Ο μποέμ παιχταράς που θάμπωσε με την Εθνική, αλλά ήταν ρεζέρβα στον Ολυμπιακό

Άλλο ένα μέλος της «χρυσής φουρνιάς» του ’88 που δεν δικαίωσε τις προσδοκίες

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 ο Αντώνης Γεωργιάδης αναλαμβάνει τα ηνία της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου και έχει στα χέρια του έναν πραγματικό θησαυρό. Τα παιδιά της Ελπίδων που λίγους μήνες νωρίτερα είχε φτάσει στον τελικό του EURO, χάνοντας το τρόπαιο από την Γαλλία.

Οι «τρικολόρ» βέβαια είχαν στις τάξεις τους παιχταράδες όπως οι Καντονά, Ντεσάγι, αλλά και το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε βγάλει μια σπουδαία γενιά από την οποία το δίχως άλλο ξεχώρισαν κυρίως οι Αλεξανδρής και Νιόπλιας.

Εκείνη η ομάδα αποτέλεσε την βάση που χρησιμοποίησε ο Ολυμπιακός, λίγο πριν και μετά τον Κοσκωτά, ως… βάση για τα «ψώνια» του, επενδύοντας σε παίκτες σαν τους Καπουράνη, Παχατουρίδη, Βαΐτση, Δρακόπουλο, Μαυρομάτη, Μουστακίδη, Σοφιανόπουλο, Μολακίδη, Νεντίδη και τον Ηλία Σαββίδη.

Αυτός ο τελευταίος, το «10άρι» που αναδείχθηκε στον Πανσερραϊκό, ήταν από εκείνους που είδαν τις ζωές τους να αλλάζουν μέσα σε λίγους μήνες. Τελικός EURO, μεταγραφή στους ερυθρόλευκους και πρώτη κλήση στην Εθνική, σε έναν αγώνα κόντρα στη Ρουμανία του Έμεριχ Γένεϊ για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990.

Το παιχνίδι λήγει 0-0, αλλά ο αντίπαλος προπονητής κάνει ειδική αναφορά μετά το τέλος του ματς στον Σαββίδη. Στα 21 του χρόνια ο προικισμένος με απαράμιλλη τεχνική νεαρός νιώθει ότι έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του και όλο το μέλλον μπροστά του.

Ωστόσο τα πράγματα δεν κυλούν όπως θα περίμενε ο ίδιος ή εκείνοι που πίστεψαν σε αυτόν. Και όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, τα αίτια πίσω από το «χαμένο» ταλέντο του, αποτελούν συνισταμένη πολλών διαφορετικών πραγμάτων.

Λίγο μποέμ ως χαρακτήρας, όπως και αρκετοί επιτελικοί μέσοι εκείνης της εποχής, έχει μια μικρή… δυσανεξία στην προπόνηση. Παίκτες σαν κι αυτόν δύσκολα έμπαιναν σε καλούπια και συχνά μεταβάλλονταν από ευλογία σε κατάρα για έναν προπονητή. Στην αρχή εντυπωσιάζεται από τις ικανότητές τους και στη συνέχεια τους βλέπει να «φιδιάζουν» στην προπόνηση ή να μην προσέχουν την εξωγηπεδική ζωή τους.

Όσοι είδαν τον Σερραίο παιχταρά να παίζει μπάλα, θα σου επιβεβαιώσουν ότι κι εκείνος συγκέντρωνε στο πρόσωπό του αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Δεν… σκιζόταν στην προπόνηση, γούσταρε τις ευκαιρίες που μπορούσε να προσφέρει η Αθήνα σε σχέση με την γενέτειρά του, αλλά τις περισσότερες φορές που πάταγε χορτάρι -συνήθως ερχόμενος από τον πάγκο- χάριζε στιγμές μαγείας στο ερυθρόλευκο κοινό.

Προς υπεράσπισή του πάντως, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν τον βοήθησε και το κλίμα του Πειραιά εκείνα τα χρόνια, τα πρώτα από την γνωστή «πέτρινη δεκαετία» που πέρασε δίχως πρωτάθλημα η ομάδα, γεγονός που έφερνε γκρίνια και διαρκείς ανακατατάξεις και προσθαφαιρέσεις στο ρόστερ.

Ένα ρόστερ από το οποίο πέρασαν την ίδια περίοδο παιχταράδες σαν τον Ντέταρι ή αργότερα τον Καραπιάλη και τον Λιτόφτσενκο, που όπως ήταν φυσικό, βρίσκονταν πιο μπροστά στην ιεραρχία των αποδυτηρίων και αποτελούσαν βασικές επιλογές, αφήνοντας τον Σαββίδη σε δεύτερη μοίρα.

Πάντως, κανένας συμπαίκτης του, κανένας εσωτερικός ανταγωνισμός και κανένας προπονητής δεν ευθύνεται για το περιστατικό που ουσιαστικά τον έθεσε εκτός ομάδας. Όπως και να το κάνουμε, η εικόνα ενός αναπληρωματικού να ψιλοκοιμάται στον πάγκο την ώρα του αγώνα δεν είναι κολακευτική… Και αυτό συνέβη με τον Σερραίο ο οποίος μετά από μια εξαετία κι έχοντας πανηγυρίσει 2 Κύπελλα (1990, 1992) κι ένα Σούπερ Καπ (1992) αποχώρησε από τον Ολυμπιακό. Απέναντι στους ερυθρόλευκους είχε κάνει το ντεμπούτο του στην επαγγελματική κατηγορία, όταν σε ηλικία μόλις 18 χρονών συμμετείχε στο αξέχαστο για τον Πανσερραϊκό 4-1 επί των Πειραιωτών κι έμελλε σε αυτήν την ομάδα να χάσει την μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής του για καθιέρωση…

Από εκείνο το σημείο και μετά ο Ηλίας Σαββίδης περνά διαδοχικά από Άρη (χωρίς επιτυχία), Παναχαϊκή και Πανηλειακό όπου ένα τροχαίο του δίνει την χαριστική βολή. Αν και επανέρχεται αγωνιστικά από τον τραυματισμό του, το προφίλ του βγαίνει ξανά πληγωμένο.

Μέχρι το 2001 συνεχίζει να παίζει μπάλα σε ομάδες χαμηλότερης κατηγορίας, όμως πλέον μόνο σε στατικές φάσεις ή σε μεμονωμένες ενέργειες θυμίζει εκείνον τον παιχταρά που θάμπωνε ως πιτσιρικάς συμπαίκτες, οπαδούς και αντιπάλους. Ήταν εκείνη η γενιά του ’88 η οποία έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι θα άλλαζε την μοίρα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κάτι που όμως δεν συνέβη ή μάλλον ήρθε, αλλά μια δεκαετία αργότερα, με τους πιτσιρικάδες που έφτασαν στον τελικό του 1998 ως Ελπίδες και αποτέλεσαν την βάση της Εθνικής που θριάμβευσε στα γήπεδα της Πορτογαλίας…