Το 1988 ένα πακέτο «αμερικάνικα» τσιγάρα κόστιζε κάτι παραπάνω από 100 δραχμές, περίπου ίδια ήταν η τιμή του καφέ (προφανώς μιλάμε για φραπέ με έξτρα χρέωση 5-10 δραχμούλες αν ήθελες και γάλα) ενώ για να πάρεις μια εφημερίδα χρειαζόσουν 30-40 φράγκα. Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Κοσκωτάς έδινε 600 εκατομμύρια για να πείσει τον Δημήτρη Σαραβάκο να αφήσει τον Παναθηναϊκό και να υπογράψει στον Ολυμπιακό.
Χρειαζόταν αυτή η μικρή εισαγωγή για να πάρει ο καθένας μια ιδέα του τι σήμαιναν αυτά τα λεφτά πριν από 30 χρόνια. Ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα το ποσό είναι τεράστιο, παραμένει όμως απολύτως ενδεικτικό της αξίας του «Μητσάρα», που αν ίσχυαν οι σημερινοί κανόνες και νόμοι στα μεταγραφικά, θα είχε από καιρό αφήσει την Ελλάδα για κάποιο από τα πραγματικά μεγάλα κλαμπ του πλανήτη.
Το απόλυτο «7άρι» στην ιστορία του τριφυλλιού είχε ήδη αφήσει τα διαπιστευτήριά του στις μεγάλες ευρωπαϊκές βραδιές των προηγούμενων σεζόν, ενώ το ίδιο έκανε και στα σπουδαία εγχώρια ντέρμπι. Εκεί όπου -ειδικά απέναντι στον Ολυμπιακό- έγραψε ιστορία σκοράροντας ακατάπαυστα. Ένας τεράστιος παίκτης «φτιαγμένος» για μεγάλα ματς. Και ταυτόχρονα ένας χαρακτήρας σεμνός, ταπεινός, φειδωλός στις (σπάνιες) δηλώσεις του, που πάντοτε προτιμούσε να μιλάει μέσα στο γήπεδο.
Καθώς πλησίαζε η συμπλήρωση της πρώτης πενταετίας του στην Παιανία, ο Σαραβάκος θα είχε το δικαίωμα να διαπραγματευτεί ως ελεύθερος για τον επόμενο σταθμό της καριέρας του. Μιλάμε πάντα για μια εποχή που για την Ελλάδα ο «ατζέντης ποδοσφαιριστών» ακουγόταν όπως τώρα περίπου το «μάνατζερ ράγκμπι», γεγονός που σήμαινε πως στην περίπτωση του Παναθηναϊκού οι συζητήσεις γίνονταν απευθείας με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, με τον πρόεδρο να έχει πάντα το πάνω χέρι στις όποιες διαπραγματεύσεις.
Ακόμη και ο «Καπετάνιος» πάντως «πάγωσε» όταν άκουσε τις απαιτήσεις του «Μικρού» για την ανανέωση του συμβολαίου του. Όπως επιβεβαίωσε χρόνια αργότερα σε μια ιστορική συνέντευξη στη Nova ο ίδιος ο Σαραβάκος (χωρίς να μπει σε άλλες λεπτομέρειες), είχε ζητήσει τα μισά από όσα του προσέφερε λίγο καιρό νωρίτερα ο Κοσκωτάς. Και σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά έκτοτε, τα λεφτά ήταν τόσα πολλά που θα μπορούσαν να πείσουν ακόμη και Άγιο να «προδώσει» την πίστη του.
Προερχόμενος από «ποδοσφαιρική», αλλά όχι εύπορη οικογένεια, ο Σαραβάκος από την αρχή της καριέρας του στον Πανιώνιο είχε «μετρημένα» όνειρα. Δεν φανταζόταν τον εαυτό του να κάνει ούτε τα μισά από όσα πέτυχε. Ως πιτσιρικάς είχε κάποτε δηλώσει σε εφημερίδα ότι ήλπιζε να μπει στον ΟΤΕ (!), άντε -ίσως- να γίνει διεθνής. Μέχρι εκεί. Σε καμία περίπτωση πάντως να ξεπεράσει τον πατέρα του, Θανάση. Ακόμη και η σύγκριση με τους σύγχρονους (τότε) μύθους του Πανιωνίου (Μαύρο, Αναστόπουλο) τον άφηνε… ασυγκίνητο. Ήταν ένα παιδί που πατούσε ακόμη στη γη, ακόμη κι όταν ο ίδιος πετούσε στο γήπεδο.
