Είναι πολλά τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να εμφανίζονται στους εφιάλτες ενός οπαδού της ΑΕΚ…
Ο Μπάγεβιτς να διαβεβαιώνει «αν πάρουμε το Κύπελλο, θα μείνω» την ώρα που είχε ήδη συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό.
Ο Τσουγκαΐνοφ να ισοφαρίζει στο 95’ και να την ρίχνει ξερή λίγο πριν πανηγυρίσει την πρόκριση στα ημιτελικά του Κυπελλούχων…
Ο Μπουγαΐδης ν’ απλώνει το πόδι για το στοιχειωμένο αυτογκόλ με τον Πανθρακικό…
Πόσους και πόσους ακόμα δεν θα μπορούσε να πει κανείς (σε αγωνιστικό και διοικητικό επίπεδο).
Ένα είναι όμως σίγουρο. Ότι ανάμεσα τους, ανάμεσα στις μορφές εκείνων που στοιχειώνουν τα όνειρα ενός ΑΕΚτζή άνω των 30, υπάρχει και μια… γκαφατζίδικη φυσιογνωμία.
Ένας ημι-ατσούμπαλος αμυντικός με ξερακιανό παρουσιαστικό και ξεβιδωμένο στιλ. Ένα παλικάρι που όσο λίγο έμεινε, άλλη τόση ζημιά πρόλαβε να προκαλέσει:
Ο Ροντρίγκο Λασέρντα Ράμος. Ή απλώς… Φερούζεμ!
Εύρημα του αείμνηστου Γιάννη Παθιακάκη κατά το μαραθώνιο ταξίδι στην Αργεντινή το καλοκαίρι του 2000 (τότε που είχε πάθει εμμονή με τον Νταμιάν Μάνσο), ο Βραζιλιάνος πλασαρίστηκε ως σούπερ ταλέντο.
Οι συστάσεις του μιλούσαν για τον «νέο Λούσιο» και τα ΜΜΕ βούιξαν για την απόκτηση του «αρχηγού της εθνικής Ελπίδων της Βραζιλίας».
Μόνο τα πρωτοσέλιδα αν διάβαζες, θα ‘λεγες «χαλάλι» τα 650 (ολογράφως εξακόσια πενήντα) εκατομμύρια δραχμές που ξόδεψε η ΑΕΚ για να τον πάρει!
Που να φανταζόταν κανείς ότι το παρατσούκλι «σκουριάς», που υποτίθεται τον συνόδευε για το κοκκινωπό χρώμα των μαλλιών του, θα ταίριαζε περισσότερο στο αγωνιστικό του στιλ.
Αργός και επιπόλαιος, χωρίς αντίληψη του χώρου και ικανότητα να διαβάζει τις φάσεις, άρχισε γρήγορα να κινεί υποψίες ότι… δεν ήταν και τόσο σούπερ όσο αναμενόταν.
Υποψίες που γρήγορα έγιναν βεβαιότητα μετά από μια σεζόν στην οποία έπαιζε μεν, προκαλούσε σταυροκοπήματα δε στην εξέδρα με αρκετές από τις επεμβάσεις του.
Κάτι που δεν συμμερίστηκε πάντως ο Φερνάντο Σάντος όταν ανέλαβε το επόμενο καλοκαίρι! Επιβεβαιώνοντας ότι ακόμα και οι καλύτεροι προπονητές έχουν τα κολλήματά τους, ο Πορτογάλος έχρισε από νωρίς… βασικούρα τον Φερούζεμ.
Ο έμπειρος Κωστένογλου και ο φιλότιμος Καψής (που τέσσερα χρόνια αργότερα πανηγύρισε ως σημαντικό στέλεχος της Εθνικής την κατάκτηση του Euro) θεωρούνταν κατώτεροι από τον… «σκουριά».
Κάπως έτσι ο καταπληκτικός Γκαμάρα έπρεπε να παίζει για δυο στο κέντρο της άμυνας. Όχι μονάχα να την κατευθύνει, αλλά να «συμμαζεύει» και τις γκέλες του απρόσεκτου παρτενέρ του.
Και το έκανε τόσο καλά, που η ΑΕΚ παρά τις μνημειώδεις «μπαγλαμαδιές» του Φερούζεμ (όπως το ανόητο πέναλτι με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο) έφτασε να διεκδικεί το πρωτάθλημα ως την προτελευταία αγωνιστική με τον Ολυμπιακό.
Δυστυχώς όμως εκεί ο Βραζιλιάνος… ξεπέρασε τον εαυτό του! Στο γκολ της ισοφάρισης χάνει τον Αλεξανδρή. Στο 2-1 παρακολουθεί απαθής τον σκόρερ Πατσατζόγλου. Και στο τέλος βάζει ταφόπλακα στην ομάδα του:
Με ένα σφάλμα απ’ αυτά που στις αθλητικές εκπομπές παίζουν στην ενότητα «αστεία και παράξενα».
Την ώρα λοιπόν που ο Ολυμπιακός έχει φέρει τούμπα το ντέρμπι, αλλά η «Ένωση» παλεύει για την ισοπαλία (με την οποία θα κατακτούσε εκείνη την τίτλο), ο Φερούζεμ καλύπτει μια ανύποπτη μπαλιά.
Χωρίς να βλέπει πού είναι ο τερματοφύλακάς του (ή χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη φωνή του ότι βγαίνει) συγκρούεται με τον Διονύση Χιώτη.
Και ο Αλέκος Αλεξανδρής λέει ευχαριστώ για το γκολ-δώρο, με το οποίο ουσιαστικά εξαφανίστηκαν οι ελπίδες της ΑΕΚ για το πρωτάθλημα.
Όπως είναι λογικό, το συγκεκριμένο στιγμιότυπο σφράγισε την παρουσία του Φερούζεμ στην «Ένωση».
Η εικόνα της μοιραίας… μετωπικής σκέπασε οτιδήποτε άλλο κι αν έκανε στα συνολικά 69 παιχνίδια που φόρεσε τα κιτρινόμαυρα.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι στέφθηκε Κυπελλούχος και ξεκίνησε και την επόμενη σεζόν στην ομάδα, τον Γενάρη του 2003 έφυγε για την πατρίδα του.
Προκάλεσε απορίες στα επόμενα χρόνια για το πώς έκανε αξιοπρεπή καριέρα στη Γαλλία με τις φανέλες των Αζαξιό και Στρασμπούρ.
Κι αφού, εκτός των άλλων, της τράβηξε μια αγωγή το… 2009 (μέσω της οποίας ζητούσε 300.000 ευρώ για ηθική βλάβη) πέρασε στην ιστορία της ΑΕΚ ως ένα από τα ακριβότερα «παλτά» που φόρεσε ποτέ.