«Θα τον διαλύσω!»: Το απαγορευμένο ματς 1 εναντίον 1 του Τζόρνταν που κανείς δεν είδε ποτέ

Ήταν το παιχνίδι που θα ξεκαθάριζε ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο...

Δείτε εκεί, στο βάθος: ένας τύπος μπαίνει ακροποδητί στο στάδιο και κατευθύνεται προς τ’ αποδυτήρια. Δε θέλει να διαταράξει την αρραγή, σχεδόν, ησυχία που επικρατεί για την ώρα. Ξέρει ότι σε λίγο θ’ ανοίξουν οι πόρτες, η ένταση θα χτυπήσει ζωογόνο κόκκινο και θα γίνει ο, καλώς εννοούμενος, κακός χαμός.

Δικαίως. Εδώ μιλάμε για την πιο ξεχωριστή έκφανση της τέχνης. Είναι σα να στέκονται δίπλα-δίπλα ο Πικάσο με τον Βαν Γκογκ για να σχεδιάσει κυβιστικά πρόσωπα ο πρώτος, με τα μάτια, τις μύτες και τ’ αυτιά ατάκτως (μα υπέροχα) ερριμμένα στον καμβά, «κόντρα» στους θελκτικούς ηλιόσπορους του δεύτερου.

Ή σα να συμπράττουν ο Μότσαρτ με τον Μπετόβεν για να συνθέσουν το απόλυτο μουσικό έργο- κάτι σαν το «Ρέκβιεμ για την 9η Συμφωνία», φερ’ ειπείν.

Ναι, εδώ έχουμε να κάνουμε πράγματι με τέχνη. Μια τέχνη πορτοκαλή υφής, «διαποτισμένη» από ασίγαστο πάθος και πολύ ιδρώτα, που όμοιά της δεν έχουμε ξαναδεί.

Το ημερολόγιο δείχνει καλοκαίρι του 1990 και βρισκόμαστε στο αμαρτωλό Λας Βέγκας. Στο κέντρο του αχανούς σταδίου έχει στηθεί μια μπασκέτα με περίτεχνο διχτάκι και μερικά μέτρα από παρκέ.

Ο Μάικλ Τζόρνταν θ’ αντιμετωπίσει σε λίγες στιγμές τον Μάτζικ Τζόνσον με έπαθλο ένα εκατομμύριο δολάρια και τον τίτλο του κορυφαίο παίκτη στον πλανήτη. Οι πόρτες ανοίγουν, οι προβολείς ανάβουν και έπειτα ο ελεγχόμενος πανικός παίρνει τα ηνία και κυριεύει τα πάντα.

Το κορυφαίο ματς που (δεν) είδαμε ποτέ είναι έτοιμο να ξεκινήσει. Ο Πικάσο, ο Βαν Γκογκ, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν στρέφουν το κεφάλι τους προς  τους δύο πρωταγωνιστές. Κάνουμε, σα μαγεμένοι, το ίδιο.

Ένα πραγματικό έργο τέχνης θα γεννηθεί μπροστά στα μάτια μας. Και η αληθινή τέχνη δεν τελειώνει ποτέ.

Τι λέτε, ξεκινάμε;

«Χτίζοντας» το ματς του αιώνα

Βρισκόταν στον Κολοφώνα της προσωπικής του δόξας. Στο παλμαρέ του υπήρχαν ήδη 5 πρωταθλήματα, 3 βραβεία MVP σε τελικούς, πληθώρα συμμετοχών σε All-Star Games, ενώ προερχόταν από δύο σερί κατακτήσεις του βραβείου του Πολυτιμότερου Παίκτη της κανονικής περιόδου.

Ναι, το 1990- κι ας έβλεπε τους Πίστονς να έχουν κατακτήσει το δαχτυλίδι- ο Μάτζικ Τζόνσον βρισκόταν στο απόγειο (ή, έστω, πολύ κοντά σε αυτό) της καριέρας του. Στα 30 του ο ιός του AIDS, που ουσιαστικά θρυμμάτισε τα τελευταία μπασκετικά του χρόνια, ήταν κάτι που τον περίμενε στο γκρίζο εγγύς μέλλον, όμως ο ίδιος δεν το γνώριζε. Το μόνο που μετρούσε για εκείνον ήταν πως αποτελούσε τον κορυφαίο παίκτη του κόσμου.

Στον αντίποδα, βρισκόταν ο… κορυφαίος παίκτης του κόσμου: 27 ετών, ήδη πολλάκις All Star, πρώτος σκόρερ της λίγκας και ένας από τους θεαματικότερους μπασκετμπολίστες στα χρονικά, ο Μάικλ Τζόρνταν αμφισβητούσε ευθέως την κυριαρχία του δίπολου Μάτζικ/Μπερντ.  Για κακή του τύχη, όμως, το Ντιτρόιτ τον είχε πετάξει ακόμα μια φορά εκτός συνέχειας στα playoffs και το όνειρο του τίτλου παρέμενε πεισματικά όνειρο, αρνούμενο να γίνει απτή πραγματικότητα.

