Αντόνιο Ντέιβις: «Κάρφωσε» με την φανέλα του Παναθηναϊκού και «πέταξε» για το NBA

Στα μόλις δύο χρόνια που φόρεσε την φανέλα με το τριφύλλι πρόλαβε να γίνει το απόλυτο σημείο αναφοράς

Αν μπορούσαν να μιλήσουν τα καλάθια στον «Τάφο του Ινδού», θα σου διηγούνταν πολλές ιστορίες για τα όσα τράβηξαν από τον Αντόνιο Ντέιβις. Τον παιχταρά που ήρθε από το πουθενά στον Παναθηναϊκό και έκανε σπουδαία καριέρα στο NBA.

Πίσω στο μακρινό πια 1990 οι ομάδες της χώρας μας είχαν δικαίωμα να διατηρούν στο ρόστερ τους μόνο έναν ξένο. Βέβαια, το ελληνικό δαιμόνια δεν θα άφηνε μια λεπτομέρεια, όπως ο συγκεκριμένος κανονισμός, να τους χαλάσει τη… φάση και τα παρκέ της Α1 γέμισαν με «πατριωτάκια» μας από την πρώην Γιουγκοσλαβία (κυρίως), αλλά κι από πιο μακρινούς κι εξωτικούς τόπους, σαν την Ρωσία ή την Εσθονία. Και είναι βέβαιο πως αν οι Ιάπωνες είχαν στο μπάσκετ παράδοση ανάλογη του σούμο, όλο και κάποιος «σχιστομάτης» θα εμφανιζόταν μακρινός συγγενής του Κολοκοτρώνη και θα κατάφερνε μέσα σε ένα βράδυ να αποκτήσει ελληνικό διαβατήριο.

Ωστόσο εκείνη η περίοδος δεν σημαδεύτηκε μόνο από τέτοιες ντροπιαστικές για το άθλημα ιστορίες, αλλά και από την παρουσία παικτών που έμειναν για πάντα χαραγμένοι στο μυαλό των οπαδών, που μετά το «θαύμα» του ’87, διψούσαν για θεαματικό μπάσκετ.

Ένας τέτοιος ήταν και ο Αντόνιο Ντέιβις. Έχοντας επιλεγεί στο νούμερο 45 του draft του 1990 από τους Πέισερς, κλήθηκε στα 20 χρόνια του να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Ένα μικρό συμβόλαιο και περιορισμένο χρόνο συμμετοχής στο NBA ή τον δρόμο για την Ευρώπη, σε μια εποχή που δεν ήταν πολύ συνηθισμένο να καταφέρνει κάποιος που έφευγε από το κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου να επιστρέψει πίσω σ’ αυτό.

Ο Παναθηναϊκός του Παύλου Γιαννακόπουλου, όμως, του έκανε μια πρόταση που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Κι έτσι ο ύψους 2.06 power forward, που για τα ελληνικά δεδομένα μια χαρά αγωνιζόταν και ως center, «προσγειώθηκε» στην Αθήνα, παθαίνοντας -προφανώς- πολιτισμικό σοκ όταν αντίκρισε γήπεδα σαν τον «Τάφο του Ινδού», το «Παπαστράτειο» και τόσα άλλα.

Για τον απόφοιτο του πανεπιστημίου του Τέξας Ελ Πάσο, όμως, δεν υπήρξε κανένα θέμα προσαρμογής. Αν και ξεκάθαρα «άγουρος» και ανώριμος μπασκετικά, δεν άργησε να ξεχωρίσει «σαν την μύγα μες στο γάλα» στην μετριότητα όχι μόνο του Παναθηναϊκού, αλλά και του ελληνικού μπάσκετ.

Στα μόλις δύο χρόνια που φόρεσε την φανέλα με το τριφύλλι πρόλαβε να γίνει το απόλυτο σημείο αναφοράς, κυρίως χάρις στα απίστευτα καρφώματά του και την έφεσή του στα ριμπάουντ, απόρροια της αδιανόητης αλτικότητας που είχε.

