Όλα όσα συνέβησαν το βράδυ της Κυριακής στην Τούμπα ήταν αντάξια της αναμονής 34 χρόνων. Το πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα pyroshow. Η ανάδειξη μεγάλων προσωπικοτήτων του παρελθόντος, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
Οι νότες κατανυκτικής ατμόσφαιρας που χώρεσε ο μαέστρος στη μελωδία της ευφορίας. Το 5-0, για να μην ξεχνιόμαστε, συνθήκη – ασορτί στο γλέντι. Δεν είναι αρκετές οι περιπτώσεις που το «we are the champions» πλαισιώνεται με τόσο άρτιο τρόπο τεχνικά και αισθητικά.
Ένα σόου βαθιά συνδεδεμένο με τις ρίζες του ΠΑΟΚ, που όσοι το σχεδίασαν αξίζουν το δικό τους back stage μετάλλιο.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν όμως, πέρα από τα φαντασμαγορικά τρικ της γιορτής, ο ανθρώπινος παράγοντας. Ο παράγοντας Αντελίνιο Βιεϊρίνια, που στις 21 Απριλίου του 2019 ανήλθε στο πάνθεον των θρύλων του συλλόγου, κοιτάζοντας στα μάτια, θαρρείς, τον Γιώργο Κούδα και τον Μπάνε Πρέλεβιτς.
Η αλλαγή για να παίξει την μπάλα «κουτσός» ήταν σαφώς προσχεδιασμένη, όχι όμως και αυτό (το ανατριχιαστικό) που θα ακολουθούσε.
Ο παίκτης που πριν από ένα χρόνο λοιδωρήθηκε από τους αντιπάλους για το «τιναφτόρε», απολαμβάνει πλέον της καθολικής αναγνώρισης «εχθρών» και φίλων. Διότι δεν γίνεται να ανήκεις στην πρώτη κατηγορία και να μην… ζηλεύεις έναν τέτοιο αρχηγό.
Ο Πορτογάλος επέστρεψε προ διετίας στον ΠΑΟΚ αγνοώντας μεγαλύτερα συμβόλαια και όπως αποδείχτηκε δεν το έκανε ούτε για γούστα που βγάζει η Θεσσαλονίκη, ούτε για να πουλήσει σταριλίκι, «πατώντας» στα προνόμια που απορρέουν απ’ την προσωπολατρεία των οπαδών.
Η νοοτροπία βεντέτας αποτελεί πάντα ένα γλυκό… πειρασμό σε αυτές τις περιπτώσεις και για έναν εστεμμένο πρωταθλητή Ευρώπης, που επιστρέφει σε ένα β’ διαλογής πρωτάθλημα, προφανώς δεν θέλει και πολύ να ασπαστεί συνήθειες πριμαντόνας.
Ο Βιεϊρίνια όμως φρόντισε εξ’ αρχής να καταστήσει σαφές ότι το κίνητρο της επιστροφής δεν ήταν η καλοπέραση, αλλά η κατάκτηση τίτλων. Ή πιο σωστά ή… καλοπέραση μέσω της κατάκτησης τίτλων.
Ενώ χάρη στην τεχνική του θα μπορούσε να είναι ένας από τους καλύτερους εξτρέμ του πρωταθλήματος (για κάποιο διάστημα άλλωστε ήταν από τους καλύτερους της Μπουντεσλίγκα), αποδέχτηκε στωικά το ρόλο «εργάτη» – αριστερού μπακ που του είχε ράψει ο Λουτσέσκου.
Στράγγιξε την ουσία, αδιαφορώντας πλήρως για την προσωπική προβολή του σε αγωνιστικό επίπεδο («παλιά δεν σκεφτόμουν πριν κάνω μια ντρίπλα στην άμυνα, αλλά ξέρεις πόσες φορές με έβρισε ο Σάντος επειδή έκανα τακουνάκια ή ντρίπλες χωρίς λόγο;», έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξη του) και θέτοντας πάντα εαυτόν στις κατά συνθήκη ανάγκες της ομάδας.
Η διάδραση εξέδρας και αρχηγού με την αποθέωση και τα δάκρυα του, μπορεί να έλαβε υπερβολική διάσταση για κάποιους τρίτους. Ακόμα και αυτοί όμως, παραδομένοι στο δέος της στιγμής, έπιασαν πιθανότατα τον εαυτό τους να ψελλίζει: «τι είναι αυτό ρε…»