Στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό η ΑΕΚ υπέστη μια βαριά ήττα.
Μπορεί να μην άλλαξε δραστικά κάτι ως προς την (ούτως ή άλλως) αποτυχημένη πορεία της στο πρωτάθλημα, αλλά ο τρόπος που ήρθε και η έκταση του σκορ δεν χωνεύονται εύκολα.
«Χάλασε» για τα καλά τον κόσμο της, εξαφάνισε την όποια αισιοδοξία πήγε να φέρει η επιστροφή Χιμένεθ, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο τη δυσαρέσκεια για τον σχεδιασμό που μετέτρεψε μια πρωταθλήτρια σε άβουλη και λίγη ψυχολογικά ομάδα.
Ακόμα και τη χαρά για την κατάκτηση (το ίδιο κιόλας βράδυ) του Διηπειρωτικού Κυπέλλου από την ομάδα μπάσκετ μετρίασε.
Πραγματικά απ’ όπου κι αν το πιάσεις (αγωνιστικά, τακτικά, από άποψη αντίδρασης όταν στράβωσαν τα πράγματα ή επιλογών παικτών και προπονητή) συμφωνείς ότι η ΑΕΚ δεν έχει τίποτα να κρατήσει από το ντέρμπι του «Καραϊσκάκη».
Κι όμως!
Υπάρχει κάτι που μπορεί να κρατήσει. Ένα φωτεινό σημάδι μέσα στη μαυρίλα της βραδιάς. Μια εικόνα που δεν προβλήθηκε όσο έπρεπε κι αξίζει ανταμοιβής από τους φίλους της (κι όχι μόνο):
Η εικόνα του πώς αντιμετώπισαν οι παίκτες της τον τραυματισμό του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου…
Το τι έχει προηγηθεί φέτος μεταξύ του Έλληνα άσου και της «Ένωσης» είναι γνωστό και δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Δικαστική διαμάχη, αντεγκλήσεις, υπερβολές και από τις δυο πλευρές.
Ανεξάρτητα όμως από τι πιστεύει κανείς για το ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι προηγήθηκε προ ημερών ένα μεγάλο «φάουλ» του Λάζαρου:
Κατά τη βράβευσή του από τον ΠΣΑΠ ως κορυφαίου παίκτη του περσινού πρωταθλήματος δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά στην ομάδα με την οποία το κατόρθωσε.
Κι αν αυτό μπορεί κάπου να γίνει κατανοητό (δεδομένης της διαμάχης του με τον σύλλογο), μοιάζει αδύνατο να δικαιολογηθεί η στάση του απέναντι στους πρώην συμπαίκτες του.
Το γεγονός πως δεν βρήκε ούτε μια κουβέντα να πει γι’ αυτούς, πόσω μάλλον να τους ευχαριστήσει για τη συνεισφορά τους στην ατομική διάκριση που (πέρα για πέρα δίκαια) κατέκτησε.
Αν κι εκείνος λοιπόν τους ξέχασε (ή δεν θεώρησε σκόπιμο να τους αναφέρει) εκείνοι κάθε άλλο παρά ρεβανσιστικά το αντιμετώπισαν.
Και στα πραγματικά δύσκολα -λίγο αφότου είχε ξαπλώσει στο χορτάρι συνειδητοποιώντας ότι έχει υποστεί σοβαρό τραυματισμό- βρέθηκαν δίπλα του…
Θα πει κανείς «δηλαδή τι έπρεπε να κάνουν, ρε μεγάλε, να χαρούν που χτύπησε ή να πάνε από πάνω του και να τους φωνάξουν “καλά να πάθεις”»;
Όχι. Αξίζει τη χειρότερη μορφή περιφρόνησης όποιος χαίρεται με σοβαρούς τραυματισμούς (και γενικότερα με την κακοτυχία του άλλου).
Αλλά δεν θα ήταν περίεργο να μην ασχοληθούν. Να συνταχθούν με το τοξικό περιβάλλον του ελληνικού ποδοσφαίρου και να κάνουν τα κορόιδα.
Να φερθούν στο πλαίσιο της αρρωστημένης νοοτροπίας του «όποιος είναι αντίπαλος είναι και εχθρός μας» και ν’ αδιαφορήσουν.
Μονάχα αυτό δεν έκαναν όμως. Κάποιοι εξ αυτών (και συγκεκριμένα οι Μάνταλος, Μπακάκης και Λιβάγια) έσπευσαν από πάνω του όταν σωριάστηκε στο χορτάρι.
Με τον πρώτο να έχει νιώσει στο πετσί του τον πόνο του συγκεκριμένου τραυματισμού (ρήξη χιαστού) και να τον έχει περάσει μάλιστα δυο φορές, προσπάθησαν να του δώσουν κουράγιο.
Μιμήθηκαν την εξίσου υποδειγματική συμπεριφορά ενός άλλου παίκτη της ΑΕΚ σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, του Χρήστου Αραβίδη, ο οποίος είχε πάρει αγκαλιά τον χτυπημένο (τότε) Μανιάτη.
Κι έδωσαν έναν ακόμα λόγο στην ομάδα που παίζουν και σε όσους την υποστηρίζουν να θεωρούν πως είναι λίγο διαφορετική από τις άλλες…