουν, αφού το ρολόι είχε σταματήσει παράνομα, αλλά βέβαια οι… μυαλοπώληδες «εχθροί» το προσπερνούν και στέκονται μόνο στη νομιμότητα της τελευταίας (και πιο ιστορικής) τάπας του Στόικο σε Final-4.

Ντίνο Ράτζα

Ω Ντίνο-Ντίνο… Τι παιχταράς Θεέ μου… Και τον έφερε ΚΑΙ αυτόν ο συγχωρεμένος ο Παύλος, τότε που ήταν απολύτως φυσιολογικό το να ακούσεις οποιοδήποτε όνομα για τους πράσινους, ανεξάρτητα από το μέγεθός του, και να μην εκπλαγείς. Συνδέθηκε με το πρώτο πρωτάθλημα του… νέου Παναθηναϊκού το 1998 όντας MVP των τελικών με τον ΠΑΟΚ, ενώ την επόμενη σεζόν ήρθε το επικό σπάσιμο της έδρας του Ολυμπιακού και ο αλησμόνητος τίτλος μέσα στο ΣΕΦ. Μπορεί αργότερα να φόρεσε τη φανέλα του «αιώνιου», αλλά κανείς δεν θα ξεχάσει ποτέ την εικόνα και τους πανηγυρισμούς του όταν έπαιζε για λογαριασμό της… σωστής ομάδας!

Ζέλικο Ρέμπρατσα

Από τους πρώτους σέντερ της χρυσής εποχής του Ομπράντοβιτς, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί και στην Ιταλία κατακτώντας το Κύπελλο Σαπόρτα με την Μπενετον Τρεβίζο. Και οι δύο ήταν γεννημένοι για μεγαλύτερα πράγματα και το απέδειξαν στην πορεία. Ο Σέρβος σέντερ το έκανε στο Final-4 της Θεσσαλονίκης. Εκεί που ο «Ζέλε» έκανε σπουδαίες εμφανίσεις, ο Παναθηναϊκός κατέκτησε την Ευρωλίγκα και ο ίδιος αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης. Κρίμα που αργότερα προβλήματα υγείας και τραυματισμοί δεν του επέτρεψαν να παραμείνει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.

Ντέγιαν Τομάσεβιτς

Άλλο ένα «τρομακτικό» όνομα που ήρθε στην Ελλάδα χάρις στην τρέλα που κουβάλαγαν οι Γιαννακόπουλοι. Στην πραγματικότητα ένας… πλέι μέικερ με ύψος κοντά στα 2.10, ο Τομάσεβιτς είχε αδιανόητη αντίληψη του παιχνιδιού, γεγονός που μεταφραζόταν σε απίστευτες ασίστ. Τα τρία χρόνια που έπαιξε στην ομάδα, το πνευματικό «παιδί» του Ομπράντοβιτς πήρε ισάριθμα νταμπλ στην Ελλάδα, ενώ το 2007 συνέδεσε το όνομά του με το περίφημο triple crown και τη νίκη επί της ΤΣΣΚΑ Μόσχας στον τελικό της Ευρωλίγκας στο ΟΑΚΑ, με το 93-91 των πράσινων να αποτελεί μια από τις πλέον επικές μάχες που έχουμε παρακολουθήσει ποτέ για την κούπα.

Νίκολα Πέκοβιτς

Άλλος ένας παίκτης από την πρώην Γιουγκοσλαβία, άλλο ένα triple crown για τον Παναθηναϊκό. Το μόνο που άλλαξε ήταν η χρονιά. Το 2009 οι πράσινοι επαναλαμβάνουν το ίδιο κατόρθωμα, επικρατώντας ξανά της ΤΣΣΚΑ (στο Βερολίνο) κι ενώ στον ημιτελικό έχουν ρίξει στο καναβάτσο τον Ολυμπιακό. Glory Days για το τριφύλλι που ήταν η με διαφορά η κορυφαία ομάδα της Ευρώπης εκείνη την εποχή, χάρις σε παίκτες όπως και του λόγου του. Έμεινε τρία χρόνια πριν κάνει το απολύτως αναμενόμενο με βάση το ταλέντο του βήμα για το ΝΒΑ. Εκεί δυστυχώς τα προβλήματα τραυματισμών δεν τον άφησαν να συναντήσει το πεπρωμένο του. Το δεξί πόδι του διαλύθηκε σε γόνατο και αχίλλειο τένοντα και ο Νίκολα δεν υπήρξε ποτέ ξανά ο ίδιος. Ένας τεράστιος παίκτης κι ένα τεράστιο κρίμα για το μπάσκετ.

Μάικ Μπατίστ

«Αν θέλετε να δείτε πώς πρέπει να παίζεται το pick ‘n roll δείτε σε βίντεο τις συνεργασίες του Μπατίστ με τον Διαμαντίδη» είχε πει ο mastermind της συγκεκριμένης κίνησης στα ευρωπαϊκά γήπεδα, Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Ο προπονητής, δηλαδή, που στο πρόσωπο του Αμερικανού δεν είδε έναν πάουερ φόργουορντ (θέση στην οποία αγωνιζόταν) αλλά έναν πλήρη και ολοκληρωμένο σέντερ, στα πρότυπα που πρόσταζε το ίδιο το παιχνίδι.

Με τον Παναθηναϊκό ο Big Mike κέρδισε τα πάντα. Το 2010 ήταν η χρονιά του στην Ελλάδα, αφού αναδείχθηκε MVP κανονικής περιόδου και τελικών, αλλά ακόμη σπουδαιότερα ήταν για αυτόν τα…. μονά χρόνια (2007, 2009, 2011) που βρήκαν τους πράσινους πρωταθλητές Ευρώπης. Ο Μπατίστ ήταν ο μόνος Αμερικανός που το κατάφερνε και παράλληλε κέρδιζε μόνιμο… διαρκείας στις ψυχές των οπαδών. Κάτι που αποδείχθηκε και από την θερμή υποδοχή του ως αντιπάλου με την Φενέρμπαχτσε όσο και στην επιστροφή του στον σύλλογο το 2013-14 για να κλείσει την καριέρα του στην ομάδα της καρδιάς του.