Το πιο αστείο απ’ όλα σχετικά με τη μιζέρια και την αθλιότητα του ποδοσφαίρου μας είναι ότι φέραμε και ξένους διαιτητές για να επικοινωνήσουμε καλύτερα το χάλι μας στον «έξω κόσμο».
«Μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος», είναι μια φράση που έχουμε χρησιμοποιήσει σχεδόν όλοι είτε στον προφορικό, είτε στον «σοσιαλμιντιακό» λόγο όταν θέλουμε να στηλιτεύσουμε μια κατάσταση παθογένειας και δίκην υπερβολής να (αυτο)κριθούμε ως άξια χρεοκοπημένοι.
«Μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος», θα λέει και θα το εννοεί κατά πάσα πιθανότητα ο Γερμανός Μάρκο Φριτς, αφηγούμενος στους συμπατριώτες του τις… μοναδικές εμπειρίες που βίωσε άμα τη επιστροφή στη βάση του. «Εμπειρίες ζωής», θα έσπευδε να παρατηρήσει κάποιος, καθώς πού αλλού θα μπορούσε ο άνθρωπος να συναντήσει τόση μαζεμένη καφρίλα και ηλιθιότητα σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο;
Ασφαλώς θα μιλήσει για το ταξίδι του σε μια «τριτοκοσμική χώρα», όπου τον κάλεσαν να διευθύνει ένα πάλαι ποτέ υψηλής επικινδυνότητας ντέρμπι που βάσει της παντελής έλλειψης βαθμολογικού ενδιαφέροντος του είπαν ότι θα κυλήσει ήσυχα. «Κάτι θα ξέρουν για να τους αφήνουν να σουλατσάρουν ελεύθερα», μπορεί και να σκέφτηκε, βλέποντας τους full face να επωφελούνται της ανύπαρκτης αστυνόμευσης και να βγάζουν ακόμα και selfie με τον… αθώα ανυποψιάστο Τζιμπρίλ Σισέ.
Οι αρχές λησμόνησαν ότι ο ελληνικός χουλιγκανισμός έχει τη δυνατότητα να ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία. Δεν ήξεραν, δεν ρώταγαν; Τις προάλλες έγινε ντου σε ΑΓΩΝΑ ΠΟΛΟ Ολυμπιακού – Γλυφάδας από κρανιοφόρους με ρόπαλα και μαχαίρια. Αντίποινα, λέει, στην κακοποίηση και το μαχαίρωμα μιας 22χρονης οπαδού από πέντε παλικαράδες.
Ακόμα και αν δεν υπήρχε πρόβλεψη – διότι σίγουρα πρόνοια δεν υπήρχε – για τα χθεσινά αίσχη, ποιο ήταν ακριβώς το μήνυμα που έλαβαν οι υπεύθυνοι στη θέα χούλιγκανς που δεν ήθελαν να φαίνονται τα πρόσωπα τους; Θεώρησαν μήπως ότι ξεχάστηκαν μεταμφιεσμένοι από κάποιο καρναβάλι; Αλλά ακόμα και αν αιφνιδιάστηκαν οι άνδρες των σεκιούριτι και της αστυνομίας, οι προθέσεις των μπαχαλάκηδων δεν έγιναν σαφέστατες μόλις στο 3ο λεπτό με την επίθεση στον πάγκο του Ολυμπιακού;
Στην ποδοσφαιρική πιάτσα είχε «βρωμίσει» μέρες τώρα ότι οι χούλιγκανς του Παναθηναϊκού είχαν αποφασίσει να κάνουν μπάχαλο το ματς. Είναι αδύνατον έστω να εικάσει κάποιος σόφρων άνθρωπος τη σκοπιμότητα πίσω από μια τέτοια επιδίωξη.
Το τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι αυτών των παιδιών δεν θα το κρίνει ούτε ο ιστορικός του μέλλοντος, ούτε ο ψυχολόγος του σήμερα. Το έχει κρίνει η πλήρης παρακμή της κοινωνίας μας. Η νομιμοποίηση των φασιστικών αντιλήψεων, της οργής ως μέσο έκφρασης, του «εμείς ή εσείς» ως κυρίαρχη ιδεολογία. Τα κεφάλια αυτών των παιδιών είναι το έσχατο σημείο κατάντιας μιας χώρας που όσες αξιολογήσεις κι αν κλείσει θα πατώνει πάντα στην αξιολόγηση αξιών.
