Η κληρονομικότητα είναι κάτι που σπανίως επιβεβαιώνεται στο ποδόσφαιρο.
Αν και αμέτρητοι έχουν παίξει μπάλα ακολουθώντας τα χνάρια των πατεράδων τους, ελάχιστοι είναι οι γόνοι μεγάλων ποδοσφαιριστών που ν’ αποδείχθηκαν αντίστοιχοι παιχταράδες.
Υπό αυτή την έννοια, η απόκτηση του Ανέλ Σαμπανάτζοβιτς δεν σημαίνει ότι η ΑΕΚ έλυσε το πρόβλημα στο κέντρο της για την επόμενη 15ετία.
Δεδομένου και ότι πρόκειται για ένα παιδί μόλις 19 χρονών, οι φίλοι της δεν περιμένουν από ‘κείνον να πάρει τη φανέλα στο σπίτι του.
Στο άκουσμα όμως της συγκεκριμένης μεταγραφής δεν υπάρχει ΑΕΚτζής που να μην έκανε την αυθόρμητη (όσο και εύλογη) σκέψη:
«Και το 50% του πατέρα του να παίξει, θα κάνει παπάδες»!
Γιατί ο Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς δεν υπήρξε απλώς ένας μεγάλος παίκτης που φόρεσε την κιτρινόμαυρη φανέλα.
Δεν υπήρξε απλώς μια από τις μεγαλύτερες μεταγραφές (βάσει προσφοράς, αλλά και δεδομένων την εποχή που πραγματοποιήθηκε) στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Υπήρξε και ένα από τα σύμβολα της θεαματικότερης ομάδας που είδαν ποτέ τα γήπεδα της χώρας μας.
Όταν βρέθηκε στα μέρη μας ο Ρέφικ ήταν ήδη καταξιωμένος. Ουδέποτε στο παρελθόν (και ποτέ ξανά στο μέλλον) ελληνική ομάδα δεν απέκτησε παίκτη που να ήταν εν ενεργεία πρωταθλητής Ευρώπης.
Και δεν ήταν μονάχα ότι συμμετείχε -και μάλιστα ως καθοριστικό στέλεχος- στο ιστορικό κατόρθωμα του Ερυθρού Αστέρα να σηκώσει την κούπα με τα μεγάλα αυτιά το 1991.
Είναι και ότι την αμέσως προηγούμενη χρονιά είχε συμμετάσχει στο Μουντιάλ που διοργανώθηκε στην Ιταλία. Κι εκεί (όπως και στη Ζελέζνιτσαρ που ξεκίνησε και καταξιώθηκε) με προπονητή τον Ίβιτσα Όσιμ.
Κι εκεί βασικότατος με την εθνική Γιουγκοσλαβίας -φτάνοντας στα προημιτελικά και γνωρίζοντας άδοξο αποκλεισμό στα πέναλτι από την Αργεντινή (σ’ ένα ματς όπου ο ίδιος είχε αναλάβει το μαρκάρισμα του Μαραντόνα και είχε αποβληθεί με δυο κίτρινες κάρτες).
Πριν καν φορέσει λοιπόν τη φανέλα της, η ΑΕΚ ήξερε ότι απέκτησε έναν εξαιρετικό ποδοσφαιριστή.
Μόνο που ούτε η ίδια δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο παιχταράς θα αποδεικνυόταν. Και πόσο καθοριστικός θα γινόταν στο να χτιστεί η ομαδάρα που έκανε τη δική της δυναστεία στο ξεκίνημα των 90’s.
Αρχοντικός, αέρινος, με ένα σπάνιο συνδυασμό τεχνικής κατάρτισης και αμυντικής αποτελεσματικότητας, ο Σαμπανάτζοβιτς δίδασκε από τότε τον ορισμό του «box to box» μέσου.
Συνθέτοντας μαζί με τον Τόνι Σαβέβσκι ένα ανεπανάληπτο δίδυμο και συνδέοντας τις γραμμές μιας ομάδας γεμάτης αστέρια, φάνταζε ως το γρανάζι-κλειδί στη μηχανή παραγωγής ποδοσφαιρικού θεάματος που είχε φτιάξει ο Μπάγεβιτς.
Πώς να μη λατρευτεί λοιπόν από τον κόσμο της ΑΕΚ την πενταετία που φόρεσε τη φανέλα της (κατά τη διάρκεια της οποίας κατέγραψε 143 συμμετοχές με 10 γκολ και σήκωσε τρία πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο);
Και πώς να μη μισηθεί το 1996, όταν έγινε ο μόνος που δέχθηκε ν’ ακολουθήσει τον Ντούσαν Μπάγεβιτς στον Ολυμπιακό (συμβάλλοντας κι εκεί πάντως στο να επιστρέψουν οι «ερυθρόλευκοι» στους τίτλους έπειτα από 10 χρόνια);
Η αλήθεια είναι όμως ότι ποτέ δεν «κόλλησε» πραγματικά με τους Πειραιώτες. Και ότι το σύντομο πέρασμά του απ’ αυτούς (μόλις 25 φορές φόρεσε τη φανέλα τους) δεν αποδείχθηκε αρκετό για να τον μισήσουν κι εκείνον οι φίλοι της ΑΕΚ.
Ούτε φυσικά για να ξεχάσουν την τεράστια προσφορά του στην ομάδα τους. Αυτή που τους κάνει ακόμα και σήμερα να τον θυμούνται με νοσταλγία.
Και να ελπίζουν ότι θα ‘ναι ξανά ένας Σαμπανάτζοβιτς αυτός που θα τον αμφισβητήσει ως τον κορυφαίο αμυντικό χαφ που φόρεσε ποτέ τα κιτρινόμαυρα…