Όταν ο Θανάσης Αντετοκούνμπο αποτελούσε την κινητήριο δύναμη ενέργειας της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ του 2017, ανοιγόταν στα μάτια μας μια προοπτική. Τόσο για την Εθνική όσο κυρίως για τον Παναθηναϊκό που τον είχε αποκτήσει για τα επόμενα δύο χρόνια.
Και την πρώτη του χρονιά στην ομάδα έδειχνε ότι ήθελε λίγη παραπάνω εμπιστοσύνη για να αναπτυχθεί. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε πως ο ίδιος είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις ευκαιρίες που έπαιρνε. Ήταν λίγα τα ματς που τον καταλάβαινες για καλό λόγο και πολλά εκείνα που τον άκουγες γιατί έκανε 3 φάουλ σε ένα δεκάλεπτο.
Λίγες ήταν οι φορές που αυτά τα γρήγορα φάουλ γίνονταν βάσει τακτικής του Πασκουάλ. Τις περισσότερες ήταν φάουλ απροσεξίας, υπερβολικής προσπάθειας και απόκλισης από το αμυντικό πλάνο της ομάδας.
Για πολλούς ο Θανάσης είναι ένα αμυντικό υπερόπλο. Λάθος. Είναι ένα αμυντικό υπερόπλο στον αέρα. Πουθενά αλλού. Τρέχει διαρκώς, μα τρέχει ακανόνιστα και με το μυαλό να κουμπώνει σε μια επιλογή και να μην έχει εναλλακτικό πλάνο. Στην ομαδική άμυνα επίσης χανόταν πολλάκις αυτά τα δύο χρόνια.
Στην ουσία ο Θανάσης είναι ένας Τζέιμς Γκιστ σε θέση τρία. Επιθετικά με καθόλου ρεπερτόριο, αμυντικά βασίζεται αποκλειστικά στην ενέργεια και στα άλματα του. Αυτά τα στοιχεία υπήρχαν ματς που έβγαιναν θετικά σε μεγάλο βαθμό, όπως το ματς με τον Ολυμπιακό στην Ευρωλίγκα στο ΟΑΚΑ τη χρονιά που πέρασε. Ή με τη Ρεάλ πέρσι στα play off στο νικητήριο ματς.
Είναι όμως στοιχεία που δε μπορούν να διαρκέσουν πάνω από 10 λεπτά ακόμα και στα ματς που ταιριάζουν λόγω ροής και αντιπάλου. Σίγουρα δε μπορούν να βγαίνουν στην πλειοψηφία των αγώνων.
Όλα αυτά είναι γνωστά μειονεκτήματα του από πριν έρθει στον Παναθηναϊκό. Απλώς τον Σεπτέμβριο του 2017 περιμέναμε πως θα κρύψει κάποια, θα εξελίξει τα θετικά και θα φέρει το πράγμα σε μια ισορροπία. Δεν το έκανε σχεδόν ποτέ. Ειδικά φέτος, είτε με την τραγική περίοδο Πασκουάλ είτε με τη γόνιμη κι ευήμερη περίοδο του Πιτίνο, ο Θανάσης Αντετοκούνμπο προκαλούσε κυρίως ανισορροπία στην ομάδα μέσα στο παρκέ.
Από ένα σημείο κι έπειτα ο Πιτίνο δεν τον εμπιστευόταν ούτε για garbage time. Αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι ήταν άδικος ο παραμερισμός. Κάθε φορά όμως που έμπαινε στο ματς περισσότερο δικαίωνε τον προπονητή παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς.
Και φτάνουμε στα τέλη Ιουνίου οπότε λέγεται ότι υπήρξε συνάντηση του μάνατζερ του με τη διοίκηση του Παναθηναϊκού. Αν τα ποσά που έχουν ακουστεί και γραφτεί είναι σωστά, ο Θανάσης ήθελε να πάει από τα 350 χιλιάρικα στα 600 τουλάχιστον. Μια αύξηση 75% περίπου. Το ερώτημα είναι όμως: σε ποιο σημείο της σεζόν που τελείωσε δικαιολόγησε τέτοια αύξηση; Εδώ με το ζόρι δικαιολόγησε τα λεφτά που ήδη έπαιρνε.
Φτάνει λοιπόν η στιγμή που οι Μπακς τον προσεγγίζουν για να πάει να βρει τον αδερφό του. Πολλά ειπώθηκαν, άλλα κακεντρεχή, άλλα απλώς αλήθειες. Η παρουσία του Θανάση στο NBA ίσως είναι η τελευταία του ευκαιρία να μάθει και να εξελιχθεί. Έστω και στα 27 του.
Σε ένα πρωτάθλημα όπου οι ομάδες μπορούν να ξοδέψουν χωρίς ίχνος ρίσκου ποσά των 3 εκατομμυρίων για δύο χρόνια, όπως αυτά που θα πάρει ο Θανάσης, είναι εύκολο να βρει θέση. Σε ένα πρωτάθλημα που οι ομάδες μπορούν να…ξοδέψουν 15-20 ματς στη regular season, ο Θανάσης μπορεί να βρει μέχρι και αρκετά 20λεπτα και να δείξει τι μπορεί εν τέλει.
Στην Ευρώπη όπου δεν υπάρχει ομάδα που να μπορεί να αδιαφορήσει στην Ευρωλίγκα, με εξαίρεση την ΤΣΣΚΑ, τη Φενέρ και τη Ρεάλ των περασμένων ετών, και που τα εθνικά πρωταθλήματα δεν έχουν σχέση με τη regular season του NBA, ο Θανάσης δε θα μπορούσε να βρει ποτέ το χρόνο που θέλει για να βρει ροή σε ένα ματς. Όχι μόνο στον Παναθηναϊκό με το μεσαίο μπάτζετ. Ούτε στις ομάδες με τα πολλά λεφτά δε θα μπορούσαν να δοθούν 600 χιλιάδες για έναν αξιόλογο 10ο, στην καλύτερη, παίχτη.