Μπορεί να γεννήθηκε στο Άμστερνταμ και να βρέθηκε για 5 χρόνια στις Ακαδημίες του Άγιαξ, αλλά ο Ντιέγκο Μπίσεσβαρ είναι «παιδί» της Φέγενορντ. Αν και μάλλον θα πρέπει να λογίζεται πλέον ως… Σαλονικιός, μετά τα όσα κάνει με την ομάδα του ΠΑΟΚ.
Η εικόνα του στο χθεσινό ματς να παλεύει σαν σκύλος ακόμη κι όταν όλα έμοιαζαν χαμένα και να προσπαθεί να γυρίσει το ματς, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε καλά-καλά να αναπνεύσει, αποτελούν την επιτομή της τριετούς μέχρι τώρα παρουσίας του στον δικέφαλο του βορρά.
Μια συνεργασία που γεννήθηκε μέσα στην αμφιβολία, όταν το καλοκαίρι του 2016 πατούσε για πρώτη φορά το πόδι του στο αεροδρόμιο «Μακεδονία».
Κάτι το παρουσιαστικό του που τον κάνει να φαίνεται κομματάκι… υπέρβαρος, κάτι το ράθυμο στυλάκι του όταν δεν έχει την μπάλα στα πόδια, κάτι η προηγούμενη δυσάρεστη εμπειρία με έναν άλλον Ολλανδό, τον Μαντούρο, του οποίου η καριέρα στον ΠΑΟΚ τερματίστηκε άδοξα χωρίς ποτέ να αντεπεξέλθει στις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, και οι «Κασσάνδρες» δεν άργησαν να βγάλουν πόρισμα και για τον Μπίσεσβαρ. Λίγος, τελειωμένος, τουρίστας, περιπατητής, συνταξιούχος ήταν μερικοί μόνο από τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς που τον συνόδευσαν στην Θεσσαλονίκη.
Όλες αυτές οι συζητήσεις πάνε περίπατο και οι «βαθυστόχαστες» αναλύσεις πατιούνται στα σκουπίδια, κάθε φορά που ο Ολλανδός αγγίζει την μπάλα, κυρίως από τα αριστερά, κινείται σαν χορευτής, κάνει πλάκα στους αντιπάλους του και ψάχνει εκείνη την ευκαιρία, εκείνο το άνοιγμα που θα του επιτρέψει να φέρει σε επαφή το δεξί του πόδι με την μπάλα και να την στείλει ΑΚΡΙΒΩΣ εκεί που θέλει.
Στην τριετία που βρίσκεται ήδη στην Ελλάδα είναι φανερή η επιρροή που είχε στην ανάπτυξή του ως προσωπικότητα ο Ρασβάν Λουτσέσκου. Ο Ρουμάνος ήταν που του έδωσε τον ρόλο που έχει σήμερα, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μετά την πρώτη σεζόν του στον ΠΑΟΚ υπήρχαν ακόμη αμφιβολίες για την αξία του, που είχαν να κάνουν κυρίως με την έλλειψη ταχύτητάς του. Η αλήθεια είναι πως εάν τότε η Γκεντσλέρ έκανε πράξη το ενδιαφέρον της και κατέθετε μια ικανοποιητική πρόταση, ο Μπίσεσβαρ θα είχε φύγει από την Ελλάδα και θα επέστρεφε στην Τουρκία.
Ο Λουτσέσκου τότε αποφάσισε ότι δεν χρειάζεται έναν κλασικό εξτρέμ από τα αριστερά. Αντί για έναν γρήγορο ποδοσφαιριστή με καλή σέντρα, προτίμησε έναν παίκτη που ξέρει άπειρα καντάρια μπάλα, μπορεί να απειλήσει με άμεσα σουτ και να έχει την ικανότητα να μετατοπιστεί προς το κέντρο ή τα δεξιά, εάν οι ανάγκες του αγώνα το ζητήσουν, δίχως να σπαταλήσει μια αλλαγή.
Πέρα όλων των άλλων, δηλαδή, ο Μπίσεσβαρ αποδείχτηκε ότι εκτός από παιχταράς είναι κι ένας εργάτης στο γήπεδο. Θα μαρκάρει, θα κλωτσήσει, θα παίξει ακόμη και «βρώμικα» αν χρειαστεί και δεν θα μασήσει στον τσαμπουκά του αντιπάλου, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι μη μου άπτου πριμαντόνες με το δικό του ταλέντο.
Προφανώς απέναντι στον Άγιαξ ο Μπίσεσβαρ είχε έναν παραπάνω λόγο για να τα δώσει όλα. Για να αποδείξει πως άξιζε κάτι καλύτερο ως παιδί όταν φόρεσε τη φανέλα του. Για να αποδείξει επίσης στους συμπατριώτες του ότι αξίζει μια συμμετοχή με τους «οράνιε».
Από χθες το βράδυ τα social media γέμισαν με αναρτήσεις γεμάτες θαυμασμό και προτροπές στις ομάδες της χώρας να τον αποκτήσουν και τον ομοσπονδιακό τεχνικό της εθνικής Ολλανδίας, Κούμαν, να τον καλέσει στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Οι άνθρωποι με τον τρόπο τους, δηλαδή, ζήτησαν συγγνώμη από τον σπουδαίο αυτό παίκτη, την οποία του οφείλουν και όσοι βιάστηκαν