Στο μεταξύ το ελληνικό ποδόσφαιρο -και όχι μόνο- είχε ήδη μπει στον αστερισμό του Γιώργου Κοσκωτά. Έχοντας, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, υπεξαιρέσει 34 δις από την Τράπεζα Κρήτης, διέθετε τη δυνατότητα να σκορπάει χρήμα δεξιά κι αριστερά αγοράζοντας τα πάντα. Ακόμη και τον Ολυμπιακό, που του προσέφερε το image και την «ασπίδα» που χρειαζόταν για να κάνει τις υπόλοιπες δοσοληψίες του με τον πολιτικό κόσμο. Κάποια από αυτά τα λεφτά πήγαν στις εντυπωσιακές μεταγραφές των ερυθρολεύκων, με κορυφαία όλων φυσικά, εκείνη του Λάγιος Ντέταρι. Όμως τα σχέδια του «Τάμπι» δεν σταματούσαν εκεί, ούτε στους Φούνες, Αγκίρε, Κωφίδη, Τσιαντάκη, Τσαλουχίδη, Μπανιώτη, Καραταΐδη και καμιά 20άρια άλλους (στην πλειοψηφία τους διεθνείς) παίκτες που πήρε. Ο διακαής πόθος του ήταν άλλος. Και η απόκτησή του θα σήμαινε την απόλυτη νίκη έναντι του Παναθηναϊκού και την απόδειξη πως άλλος πλέον κινούσε τα νήματα κι έκανε κουμάντο.
Ένα βράδυ λοιπόν, κατά τη διάρκεια βράβευσης του Σαραβάκου σε εκδήλωση του ΠΣΑΠ, οι δύο άνδρες βρέθηκαν ενώπιος ενωπίω. Ο πρόεδρος του Ολυμπιακού του ψιθύρισε χαμογελαστά «εσένα θα σε κάνω δώρο στον γιο μου για τα γενέθλιά του». Ο «Μητσάρας» πίστεψε ότι αυτή ήταν απλά άλλη μία φιλοφρόνηση από τις τόσες που δεχόταν. Λίγες μέρες αργότερα, μέσω τρίτου, ήρθε νέα -τηλεφωνική αυτή τη φορά- επαφή. Ο Κοσκωτάς όχι μόνο σοβαρολογούσε, αλλά τον καλούσε σε ένα τετ-α-τετ στο οποίο θα του ανέλυε από κοντά το σχέδιό του. Ένα σχέδιο που περιελάμβανε ονόματα σαν εκείνα του Κλίνσμαν και του Φούτρε, που προορίζονταν για συμπαίκτες του Δημήτρη στους Πειραιώτες!
Λέγεται ότι περισσότερο για να τελειώνει γρήγορα και να φύγει από το γραφείο του, ο Σαραβάκος ξεστόμισε ένα απίστευτο νούμερο. 600 εκατομμύρια δραχμές για να υπογράψει στον «αιώνιο». Οποιοσδήποτε άλλος συνομιλητής κάπου εκεί θα καταλάβαινε ότι θα έπρεπε να επιλέξει κάποιο άλλο δώρο για το παιδί του. Όχι, όμως, ο πρόεδρος του Ολυμπιακού και ιδιοκτήτης της Τράπεζας Κρήτης. Όταν επανήλθε, το έκανε με μια πρόταση που κανείς δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Μια νύχτα που θα μπορούσε να είναι σαν όλες τις άλλες, η οικογένεια Σαραβάκου είδε να ανοίγονται μπροστά τις δύο βαλίτσες γεμάτες χρήματα. Εκεί μέσα βρίσκονταν «σπαρταριστά» 100 εκατομμύρια. «Θεώρησέ τα σαν προκαταβολή» ήταν τα λόγια του μεσάζοντα. Επιπλέον το ίδιο πρόσωπο έδωσε και το κλειδί μιας θυρίδας, της περίφημης 202 Α.