Ο Μάικ έψαχνε έναν τρόπο ν’ αποδείξει εμπράκτως πως αυτός είναι το νο1. Ο κύριος που ελάχιστοι θυμούνται, πλέον, πως το κανονικό του όνομα ήταν «Έρβιν», ήθελε ακριβώς το ίδιο- να βάλει τον κατά 3 χρόνια μικρότερό του “Air” στη θέση του.

Ο μοναδικός τρόπος για να λύσουν τις διαφορές τους, ήταν να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλον και να παίξουν ένα μονό, με τον νικητή- εν αντιθέσει με το τραγούδι του Αγγελάκα- να τα παίρνει όλα: 1 εκατομμύριο δολάρια (διόλου ευκαταφρόνητο ποσό ακόμα και για τους superstars, τότε, καθώς αντιστοιχούσε στον μισθό ενός έτους του MJ στους Μπουλς), και την ευθεία παραδοχή του αντιπάλου του πως πράγματι ήταν ο καλύτερος.

Το δόλωμα είχε πέσει ήδη στο μπασκετικό τραπέζι και άπαντες περίμεναν να δουν τι θα γίνει.

Σχεδόν μοιρολατρικά, ακολούθησε αυτό που ενδόμυχα όλοι εύχονταν: οι παίκτες τσίμπησαν.

Ό,τι θα γίνει στο Λας Βέγκας θα μαθευτεί παντού

Το πρώτο «χτύπημα» έγινε εκεί λίγο μετά το All- Star Game του 1990 στο Μαϊάμι, τότε που η Ανατολή του Τζόρνταν κέρδισε με 130-113 τη Δύση του Τζόνσον, όμως ο δεύτερος ανακηρύχτηκε, περιέργως, MVP.

«Ήταν δική μου ιδέα», θα έλεγε αργότερα ο παίκτης των Λέικερς. «Ήταν κάτι που θέλαμε να κάνουμε και οι άνθρωποί μου προσέγγισαν τους αντίστοιχους του Μάικ για να ρυθμίσουμε τις λεπτομέρειες».

Αυτό ήταν: δουλεύοντας σε πυρετώδεις ρυθμούς οι δύο πλευρές κατάφεραν να κλείσουν το τεράστιο παιχνίδι, το οποίο θα διεξαγόταν στο Λας Βέγκας και θα μεταδιδόταν στην συνδρομητική τηλεόραση (κατά πάσα πιθανότητα από το HBO).

«Δε θέλω ν’ ακουστώ αλαζόνας, αλλά οφείλω να παραδεχτώ πως εγώ θα έχω το πλεονέκτημα. Είμαι πιο γρήγορος από αυτόν και έχω περισσότερα όπλα στη φαρέτρα μου», ήταν η απάντηση του Τζόρνταν στην πρόκληση.

Όσο παράλογο κι αν έμοιαζε, ο Μάτζικ είχε πει ναι. Ο Μάικ είχε πει ναι.

Μόνο που το ΝΒΑ θα έλεγε όχι.

King of the court

Ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια έμοιαζε κανονισμένη: το παιχνίδι θα χωριζόταν σε δύο 15λεπτα, με αυτόν που θα σημείωνε, φυσικά, τους περισσότερους πόντους να παίρνει τη νίκη. Οι στοιχηματικές εταιρίες έδιναν φαβορί τον Τζόρνταν με 2.5 προς 1, την στιγμή που ο Μάτζικ «παιζόταν» αρκετά παραπάνω.

Μάλιστα, αυτό που ενέτεινε τη αισιοδοξία για την πραγματοποίηση του ιστορικού μονού ήταν το γεγονός πως εκείνον τον Ιούνη είχε διεξαχθεί ένα τουρνουά ένας εναντίον ενός ανάμεσα στα κορυφαία ταλέντα του NCAA, με τον Μπο Κιμπλ να κερδίζει τον (μετέπειτα All Star του ΝΒΑ) Γκάρι Πέιτον στον τελικό.

«Είναι πάρα πολύ πιθανό να γίνει, ναι. Υπάρχουν βέβαια ακόμα μερικές αντίθετες γνώμες, όμως δεν βλέπω το λόγο για να μην πραγματοποιηθεί μια μάχη μέχρις εσχάτων…», τόνιζε λίγο πριν το καλοκαίρι του 1990 ο Τζόρνταν.

Θα γινόταν, λοιπόν. Το παιχνίδι θα είχε τον υπέρτιτλο “King of the Court” («Ο βασιλιάς του γηπέδου») και οι δύο υπερπαίκτες θα κοιτούσαν ο ένας τον άλλον στα μάτια.

Το μεγάλο ερώτημα ήταν ποιος θα κατέβαζε πρώτος το βλέμμα.

