Το βαρύ πένθος και η θλίψη για τον χαμό ενός ανθρώπου δεν θα έπρεπε να θολώνει την κρίση μας σχετικά με τα αίτια του θανάτου του. Ο Χοσέ Αντόνιο Ρέγιες είχε ένα τραγικό τέλος. Σκοτώθηκε επειδή σύμφωνα με την έκθεση της αστυνομίας είχε αναπτύξει ταχύτητα κοντά στα 240 χιλιόμετρα την ώρα…
Το status του Κανιθάρες θεωρήθηκε αιρετικό και καταδικαστέο επειδή ο πρώην τερματοφύλακας της Βαλένθια και της εθνικής Ισπανίας δεν περιορίστηκε στο τυπικό σκέλος τέτοιου τύπου «νεκρολογιών». Αντίθετα, καυτηρίασε -με έναν άκομψο ίσως τρόπο- εκείνους που δεν στέκονταν στην πραγματική ουσία των γεγονότων. Στην πραγματικότητα υπενθύμισε -έστω χοντροκομμένα- πως το θέμα δεν ήταν ότι πέθανε ένας νέος άνθρωπος, αλλά ότι ένας νέας άνθρωπος πέθανε από την εκδήλωση μιας άκρως αντικοινωνικής συμπεριφοράς η οποία θα μπορούσε να έχει στείλει στον άλλο κόσμο πολύ περισσότερους.
Η στάση του Κανιθάρες ξένισε πολλούς για δύο -κυρίως- λόγους. Ο πρώτος είναι ο προφανής. Συνήθως αποφεύγεις να ξεστομίζεις κάτι αρνητικό για κάποιον που μόλις έχει φύγει από την ζωή. Ο δεύτερος σχετίζεται με το γεγονός ότι για πολύ κόσμο η επικίνδυνη οδήγηση δεν βρίσκεται όσο ψηλά θα έπρεπε στη λίστα με τα «θανάσιμα αμαρτήματα» των ανθρώπινων συμπεριφορών.
Κάτι που ειδικά εδώ στην Ελλάδα βρίσκει τους περισσότερους εξ ημών σύμφωνους. Πρόκειται για μια σιωπηρή αποδοχή (κανείς δεν βγαίνει να πει «ν’ αγιάσει η Παναγία του που έτρεχε») που αποδεικνύεται από τους αριθμούς των νεκρών στην άσφαλτο. Κάθε χρόνο ξεκληρίζεται ένα μικρό χωριό σε τροχαία, αλλά εμείς επιμένουμε να οδηγούμε με τον τρόπο που γουστάρουμε. Ακόμη και στους συνήθως κακοδιατηρημένους και γεμάτους παγίδες δρόμους μας ή με τα περιορισμένων δυνατοτήτων αμάξια ή δίκυκλά μας.
Η ανοχή απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα δεν περιορίζεται στο άτομο, αλλά επεκτείνεται και στην κοινωνία, χωρίς να σταματά εκεί. Ανοχή -και κατά συνέπεια τα στραβά μάτια- επιδεικνύει και ο νομοθέτης, συγκαταλέγοντας στις περισσότερες περιπτώσεις τα τροχαία στα απλά πλημμελήματα. Δείχνοντας δηλαδή επιείκεια στους θύτες μιας εγκληματικής πράξης.
Γιατί -σε τελική ανάλυση- η μη συμμόρφωση με τέτοιου είδους κανόνες, αυτό ακριβώς συνιστά. Μια εγκληματική πράξη που δύναται να τελεστεί ανά πάσα στιγμή και όταν τελικά συμβαίνει, αποκαλείται γενικά και αόριστα ατύχημα και -όταν προκύπτουν θύματα- αποκτά τον πιο βαρύγδουπο χαρακτηρισμό «δυστύχημα».
Συνήθως το τροχαίο είναι μια υπόθεση που πέρα από την αστυνομία και τις ασφαλιστικές, απασχολεί μόνο τις οικογένειες θυτών και θυμάτων. Δεν παίρνει δημοσιότητα ούτε απασχολεί τα media. Στον πόνο τους δεν συμμετέχει ουδείς άλλος, καμία σορός δεν τίθεται σε λαϊκό προσκύνημα και το τέλος έρχεται μετά από χρόνια σε κάποια δικαστική αίθουσα. Ο αντίκτυπος είναι ελάχιστος για το κοινωνικό σύνολο. Με λίγα λόγια, δεν ασχολείται κανείς.
Όταν, όμως, εμπλέκεται σε μια τέτοια υπόθεση ένα αναγνωρίσιμο «αστέρι», σαν αυτό που υπήρξε ο Ρέγιες, δίνεται μια «ευκαιρία» να πέσει λίγο παραπάνω φως σε ένα τόσο σημαντικό -μα υποτιμημένο- ζήτημα. Αρκεί να μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Όπως τόλμησε να κάνει ο Κανιθάρες.
«Η υπερβολική ταχύτητα είναι μία συμπεριφορά που πρέπει να επικρίνεται. Στο δυστύχημα υπήρχαν και άλλα θύματα πέρα από εκείνον που οδηγούσε. Ο Ρέγιες δεν αξίζει να δέχεται τιμές σαν να ήταν ήρωας, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν στενοχωριέμαι για αυτό που έγινε και δεν προσεύχομαι για τις ψυχές τους», έγραψε ο παλιός τερματοφύλακας και πραγματικά δυσκολεύεσαι να βρεις έστω κι ένα κόμμα για το οποίο θα μπορούσες να διαφωνήσεις μαζί του.
Το timing είναι εκείνο που προκάλεσε τόσες αντιδράσεις. Τα ίδια λόγια σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο θα ήταν πολιτικώς ορθά, αλλά το πρόβλημα είναι πως σε διαφορετικό context δεν θα είχε ασχοληθεί κανένας με όσα είπε. Τώρα, όμως, που ένας τόσο αγαπητός και αναγνωρίσιμος άνθρωπος έχει φύγει από την ζωή, μοιραία ήρθαν σε πρώτο πλάνο.
Ακόμη κι εδώ, όμως, η κοινή γνώμη αποφεύγει να μείνει στην ουσία. Που δεν είναι άλλη από το γεγονός. Από τον θάνατο που έρχεται ως αποτέλεσμα μιας «αθώας» στη συνείδησή μας συμπεριφοράς. Καταδικάσαμε τον Κανιθάρες για τα λόγια του, ενώ θα έπρεπε στη συνείδησή μας να καταδικαστεί ο Ρέγιες (και ο κάθε Ρέγιες αυτού του κόσμου) για τις πράξεις του. Οι κουβέντες του παλιού γκολκίπερ πονάνε σίγουρα, δεν συγκρίνονται όμως με τον πόνο που νιώθει ένα κορμί στριμωγμένο στις λαμαρίνες ούτε με εκείνον που θα κουβαλούν στις ψυχές τους όσοι χάνουν τόσο άδικα έναν δικό τους άνθρωπο στην άσφαλτο…