Όταν τον περασμένο Φεβρουάριο άρχιζε η μπασκετική κατηφόρα του Ολυμπιακού, τα προβλήματα παρουσιάζονταν με διαδοχή χιονοστιβάδας. Ένα απ΄αυτά για πάρα πολλούς φιλάθλους της ΚΑΕ Ολυμπιακός ήταν ο ανεπαρκής και υπερεκτιμημένος Ντέιβιντ Μπλατ.
Θυμάμαι τότε αρκετά ρεπορτάζ και μάλιστα πολύ φίλα προσκείμενων ρεπόρτερ προς την ΚΑΕ, που αναφέρονταν σε ένα πρόβλημα υγείας του Αμερικανοϊσραηλινού με τη μέση του. Δεν το έμαθαν ποτέ από τα δικά του χείλη. Τους το είπε ο μάνατζερ της ΚΑΕ; Τους το είπε κάποιος άλλος; Μια φορά δεν ήταν ο ίδιος ο Μπλατ που το είπε.
Όσοι επέκριναν τον κόουτς, δεν άλλαξαν καθόλου ο τροπάριο των κατηγοριών. «Φθηνή δικαιολογία» θα σκέφτηκαν. Φτάνει όμως το πλήρωμα του χρόνου για να αποδείξει πως δεν ήταν φθηνή δικαιολογία. Όχι μόνο γιατί τελικά το πρόβλημα υγείας είναι πολύ μεγαλύτερο, αλλά ακόμα κι ένα απλό πρόβλημα μέσης να ήταν, δεν θα έπρεπε να είναι φτηνή δικαιολογία.
Ο Ντέιβιντ Μπλατ ανακοίνωσε ότι πάσχει από μια μορφή σκλήρυνσης κατά πλάκας, ένα αυτοάνοσο νόσημα που προκαλεί αφόρητη δυσκολία ακόμα και στην παραμικρή κίνηση. Και επέλεξε, σε πείσμα μιας άρρωστης νοοτροπίας την οποία βίωσε στον μπασκετικό του οίκο και συνολικά στο ελληνικά πρωτάθλημα, να μην τη φέρει στο τραπέζι ποτέ.
Δεν χρησιμοποίησε ποτέ αυτή την…ακριβή δικαιολογία για να τον δει κάποιος με οίκτο και συμπάθεια. Και το πιο πιθανό είναι, αν το έκανε τότε, να εμφανίζονταν πολλοί και να έλεγαν «αφού δεν μπορεί να προσφέρει ας τον αποδεσμεύσει η ομάδα». Όπως έλεγαν κάποιοι, ακόμα και ρεπόρτερ, ότι είναι απαράδεκτος ο Γκος που τόλμησε να αφήσει την ομάδα για να πάει στην κηδεία της γιαγιάς του.
Κι αυτό έρχεται να καταδείξει πολλά στις αντιλήψεις από τις οποίες διακατέχεται ο Έλληνας οπαδός. Όλες προέρχονται από την ανασφάλεια του, από την κατωτερότητα που νιώθει κι από την εξάρτηση του από τη νίκη της ομάδας. Γιατί η νίκη είναι το μόνο που μπορεί να τον κάνει να νιώσει καλά με τον εαυτό του και ανώτερος. Κι όποιος δε μπορεί να την φέρει είναι άχρηστος. Όποιος αγνοεί μια αθλητική φανέλα, πρέπει να ντρέπεται. Αυτός που αγνοεί την απώλεια της γιαγιάς του ή τη σκλήρυνση κατά πλάκας για μια ομάδα, είναι τιτάνας και πόσα άλλα.
Όχι. Λάθος τα έχουμε μάθει και λάθος τα μαθαίνουμε στις επόμενες γενιές. Ο Μπλατ είναι μάγκας που επέλεξε από μόνος του να κρατήσει το πρόβλημα του για τον εαυτό του και τους οικείους του μέχρι να βρει τη δύναμη να το δημοσιοποιήσει. Και πάλι, όχι για να επιδείξει την αυταπάρνηση. Απλώς για να χρησιμεύσει ως κίνητρο ενδυνάμωσης του ηθικού όποιου μπορεί να είναι ομοιοπαθής.
Εμείς δεν είμαστε μάγκες που αντιμετωπίζουμε τον αθλητισμό και τον πρωταθλητισμό ως χειριστές μερικών ρομπότ. Δεν είναι Fifa και Pro όσοι συμμετέχουν στον αθλητισμό. Είναι άνθρωποι. Κι έχουν δικαίωμα στην κατάθλιψη, έχουν δικαίωμα να μη φοβούνται που είναι γκέι ή να τους καταβάλλει που δε μπορούν να το πουν φωναχτά στους συμπαίχτες τους για να μην τους κοροϊδέψουν, έχουν δικαίωμα να πονάνε και το μυαλό τους να μην είναι στην ομάδα.
Ναι, ακόμα κι αυτοί που αμείβονται με εκατομμύρια. Το χρήμα δεν καταλαγιάζει τον πόνο που μπορεί να νιώσει κάποιος και το κενό στην ψυχή. Το μόνο που προσφέρει είναι μεγαλύτερη πρόσβαση στα μέσα για να το καταπολεμήσει. Δεν είναι υποχρεωμένος να το κερδίσει όμως.
Ο Ντέιβιντ Μπλατ είναι σπουδαίος που δεν το βάζει κάτω. Θα είναι ακόμα πιο σπουδαίος αν δείξει πως αυτό του το πρόβλημα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα στη ζωή κάποιου. Να δείξει πρωτίστως στους ίδιους τους αθλητές ότι δεν πρέπει να αισθάνονται ενοχή που δεν αντεπεξήλθαν κάποια στιγμή, που δεν κέρδισαν. Ούτε να φοβούνται-ντρέπονται τους φιλάθλους όταν αντιμετωπίζουν τέτοια ζητήματα.
Αν κάποιοι πρέπει να ντρέπονται, είναι οι ίδιοι οι φίλαθλοι. Κι όχι μόνον αυτοί στο ελληνικό γίγνεσθαι…