Της μανούλας σου, ΝΒΑ

Θα μπορούσαμε να το συζητάμε μέχρι και σήμερα. Να είναι το πρώτο παιχνίδι κολοσσιαίων «συγκρούσεων» και ν’ ακολουθούσε μια σειρά από αγώνες όπως Κόμπε εναντίον ΛεΜπρόν, Γκαρνέτ εναντίον Ντάνκαν, Άιβερσον εναντίον Κάρτερ, Σακίλ εναντίον Ολάζουον και ούτω καθεξής.

Οι φαν είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν τους υπολογισμούς τους: θα «χτυπούσε» τον Μάτζικ στα (εμφανώς πιο αργά) πόδια ο Τζόρνταν; Θα του κάρφωνε ξανά και ξανά την μπάλα στα μούτρα; Πόσα fade-away σουτ θα έβαζε; Ο Τζόνσον θα πόσταρε συνέχεια τον Μάικλ; Θα έκανε αλλεπάλληλα χουκ, φτάνοντας στο σημείο που ο Air δε θα μπορούσε να τον κόψει; Θα εκμεταλλευόταν την υψομετρική τους διαφορά και το γεγονός πως ήταν πιο βαρύς από τον άσο των Μπουλς;

Δυστυχώς, τα ερωτήματα κλειδώθηκαν ατάκτως στο ντουλάπι κι έμειναν δια παντός αναπάντητα: αν και υπήρχε ένθεν κι ένθεν συμφωνία (ή, τουλάχιστον, θέληση και από τις δύο πλευρές να τα βρούνε), το ΝΒΑ πάτησε πόδι φοβούμενο πως η κατάσταση λίαν συντόμως θα ήταν εκτός ελέγχου και οι σταρ, στο βωμό του εύκολου και γρήγορου χρήματος, θα σκάρωναν συνεχή μονά τα καλοκαίρια, υποβαθμίζοντας το πρωτάθλημα.

Έτσι, εξέφρασε την αντίθεσή του στην Ένωση Παικτών και το μεγαλόπνοο σχέδιο των δύο μεγαλύτερων σταρ της λίγκας βυθίστηκε αύτανδρο, καταλήγοντας στο βυθό της προσωπικής τους φιλοδοξίας.

«Αν νικούσα, ο κόσμος θα έλεγε “Τι περιμένετε; Αυτός είναι ο Τζόρνταν, ένας παίκτης που παίζει ένας εναντίον ενός”. Κι αν έχανα, θα έλεγαν πως δεν έχω τα δαχτυλίδια ή τους τίτλους του Μάτζικ. Άρα, ποιο το νόημα να το κάνω;», φημολογείται πως είπε ο MJ στον ατζέντη του λίγο καιρό μετά την ακύρωση του αγώνα, παρουσιάζοντας μια διαφορετική οπτική στην όλη υπόθεση.

Από κείνο το σημείο κι έπειτα κανείς εκ των δύο δεν αναφέρθηκε- πλην ορισμένων… μισόλογων- εκτενώς στο «παιχνίδι του αιώνα». Το κορυφαίο ματς που θα βλέπαμε ποτέ παρέμεινε στην σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας κι εμείς μείναμε με την άσβεστη δίψα για την απόλυτη τιτανομαχία.

Κάπως έτσι, η μπασκετική ζωή κύλησε παρακάτω. Ο Μάικλ έκανε δύο μυθικών διαστάσεων three-peats με το Σικάγο και εκτόξευσε τον προσωπικό του μύθο στην στρατόσφαιρα, την στιγμή που ο Μάτζικ αναγκάστηκε λόγω HIV ν’ αποσυρθεί πρόωρα (για να κάνει ένα σύντομο comeback το 1996).

Το παιχνίδι που θα ξεκαθάριζε ποιος ήταν το απόλυτο νούμερο 1 στον πλανήτη αναβλήθηκε δια παντός, καθώς ο κυνισμός κατάφερε ένα σοβαρότατο χτύπημα στο πρόσωπο των αθεράπευτα ρομαντικών.

Ας είναι. Στο μυαλό μας το συγκεκριμένο μονό παίζεται ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που λιώνει το άυλο φιλμ εκείνης της αρχέγονης κασέτας που οσονούπω θα κλείσει τα 30 χρόνια ζωής.

Αγκωνιές, ποσταρίσματα, ηχηρά καρφώματα, skyhooks, σουτάκια από μέση και μακρινή απόσταση. Πίσω, ο κόσμος να παραληρεί και να φωνάζει με όλη τη δύναμη των φωνητικών του χορδών. Το ματς φτάνει στο τέλος του, ακόμα 5 δεύτερα, 4…3…2…1, τέλος. Ένας θριαμβευτής, ένας περίλυπος ηττημένος.

Το ποιος είναι ποιος εξαρτάται από το αν προτιμούσατε τον τύπο που μπορούσε να πετάξει ή εκείνον που το χαμόγελό του ζέσταινε για πάντα την καρδιά σας.

Λοιπόν;