Ο Ντέιβις σηκωνόταν από το παρκέ λες και είχε ελατήρια στα πόδια και κάθε φορά που το έκανε, είτε θα άφηνε με μανία την μπάλα στο καλάθι είτε θα μάζευε «σκουπίδια» με το… κιλό είτε θα τάπωνε όποιον… καψερό δοκίμαζε να κάνει drive στην ρακέτα των πράσινων.

Ωστόσο αυτός ο εντυπωσιακός μπασκετμπολίστας είχε κι άλλους τρόπους να ταλαιπωρεί τα στεφάνια και να δοκιμάζει τις αντοχές τους. Κάθε επίσκεψη στην γραμμή των βολών αποτελούσε κι ένα μαρτύριο για τον ίδιο αλλά και τους θεατές. Υπερβολές, μπορεί να υποθέσει κάποιος. Και μετά να κοιτάξει στατιστικά όπως το περιβόητο 2/14 στις βολές που είχε σε ματς κόντρα στον Ολυμπιακό στο κλειστό της Λεωφόρου! Και τέτοιες βραδιές, που μπορεί να τελείωνε ένα ματς με 20-25 πόντους, καμιά 15αριά ριμπάουντ και ποσοστό (πολύ) κάτω από το 50% από την «γραμμή της φιλανθρωπίας» ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση για τον χαρισματικό Αμερικανό.

Μετά από δύο σεζόν με τον Παναθηναϊκό (που ετοιμαζόταν για την αναγέννησή του), πέρασε μια χρονιά από το Μιλάνο, όπου υπό τις οδηγίες του Μάικ Ντ’ Αντόνι κατέκτησε το Κύπελλο Κόρατς.

Τα τρία χρόνια στην Ευρώπη αποδείχτηκαν αρκετά για το… αγροτικό του και οι σπουδαίες εμφανίσεις τους «ανάγκασαν» τους Πέισερς να τον θυμηθούν ξανά και να του προσφέρουν συμβόλαιο ως free agent. Ο Ντέιβις δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει την δεύτερη ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. Σαφώς πιο «ψημένος», ξεκίνησε να περπατά με σταθερά βήματα στο δρόμο της καταξίωσης και της καθολικής αναγνώρισης.

Ανεβάζοντας τα νούμερά του, δεν άργησε να βρεθεί μεταξύ των καλύτερων, με αποκορύφωμα το 2001, όταν βίωσε την απόλυτη τιμή του να επιλεχθεί για το All Star Game. Πλέον αγωνιζόταν για λογαριασμό του Τορόντο, έχοντας κατά μέσο όρο 13.7 πόντους, 10.1 ριμπάουντ και 1.4 κοψίματα, ενώ  ακόμη πιο εντυπωσιακός ήταν και στα πλέι οφ όπου οι Ράπτορς αποκλείστηκαν μεν στα 7 παιχνίδια του 2ου γύρου από τους Σίξερς (νωρίτερα είχαν πετάξει έξω τους Νικς), αλλά ο ίδιος είχε 17 πόντους και 10.6 ριμπάουντ ανά παιχνίδι!

Αργότερα φόρεσε την φανέλα των Μπουλς, αλλά και της Νέας Υόρκης και τελικά το 2006 έβαλε τέλος στην καριέρα του, έχοντας επιστρέψει στο Τορόντο, όπου ένας τραυματισμός στην πλάτη τον υποχρέωσε να αποχαιρετήσει το NBA στα 38 χρόνια του.

Ωστόσο, μπορούσε να κοιτάξει πίσω του και να νιώσει υπερήφανος για όσα πέτυχε, επιλέγοντας ένα μονοπάτι που εκείνη την εποχή έμοιαζε να είναι δύσβατο και γεμάτο εμπόδια. Όταν, όμως, είσαι ικανός να πηδήξεις στο… ταβάνι του «Τάφου του Ινδού», ενός χώρου που έχει γεννήσει μύθους, κανένα εμπόδιο δεν είναι αρκετά ψηλό για να σε σταματήσει…