Τα κάστρα πέφτουν από μέσα: Ο μοναδικός αντίπαλος που μπορεί να σταματήσει την Εθνική του Γιάννη

Ένας «ύπουλος» σκόπελος που πρέπει να ξεπεραστεί πάση θυσία…

Μοιάζει ως η τέλεια, σχεδόν, μπασκετική συνταγή. Κάτι τόσο γευστικό, που αν ήταν πιάτο στο MasterChef, Κουτσόπουλος-Κοντιζάς-Ιωαννίδης θα έγλειφαν τα δάχτυλά τους, θα το αποθέωναν κι εν συνεχεία θα του έδιναν τον χρυσό σκούφο (όχι απαραίτητα μ’ αυτήν την σειρά).

Τι έχει το μενού; Τον MVP του ΝΒΑ και έναν από τους 5-6 κορυφαίους παίκτες στον κόσμο. Τον νο1 , ενδεχομένως, two-way player της Ευρωλίγκας, έναν από τους καλύτερους γκαρντ της Γηραιάς Ηπείρου, έναν σέντερ μ’ εμπειρία που άλλοι χρειάζονται περίπου 6 αθλητικές ζωές για να την αποκτήσουν, ένα σπάνιο τεσσάρι, παιδιά «περπατημένα» με δεδομένο ταλέντο και νέους με μάτι που γυαλίζει.

Εν ολίγοις- κι επειδή καλό το μυστήριο, αλλά κούρασε- η Εθνική μας έχει Γιάννη, Καλάθη, Σλούκα, Μπουρούση, Πρίντεζη, Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Μάντζαρη, Βασιλόπουλο, Αθηναίου, Θανάση, Παπαγιάννη, Λαρεντζάκη, Μήτογλου, Κόνιαρη, Σαλούστρο.

Το μείγμα μοιάζει εξόχως εκρηκτικό και ικανό να «τινάξει» στον αέρα οποιονδήποτε αντίπαλο αν αγγίξει το 100% απόδοσης, και η αλήθεια δεν απέχει πάρα πολύ: Θέλουμε να παίξουμε με 5 παιδιά κοντά στα δύο μέτρα για να προκαλέσουμε πανικό, πρωτίστως στην άμυνα; Γίνεται- το είδαμε και στο χθεσινό φιλικό με την Ουγγαρία (Νικ, οι δύο Παπ στο 2-3, Γιάννης, Μπουρούσης). Θέλουμε πιο ευέλικτο σχήμα; Βάζεις μέσα Σλούκα-Καλάθη και καθάρισες. Θέλουμε small ball; Πρίντεζης στο «4», Γιάννης στο «5», όλη η πεντάδα τρέχει σαν παλαβή και ζήτω η ελεγχόμενη τρέλα.

Η Ελλάδα θα παρουσιαστεί στο προσεχές Μουντομπάσκετ της Κίνας με την καλύτερη πιθανή 12αδα που θα μπορούσε να έχει (ίσως αν κατέβαινε και ο Κουφός να πιάναμε το απόλυτο) και μοιάζει πλήρης μετά από περίπου μια μπασκετική αιωνιότητα και μία ημέρα.

Στα θετικά της προσμετράται, φυσικά, και η δουλειά που έχει κάνει ο coach Σκουρτόπουλος και το επιτελείο του. Είναι πασιφανές, σε σημείο που βγάζει μάτι πιο έντεχνα κι από τον Οιδίποδα, πως η ομάδα καλύπτεται από ένα «πέπλο» ηρεμίας, το κλίμα είναι ξεκάθαρα καλό, τα παιδιά το διασκεδάζουν στο έπακρο.

Και, το βασικότερο: άπαντες έχουν καταλάβει πως η ομάδα ξεκινάει και τελειώνει στον Αντετοκούνμπο. Ακόμα και τα τεράστια ονόματα της από εδώ πλευράς του Ατλαντικού το έχουν αποδεχτεί αυτό.

Φαντάζει εντελώς βλακώδες να υπάρχει έστω και σαν σκέψη το ποιος θα είναι το απόλυτο κουμάντο την στιγμή που φοράει τη γαλανόλευκη ο Greek Freak, όμως αυτό στο πολύ πρόσφατο παρελθόν δεν ήταν εκ των ων ουκ άνευ- υπήρχαν κάποιες «σκιές» αναμεμειγμένες με άσκοπη γκρίνια.

Τώρα όλοι αντιλαμβάνονται πως ο Γιάννης είναι αυτός που θα μας πάρει από το χέρι και με την  αρωγή των υπολοίπων θα μας πάει… όπου μας πάει.

Επομένως, τα πάντα μοιάζουν καλώς καμωμένα- σωστά; Αν συνυπολογίσουμε πως η Επίσημη Αγαπημένη ξεκινάει την πρώτη φάση σ’ έναν απολύτως βατό όμιλο (Βραζιλία, Μαυροβούνιο και Νέα Ζηλανδία οι άλλοι 3)-κάτι που θα της δώσει χρόνο να βρει τα πατήματά της και στα επίσημα παιχνίδια- και ότι ο δρόμος μέχρι και τα προημιτελικά δεν είναι ακριβώς στρωμένος με νάρκες, η αυτοπεποίθηση εκτινάσσεται στον πορτοκαλή θεό.

