Στο ερώτημα «ποιος είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας σκόρερ όλων των εποχών στο μπάσκετ’ υπάρχει μόνο μία απάντηση: Ο Νίκος Γκάλης! Όμως ακόμη κι ο «γκάνγκστερ», με τις αμέτρητες διακρίσεις, «ζηλεύει» το αξεπέραστο ρεκόρ ενός όχι και τόσο γνωστού συνάδελφού του.
Ο Αριστείδης Μούμογλου αγωνίστηκε σε μια εποχή που το άθλημα ήταν πολύ διαφορετικό σε σχέση με την κοσμογονία που το άλλαξε για πάντα μετά την έλευση του Γκάλη στην Ελλάδα. Γεννημένος μέσα στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής (1942) στην Βέροια, ήταν μόλις 16 ετών όταν έκανε το ταξίδι μέχρι την Θεσσαλονίκη προκειμένου να ενταχθεί στα εφηβικά τμήματα του Ηρακλή.
Το ύψος του (1.90μ) του επέτρεπε να αγωνίζεται ως φόργουορντ, αλλά από την πρώτη στιγμή έδειξε πως η ευχέρεια που είχε στο να βάζει την μπάλα στο καλάθι ήταν το μεγάλο όπλο του. Με τον Μούμογλου στις τάξεις του, ο «Γηραιός» έγινε μια υπολογίσιμη δύναμη στον χώρο του μπάσκετ, φτάνοντας μάλιστα δύο φορές μια ανάσα από την κατάκτηση του τίτλου, κατακτώντας την δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής.
Η πρώτη ήταν το 1961 και η επόμενη τρία χρόνια μετά. Ακριβώς τότε, πάνω στο απόγειο της δόξας δηλαδή, ο Μούμογλου αποφάσισε να αφήσει τα παρκέ για τα αμφιθέατρα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου αφιερώθηκε στις σπουδές του στην Φαρμακευτική. Το… σαράκι για το άθλημα όμως παρέμεινε. Κι έτσι το 1970, επέστρεψε σε αυτό που αγαπούσε, με το διάλειμμα των 6 χρόνων να μην αφήνει τα σημάδια του στον αθλητή, όπως άλλωστε μαρτυρούν οι αριθμοί.
Την σεζόν 1970-1971 έρχεται πρώτος σκόρερ στην κατηγορία με 654 πόντους και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς γράφει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του σπορ. Το ημερολόγιο γράφει 13 Ιουλίου και ο Ηρακλής αντιμετωπίζει τον ΒΑΟ, ο οποίος κατεβαίνει στο ματς με εφήβους. Το τελικό σκορ 170-94 μαρτυρά την διαφορά δυναμικότητας μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της ιστορίας που γράφτηκε εκείνο το απόγευμα.
Ο Μούμογλου (σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τρίποντα) τελειώνει το παιχνίδι με 145 πόντους! Ένα ρεκόρ απίστευτο, που του χάρισε το προσωνύμιο «Έλληνας Τσάμπερλεν», αφού μια δεκαετία πριν ο άσος του NBA είχε φτάσει στους 100, φορώντας τη φανέλα της Φιλαδέλφειας σε ματς κόντρα στους Νικς της Νέας Υόρκης.
Ωστόσο κάποιοι αμφισβήτησαν το ρεκόρ του Μούμογλου, υποστηρίζοντας ότι το τελευταίο καλάθι ήταν εκτός χρόνου, λες και θα έκανε καμιά σημαντική διαφορά αν το… κοντέρ έγραφε 143! Σημείωναν με νόημα επίσης ότι ο αντίπαλος παρατάχθηκε στο γήπεδο με τους εφήβους και επομένως η αναμέτρηση ήταν άνιση.
Ακόμη και όταν στο ελληνικό μπάσκετ εμφανίστηκαν αργότερα παίκτες σαν τον Γκάλη ή τον Γιαννάκη (ή στις μέρες μας τον Σπανούλη), με τρομερή έφεση στο σκοράρισμα, η επίδοση του Μούμογλου έμεινε απλησίαστη. Ο «Δράκος», μάλιστα, είχε σημειώσει το δεύτερο καλύτερο ρεκόρ στην Α’ Εθνική, με τους 72 πόντους που πέτυχε όταν έπαιζε για λογαριασμό του Ιωνικού Νικαίας κόντρα στον Άρη. Στο ίδιο παιχνίδι ο Γκάλης είχε 63! Μερικά χρόνια αργότερα οι δυο τους θα έσμιγαν στον «αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ και στην Εθνική ομάδα, ανοίγοντας τις λεωφόρους που το έκαναν αυτό που είναι σήμερα. Για να συμβεί αυτό όμως, χρειάστηκαν «εργάτες» σαν τον Μούμογλου που το κράτησαν ζωντανό εκείνα τα χρόνια που δεν είχε ανάλογη με τη σημερινή αναγνώριση και δημοφιλία. Και γι’ αυτό, τέτοιοι άνθρωποι και αθλητές οφείλουν να αναγνωρίζονται και να μνημονεύονται για πάντα.