Η πολιτεία δεν θέλει να ξεμπερδέψει με δαύτους, είναι πασιφανές. Αν ήθελε, θα είχε κάνει όταν έπρεπε πλάτες στον Γιάννη Βαρδινογιάννη και τον Ντέμη Νικολαϊδη, τους μοναδικούς έως σήμερα διοικητές μεγάλων συλλόγων που συγκρούστηκαν ανοιχτά με τους ανεγκέφαλους των γηπέδων.
Ο καπετάνιος κατάφερε να «βγάλει» από τη Λεωφόρο στις αρχές της δεκαετίας του ’80 τη διαβόητη τότε ΝΟΠΟ (Ναζιστική Οργάνωση Παναθηναϊκών Οπαδών). Ακολούθως κατήργησε ουσιαστικά τους συνδέσμους και αναγνώρισε μόνο τη φιλικότατα προσκείμενη στον ίδιο ΠΑΛΕΦΙΠ, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα «κόβει» λιγότερα εισιτήρια.
Βέβαια οι σύνδεσμοι είχαν από τότε ένα θαυμαστό μηχανισμό άμυνας. Στην ιστορική συνάντηση με τους εκπροσώπους τους, στις 5 Δεκεμβρίου του ’97, ο Βαρδινογιάννης είχε διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι «αν συνεχίσετε τα επεισόδια, θα σας διαλύσω». Δύο μέρες νωρίτερα οι χούλιγκανς τα είχαν κάνει λαμπόγυαλο στο «ΟΑΚΑ», μετά την ήττα με 3-1 από τον Ολυμπιακό και ο πρόεδρος ήταν έξαλλος με τα 1776 κατεστραμμένα καθίσματα.
Η αλήθεια είναι ότι επί των ημέρων του τα εγκληματικά στοιχεία απομονώθηκαν στο μέτρο του δυνατού. Ωστόσο ο «πόλεμος» δεν κερδήθηκε ουσιαστικά ποτέ. Το προσωνύμιο «καβούριας» και τα «Παύλο Θεέ, πάρε την ΠΑΕ» ακούγονταν από την πράσινη εξέδρα ακόμα και σε ένδοξες ποδοσφαιρικές εποχές που ο μπασκετικός Παναθηναϊκός έβλεπε την πλάτη του Ολυμπιακού.
Και ο λόγος δεν ήταν βέβαια μόνο οι καταγγελόμενες οικονομικές «αγκυλώσεις». Εν τέλει, αυτό που πέτυχαν οι οργανωμένοι, σε συνδυασμό με το παρακράτος της «παράγκας», ήταν να παραδώσει ο καπετάνιος τα κλειδιά του μαγαζιού.
Η απόπειρα του Ντέμη Νικολαΐδη να πατάξει τα φαινόμενα βίας είχε ακόμα χειρότερη κατάληξη. Η προσπάθεια για επιβολή ευνομοίας και τάξης βαφτίστηκε από την Original ως «χαφιεδισμός». Ο Ντέμης είχε κάνει κάτι πρωτοφανές, το οποίο εκλήφθηκε ως «προδοσία». Την επόμενη του εκτός έδρας αγώνα με τον Ατρόμητο, το 2005, είχε δώσει στη δημοσιότητα δύο ονομάτα οπαδών που είχαν συμμετάσχει σε εκτεκταμένης έκτασης επεισόδια.
Και λίγο καιρό αργότερα ήρθε το μεγάλο ρήγμα με τους οργανωμένους, όταν η ΠΑΕ ΑΕΚ έκανε καταχώρηση σε όλες τις αθλητικές εφημερίδες με τις φωτογραφίες όσων συμμετείχαν στα επεισόδια του εκτός έδρας αγώνα με το Λεβαδειακό.
Η ιστορία έγραψε ότι ο Νικολαϊδης εγκατέλειψε την ΑΕΚ με τη στάμπα του «ρουφιάνου» στην αισθητική των σκληροπυρηνικών της. Ήταν μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία της ελληνικής νομοθεσίας και δικαιοσύνης να επιβάλλει παραδειγματικές τιμωρίες σε βίαιους χούλιγκανς που είχαν αναγνωριστεί ως τέτοιοι επισήμως από την ίδια την ΠΑΕ.
Αλλά το κράτος προτίμησε να κωφεύσει, παραδίδοντας το ποδόσφαιρο στην ομηρία της μοιρολατρικής διαπίστωσης ότι η βλακεία ήταν και θα παραμένει εσαεί αήττητη.