Κι εκεί ακριβώς έγκειται το «πρόβλημα»- ένα πρόβλημα που, δυστυχώς, το έχουμε ξαναδεί πλείστες φορές στην Εθνική: με τη δεκαετή ξηρασία (τελευταία διάκριση το μακρινό 2009 με το χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ) να μας κάνει να παρακαλάμε για λίγες, έστω, σταγόνες νερού, και θεωρώντας πως ο MVP ολόκληρου του ΝΒΑ αρκεί για να προκαλέσουμε παγκόσμιο πανικό, η αισιοδοξία και τα μεγάλα λόγια χτυπούν κόκκινο.

Ήδη μετά το χθεσινό φιλικό με την Ουγγαρία άρχισαν τα μεγάλα λόγια, οι στέψεις, οι υπολογισμοί για το τι ώρα θα βγούμε στην Ομόνοια, τον Λευκό Πύργο και τα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδος προκειμένου να πανηγυρίσουμε το μετάλλιο (μας μπερδεύει λίγο η διαφορά ώρας με την Κίνα αλλά θα το βρούμε) και λοιπές άκρως επικίνδυνες σαχλαμάρες.

Ουδείς, ή μάλλον ελάχιστοι, επισήμαναν το προφανές: ήταν απλά το πρώτο φιλικό (είχε προηγηθεί να ξεμούδιασμα με το Ιράν που δεν πιάνεται καν) και οι Ούγγροι δεν είναι ακριβώς παγκόσμια υπερδύναμη στο μπάσκετ- τα παιδιά μετά βίας έπαιζαν μπάσκετ, για την ακρίβεια.

Συν τοις άλλοις, παίζαμε στην έδρα μας, με τον κόσμο μας, χωρίς καθόλου άγχος- τίποτα απ’ ολ’ αυτά δεν πρόκειται να συμβεί όταν θ’ αρχίσουν τα νοκ-άουτ στο Παγκόσμιο Κύπελλο.

Και, ίσως, το πιο βασικό εξ όλων: ο Γιάνναρος είναι μεν τέρας της φύσης, ένας παίκτης που προκαλεί δέος σε άμυνα και επίθεση, όμως δεν είναι ο απόλυτος FIBA Basketball παίκτης. Χρειάζεται χρόνο, πρέπει να βρει το παιχνίδι του στους σαφώς μικρότερους- εν συγκρίσει με το ΝΒΑ- χώρους που θα έχει στα ματς του Μουντομπάσκετ, να «κουμπώσει» όσο το δυνατόν πιο άρτια γίνεται με τους 6-7 που θα παίζουν μόλις, μοιραία, μικρύνει το rotation στους αγώνες ζωής και θανάτου.

Βέβαια, επειδή μιλάμε για έναν πανέξυπνο παίκτη που, πια, έχει και την εμπειρία, θα την βρει κατά πάσα πιθανότητα την άκρη, όμως ακόμα και ο υπέροχος Αντετοκούνμπο από μόνος του δεν αρκεί- θα χρειαστούμε, φερ’ ειπείν, ένα υποτυπωδώς σταθερό σουτ έξω από τη γραμμή του τρίποντου (χθες, για παράδειγμα, είχαμε 5/23).

Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως δεν είμαστε ακριβώς μόνοι μας στο τουρνουά. Οι ΗΠΑ μπορεί να κατεβάζουν τα τριτοτέταρτα, όμως είναι αστείο να λέει κανείς ότι είναι της πλάκας (ξέρετε πολλές ομάδες με τον Κέμπα Ουόκερ, πχ, στο παρκέ και τον Πόποβιτς στον πάγκο;)- αν παίξουν αυτό που μπορούν, απλά θα ισοπεδώσουν τον ανταγωνισμό.

Υπάρχουν οι Σέρβοι, οι Λιθουανοί, οι Ισπανοί, οι Καναδοί, οι Αυστραλοι, η Γαλλία- όλες τους ομάδες με τρομερό ταλέντο και με σπάνια επιθυμία για διάκριση.

Γι’ αυτό, η Εθνική θα πρέπει να κλείσει τ’ αυτιά της στις ανεξήγητες θριαμβευτικές κραυγές πριν καν πάει στην Κίνα, να πάρει αγκαλιά την ταπεινότητα και να πορευτεί μ’ αυτήν μέχρι τέλους. Αν το καταφέρει- δεδομένης της παρουσίας του mega star που έχει στο ρόστερ της- τότε τα πάντα θα είναι πολύ καλύτερα.

Μοιάζει κοινοτοπία βγαλμένη από τις χειρότερες στιγμές της εκθαμβωτικής Superleague, αλλά η Επίσημη Αγαπημένη πρέπει να ’χει χαμηλά την μπάλα.

Ακόμα κι αν το αγωνιστικό της στυλ της επιβάλλει να την πετάξει όσο ψηλότερα γίνεται. Στο σημείο, δηλαδή, που μόνο ένας σ’ ολόκληρη τη διοργάνωση μπορεί να την πιάσει.

Εκείνος.

Το δικό μας παιδί.

Ο Γιάννης.