Πριν από περίπου μία δεκαετία η Μπαρτσελόνα μεσουρανεί στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, στηριζόμενη κατά βάση σε δικά της παιδιά που προέρχονται από τα σπλάχνα της.
Την θρυλική Μασία, στην οποία εκείνη την εποχή βρίσκονται και δύο ελληνόπουλα που ονειρεύονται πως θα γίνουν διάδοχοι του Μέσι, του Τσάβι και του Ινιέστα.
Τα ελληνικά ΜΜΕ εστιάζουν στον Γιώργο Σπανουδάκη και τον Τζέιμς Ευμορφίδη. Ο πρώτος γεννημένος το 1998, ο δεύτερος -λίγο μεγαλύτερος- το 1996, είναι δύο από τους πιτσιρικάδες που βιώνουν την απόλυτη ποδοσφαιρική ευλογία. Εντάσσονται στις κορυφαίες Ακαδημίες του πλανήτη και αρχίζουν να μαθαίνουν τα μυστικά της μπάλας εκεί που παίζεται το παιχνίδι στην τελειότερη μορφή του.
Το Next big thing του ελληνικού ποδοσφαίρου και η βαριά φανέλα με το 10
Ο Σπανουδάκης στα 6 του γράφτηκε στα «τσικό» της Χάσλοκ, στην πόλη της Γερμανίας όπου διέμενε με τους δικούς του. Την επόμενη χρονιά έκανε ένα βήμα ακόμη.
Στην Όπελ Ρούσενχάιμ, όπου τον ανακάλυψαν οι άνθρωποι της Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Το ταλέντο του, όμως, είναι τέτοιο που σύντομα οδηγεί τους μεγαλύτερους συλλόγους της Ευρώπης στο δρόμο του.
Η Μπαρτσελόνα τους προλαβαίνει όλους και το 2009 του δίνει δικαίωμα στο όνειρο μέσω της Μασία. Ο «Giorgio», όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά βγάζει μάτια και φορώντας την πιο «βαριά» φανέλα από όλες –εκείνη με το 10-προσπαθεί να δικαιώσει όσους πίστεψαν σε αυτόν.
Οι χαρακτηρισμοί (και οι υπερβολές) δεν λείπουν στα αφιερώματα που ακολουθούν. Ο «Έλληνας Μέσι» είναι το πλέον κοινότοπο και μαρτυρά την δίψα να προέρχεται από την Ελλάδα το επόμενο μεγάλο αστέρι του χώρου.
Προφανώς και ο πήχης μπήκε πολύ ψηλά για τον πιτσιρικά. Όταν ως μέτρο σύγκρισης μπαίνει ο κορυφαίος των κορυφαίων της εποχής του κι ένας από τους σπουδαιότερους όλων των εποχών, δηλαδή ο Μέσι, ο καθένας είναι καταδικασμένος να αποτύχει.
Οι προσδοκίες είναι μεγάλες, ο Σπανουδάκης έχει ανεβάσει τον πήχη στα ύψη, όμως δεν κατορθώνει να τον περάσει. Ο μικρός έχει ταλέντο, κάνει παπάδες εντός αγωνιστικού χώρου, αλλά στα δύσκολα χάνεται.
Παρόλα αυτά ο Αρσέν Βενγκέρ πιστεύει σε αυτόν και κατορθώνει να τον κλέψει μέσα από τα χέρια της Μπαρτσελόνα και να τον πάρει στην Άρσεναλ. Οι προσδοκίες είναι ξανά μεγάλες, αλλά το αποτέλεσμα και πάλι δεν δικαιώνει όσους πίστεψαν στο μικρό.
Ο Σπανουδάκης αντιλαμβάνεται ότι ο ανταγωνισμός είναι έντονος και έτσι επιστρέφει στον δικό του «οικείο» χώρο, που δεν είναι άλλος από την Γερμανία.
Στην Στουτγκάρδη μένει 4 χρόνια, αγωνιζόμενος στις «μικρές» ομάδες, κερδίζοντας με τις εμφανίσεις του κλήση στην εθνική Γερμανίας Κ-17 και στη συνέχεια γίνεται διεθνής με την Ελλάδα, σε επίπεδο της Κ-20.
Εκείνο που δεν κέρδισε ήταν μια θέση ανάμεσα στους «μεγάλους», γεγονός που το προπερασμένο καλοκαίρι τον οδήγησε στην απόφαση να αφήσει την Στουτγκάρδη και να υπογράψει τριετές συμβόλαιο στην Γκιμαράες. Έπαιξε στην δεύτερη κατηγορία του πορτογαλικού πρωταθλήματος (με την β’ ομάδα της Γκιμαράες) ψάχνοντας ακόμη μια ευκαιρία για να παίξει σε υψηλότερο επίπεδο.
Η παρουσία του σε διοργανώσεις δεύτερης κατηγορίας ήταν ασφαλώς κατώτερη του αναμενομένου και σίγουρα καθόλου ενδεικτική του ταλέντου του και του θορύβου που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομά του! Ένα ακόμα μεγάλο ταλέντο του ελληνικού ποδοσφαίρου χάθηκε στο δρόμο…
Πορεία ανάλογη με τον Σπανουδάκη ακολούθησε και ένα δεύτερο Ελληνόπουλο που θήτευσε στη μεγάλη της Μασία σχολή.
Ο λόγος για τον Τζέιμς Ευμορφίδη, ο οποίος ξεκίνησε να κλωτσά μπάλα το 2003. Μπόμπιρας ακόμα, στην Ένωση Ερυθραίας ξεκίνησε ένα ταξίδι που τον πήγε σε μερικές από τις σημαντικότερες ποδοσφαιρικές Ακαδημίες του κόσμου. Στα 7 του σε εκείνες του Άγιαξ, τρία χρόνια αργότερα στην Ρεάλ Μαδρίτης και μετά από διάλειμμα ενός έτους στην ΑΕΚ, στην Μασία!
Το 2008, στα 12 δηλαδή, φαντάζει ένα πολλά υποσχόμενο project, αναγκάζοντας τους ανθρώπους των «μπλαουγκράνα» να τον χαρακτηρίσουν ως έναν από τους καλύτερους μεσοεπιθετικούς της ηλικίας του.
Στα τρία χρόνια που μένει στην Βαρκελώνη δεν παίρνει αυτό που ζητά και αποφασίζει να επιστρέψει στο γνώριμο για αυτόν περιβάλλον της Ολλανδίας και στους Νέους του Άγιαξ, όπου μένει ως το 2015. Στα 19 του σταματά να θεωρείται ταλέντο, τουλάχιστον για τα δεδομένα των «οράνιε» και αναζητά επαγγελματική στέγη.
Μεταπηδά στην Άλκμααρ, με την οποία δεν κατορθώνει να φτάσει στην πρώτη ομάδα, επιστρέφει στην Ελλάδα για λογαριασμό της ΑΕΛ (με την οποία καταγράφει μόλις 2 συμμετοχές ως αλλαγή και συνολικά 31 αγωνιστικά λεπτά) και τελικά καταλήγει στην Αλμίρε Σίτι, με την οποία δεσμεύεται με συμβόλαιο μέχρι το καλοκαίρι του 2020.
Στα 23 του δεν μπορεί να πει κανείς πως «έχασε το τραίνο», αλλά σίγουρα οι προσδοκίες που είχε δημιουργήσει ήταν πολύ υψηλότερες.