Εκεί μέσα βρισκόταν μια επιταγή ύψους 500 εκατομμυρίων δραχμών και το συμβόλαιό του. Εκτός από τα συνολικά 600 εκατομμύρια (ζεστά, χωρίς δόσεις κ.λ.π) η προσφορά προέβλεπε αμέτρητα μπόνους επίτευξης στόχων, 1.000.000 τον μήνα ως μισθό, αυτοκίνητα αλλά και επαγγελματική αποκατάσταση μελών της οικογένειας… Και για να καταλάβουμε ακόμη καλύτερα τι σήμαιναν αυτά τα λεφτά, ας υπενθυμίσουμε κάπου εδώ ότι λιγότερο από δύο χρόνια νωρίτερα ο Κοσκωτάς με τα μισά (!), δηλαδή περίπου 300 εκατομμύρια είχε αγοράσει ολόκληρη την ΠΑΕ από τον Νταϊφά! Κι έδινε 600 στον Σαραβάκο… Αυτός ήταν ο «Μητσάρας»…
Κάποιος άλλος στη θέση θα υπέγραφε επί τόπου με χέρια και με πόδια. Εκείνος προτίμησε να ενημερώσει τον Παναθηναϊκό, ο οποίος δεν είχε την διάθεση να του δώσει ούτε εκείνα που ζήτησε για να παραμείνει στην ομάδα. Ακόμη και μετά την άρνηση του «Καπετάνιου» δεν άλλαξε κάτι. Το κλειδί της θυρίδας παρέμεινε ανενεργό. Θεωρητικά όποτε ήθελε, πήγαινε, άνοιγε, υπέγραφε και από το καλοκαίρι του ’89 θα φορούσε τα ερυθρόλευκα. Όντας, όμως, μετρημένος και νουνεχής, ο Μήτσος τήρησε στάση αναμονής, μη θέλοντας να προτρέξει. Οι εξελίξεις τον δικαίωσαν. Οι ψίθυροι για την σχέση διαπλοκής του πρώην απλού υπαλλήλου της τράπεζας που έγινε σε μια βραδιά ιδιοκτήτης της, άρχισαν να γίνονται φωνές…
Φωνές, όμως, ακούστηκαν και στο ίδιο το γήπεδο. Ο κόσμος του Παναθηναϊκού, που δεν ήταν δυνατό τότε να γνωρίζει τις σημερινές λεπτομέρειες, ένιωσε προδομένος και τον Φεβρουάριο του ’89, όταν βγήκαν στην επιφάνεια φήμες για προσέγγιση του Σαραβάκου από τον «αιώνιο», ζήτησε εν χορώ την αποπομπή του.
Γνωρίζοντας πως αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί (και με τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Κοσκωτά να είναι καταιγιστικές) ο Σαραβάκος επισκέφθηκε ο ίδιος τις Αρχές. Παρέδωσε τις δύο βαλίτσες με το πλήρες περιεχόμενό τους, αλλά και το κλειδί της θυρίδας. Όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί ο πρόεδρος του Ολυμπιακού, εκεί μέσα βρισκόταν μια επιταγή 500 εκατομμυρίων και το συμβόλαιο με όλους τους όρους που του είχε τάξει. Το μόνο που έλειπε ήταν η υπογραφή του. Μια υπογραφή που θα τον μετέτρεπε σε Μίδα, θα έλυνε το πρόβλημα της ζωής του και -δίχως την παραμικρή αμφιβολία- θα άλλαζε την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τελικά, εκείνη του τεράστιου «Μικρού» θα γραφόταν με πράσινα γράμματα και κάποιες (σημαντικές σε κάθε περίπτωση) κίτρινες… σημειώσεις. Όταν -τελικά- ο Σαραβάκος έφυγε από τον Παναθηναϊκό, το έκανε για λογαριασμό της ΑΕΚ και αφού θεωρήθηκε «τελειωμένος» από τους «πράσινους». Ο κόσμος πια, όμως, γνώριζε καλά λεπτομέρειες και γεγονότα. Και γι’ αυτό δεν έμεινε σ’ εκείνο το (πέρα για πέρα άδικο) «έξω οι τσάτσοι του Κοσκωτά» που φώναξε κάποτε σε ματς απέναντι στον Ηρακλή, αλλά με το επικό «Μητσάρα βαζέλα βγάλε την φανέλα» σ’ εκείνον τον τελικό με την Ένωση που αστόχησε σε πέναλτι, ξεκαθάρισε μια για πάντα πως ο Σαραβάκος ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ιερό κειμήλιο και ζωντανή ιστορία του τριφυλλιού. Ένα ξεχωριστό, μοναδικό κεφάλαιο σαν κανένα άλλο στα 111 χρόνια ζωής του συλλόγου.