Είναι κάποιοι παίκτες που δεν μοιάζουν με τους υπόλοιπους. Ανεξαρτήτως θέσης, αξίας και ομάδας, ξεχωρίζουν χωρίς καν το προσπαθήσουν.
Είναι one of a kind, που λέγαμε και στα χωριά μας: Μοναδικοί. Σπέσιαλ. Με στιλ που είναι αδύνατο να το ξεπατικώσεις.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς μεγάλοι επιθετικοί στα ελληνικά γήπεδα. Έλληνες και (κυρίως) ξένοι που μιλούσαν στην μπάλα.
Ελάχιστοι όμως τόσο φαντεζί, τόσο επιβλητικοί, τόσο εντυπωσιακοί όσο ο Ντανιέλ Μπατίστα!
Γεννημένος το 1964 στο Πράσινο Ακρωτήρι, ο «χτιστός» φορ με το πλούσιο ράστα μαλλί εμφανίστηκε στη χώρα μας το 1989 για χάρη του Εθνικού.
Θα μπορούσε να έχει έρθει τρία χρόνια νωρίτερα, όταν ο θείος του Νόνι Λίμα επιχείρησε να τον πάει στον Πανιώνιο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.
Κάνοντας λοιπόν εντυπωσιακές εμφανίσεις επί μια τριετία με τη φανέλα των Πειραιωτών, μπήκε γρήγορα στο μάτι των «μεγάλων».
Βρέθηκε μια ανάσα το 1988 από τον Ολυμπιακό (με τη μεταγραφή του να κολλάει στα ιατρικά και στο σκάνδαλο Κοσκωτά).
Το κάρμα του όμως ήταν κιτρινόμαυρο. Έστω κι αν το κόκκινο χρωμάτισε κι αυτό κάποια στιγμή την πορεία του…
Το 1989 λοιπόν ο Μπατίστα αφήνει το λιμάνι και πιάνει Νέα Φιλαδέλφεια. Φοράει τη φανέλα της ΑΕΚ. Και μια διαχρονική σχέση καψούρας (και από τις δυο πλευρές) ξεκινά…
Διότι δεν ήταν μονάχα η τεράστια προσφορά του. Τα κρίσιμα γκολ του (πολλά απ’ αυτά μάλιστα σε ντέρμπι). Η συνεισφορά του στο πρωτάθλημα που κατακτήθηκε το 1992.
Ήταν και το αλέγκρο στιλ του που έκανε τον κόσμο της «Ένωσης» να παραμιλάει (και τους αντιπάλους επίσης να υποκλίνονται).
Με ύψος 1,85 μ., απίστευτα μακριά και μυώδη πόδια και διασκελισμό που θύμιζε άλογο, ο Μπατίστα κατάφερνε κάτι εξαιρετικά σπάνιο σε ποδοσφαιριστή:
Να συνδυάζει τα πλούσια φυσικά προσόντα με απαράμιλλη τεχνική! Γιατί πραγματικά δεν υπήρχε κανένα από τα «όπλα» ενός ποιοτικού επιθετικού που να μην το διέθετε:
Αίσθηση του γκολ. Θεαματική ντρίμπλα. Φοβερή ικανότητα στο ψηλό παιχνίδι. Και φυσικά απίστευτο σουτ (και με τα δυο πόδια).
Μπορεί καλύτερα απ’ όλους να το επιβεβαιώσει ο Λούκα Μαρκετζιάνι, που ακόμα δεν έχει καταλάβει τι τον χτύπησε στο ΑΕΚ-Τορίνο του «Νίκος Γκούμας»…
Ο «Γκούλιτ των φτωχών», όπως τον βάφτισε εκείνο το βράδυ Ιταλός δημοσιογράφος, είχε μπει για τα καλά στις καρδιές των οπαδών της ΑΕΚ.
Λίγο καιρό αργότερα ωστόσο επρόκειτο να κάνει αυτό που έκαναν κι άλλοι μετέπειτα σε αντίστοιχες περιπτώσεις: Να τους πληγώσει…
Θεωρώντας ότι η διοίκηση δεν τον προσέγγισε σωστά και παρόλο που ο Δημήτρης Μελισσανίδης (που αναλάμβανε εκείνον τον καιρό μαζί τον Γιάννη Καρρά) έκανε την αλήστου μνήμης δήλωση «ο Μπατίστα πρώτα θα… ασπρίσει και μετά θα πάει στον Ολυμπιακό», ο Ντανιέλ δελεάστηκε από την πρόταση των «ερυθρόλευκων».
Παρόλο που θεωρήθηκε ως μια μεταγραφή που δεν έπιασε, πέτυχε σε 87 συμμετοχές με τη φανέλα τους 25 γκολ συνολικά. Και μάλιστα τα 5 απ’ αυτά απέναντι στην… ΑΕΚ!
Μπορεί λοιπόν το πρώτο ν’ άνοιξε τον δρόμο για να χαθεί το Σούπερ Καπ του 1992. Το επόμενο (έπειτα από ανεπανάληπτο χορό στον Μανωλά) να κόστισε τον αποκλεισμό στο Κύπελλο το 1993. Το τρίτο να διεύρυνε το σκορ στη βαριά ήττα πρωταθλήματος με 3-0 στο «Καραϊσκάκη».
Εκείνο όμως που έμεινε αξέχαστο ήταν το ανεπανάληπτο «παστέλι» που τίναξε τα δίχτυα της ΑΕΚ στο 2-2 του 1995…
Όσο κι αν πίκρανε όμως την παλιά του ομάδα τις φορές που την πέτυχε μπροστά του, η αγάπη που του είχε ο κόσμος από την πρώτη θητεία του (σε συνδυασμό με ότι δεν φάνηκε ποτέ να «κολλάει» με τον Ολυμπιακό) του έδωσε συγχωροχάρτι.
Το 1995 λοιπόν (κι αφού νωρίτερα έχει γίνει ο πρώτος μαύρος ποδοσφαιριστής που έπαιξε στην Εθνική) φοράει ξανά τα κιτρινόμαυρα. Και δεν δυσκολεύεται καθόλου ν’ αναθερμάνει τον… έρωτα της εξέδρας μαζί του:
Συμβάλλοντας στο να παίξει η ΑΕΚ εκείνης της σεζόν το καλύτερο ποδόσφαιρο όλων των εποχών στην Ελλάδα.
Ακούγοντας το αξέχαστο σύνθημα «έκανες το στάδιο μπ…λο, ρε Ντανιέλο, ρε Ντανιέλο» για τα γκολ του απέναντι σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό.
Συνθέτοντας ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Ντέμη Νικολαΐδη (που έχει παραδεχθεί ότι ήταν από τους καλύτερους παρτενέρ του).
Κλείνοντας την παρουσία του στην «Ένωση» με την κατάκτηση δυο Κυπέλλων (1996, 1997) και συνολικά 73 γκολ σε 185 συμμετοχές.
Μα το κυριότερο, αφήνοντας ανεξίτηλο και αναμφισβήτητο το σημάδι του: Ως ένας από τους θεαματικότερους επιθετικούς που είδαμε ποτέ στα ελληνικά γήπεδα…