Είναι μια εικόνα που σου ζεσταίνει την ψυχή: γκρίζοι κρόταφοι στο κοντό, πια, μαλλί (το μακρύ ανήκει στο παρελθόν), έντονες αγωνιστικές ρυτίδες στο πρόσωπο που μαρτυρούν άπειρα χρόνια εμπειρίας, ένα σώμα που εμφανώς έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες.
Εκείνο που δεν αλλάζει είναι το νούμερο στην πλάτη και το όνομα που φιγουράρει ακριβώς πάνω από αυτό: 4. Σκόλα. Α, ναι: και τα όσα- σχεδόν εκτός πάσης λογικής- συνεχίζει να κάνει στο παρκέ ο αρχηγός της Αργεντινής.
Οι εμφανίσεις του 39χρονου παίκτη στο φετινό Παγκόσμιο Κύπελλο μοιάζουν καμωμένες από τα καλύτερα υλικά που φτιάχνονται τα παραμύθια και τον έχουν αναδείξει, δικαίως, στο πρόσωπο ολόκληρου του τουρνουά.
Η ιστορία του συγκινεί ακόμα και ρομπότ που έχει προγραμματιστεί να μην έχει κανένα συναίσθημα, με τον κινηματογραφικό τρόπο που συγκίνησε σχεδόν τους πάντες ο Σταλόνε στο «Ρόκι Μπαλμπόα» του 2006: είναι η πλήρης επικράτηση του ανθρώπου απέναντι στον Χρόνο, μια υπέροχα γερασμένη μελωδία που αγκαλιάζει τ’ αυτιά και την καρδιά σου, μια ατόφια υπενθύμιση πως τα άλογα δεν πρέπει να σκοτώνονται όταν γεράσουν- αφήστε τα να τρέξουν λίγο ακόμα και, διάολε, ποτέ δεν ξέρεις.
Ποτέ δεν ξέρεις.
Ο Σκόλα πήρε από το χέρι μια ομάδα που ουδείς την έβλεπε, πριν την έναρξη των αγώνων στην Κίνα, ψηλότερα από τα προημιτελικά και την οδηγεί σε πρωτοφανείς κορυφές. Χάρη στην προσωπική του ραψωδία κόντρα στους Γάλλους στον ημιτελικό της Παρασκευής (26 πόντοι/ 13 ριμπάουντ) η Αργεντινή προκρίθηκε στον τελικό και θα προσπαθήσει απέναντι στην Ισπανία την Κυριακή να τρυπήσει λίγο ακόμα τον ουρανό, μέχρις ότου να φτάσει στον προσωπικό της παράδεισο, εκείνον που έχει τη μορφή του χρυσού μεταλλίου.
Η εικόνα του σεληνιασμένου 39χρονου στο τέλος του παιχνιδιού να δείχνει το εθνόσημο και μετά να χάνεται στην αγκαλιά του τεράστιου Μανού Τζινόμπιλι, πέραν της παρατεταμένης ανατριχίλας και τις μεγάλες ποσότητες από εκείνη τη λέξη που κάνει ρίμα με την τάβλα, μας γεννά, χωρίς να το θέλουμε, κι ένα τεράστιο «γιατί;», σκεπτόμενοι τα δικά μας παιδιά.
Και, κατά βάση, τον πιο χαρακτηριστικό «εκπρόσωπο» (κυρίως λόγω του πόσο αδιανόητη παικτούρα υπήρξε) των Ελλήνων που σταμάτησαν πάρα πολύ νωρίς από την εθνική: τον Δημήτρη Διαμαντίδη.
Ο 3D θυμίζουμε, για όσους έχουν μνήμη πιο κοντή κι από την Σακίρα, ανακοίνωσε την απόφασή του να μην συνεχίσει στην Επίσημη Αγαπημένη στο Παγκόσμιο του 2010, μετά τον αποκλεισμό από τους Ισπανούς, σε ηλικία μόλις 30 ετών κι έχοντας τα πιο μεστά χρόνια μπροστά του.
Μάλιστα ο, γεννημένος επίσης το 1980, Μήτσος έπιασε στον ύπνο τους πάντες και προκάλεσε πρωτοφανές σοκ όταν είπε σε live μετάδοση ότι σταματάει, καθώς μέχρι εκείνο το σημείο το γνώριζαν μονάχα οι συμπαίκτες του (με πρώτο τον Βασίλη Σπανούλη, στον οποίον το είχε εκμυστηρευτεί πριν από κάθε άλλον).
Όταν το αρχικό μούδιασμα παραχώρησε ευγενικά τη θέση του στην όποια λογική, ξεκίνησαν ν’ ακούγονται δειλά-δειλά οι πρώτες επικριτικές φωνές για το γεγονός πως ένα από τα κορυφαία γκαρντ στην ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου πήρε το γαλανόλευκο καπελάκι του και έφυγε μόλις στα 30 του.
Οι ελπίδες μας για κάτι καλό στο κοντινό μέλλον κατακρημνιστήκαν θορυβωδώς- πώς στο καλό μπορείς έστω και να διανοηθείς ν’ αντικαταστήσεις τον Διαμαντίδη; Κάπως έτσι, η πίκρα αποφάσισε να πιάσει από το χέρι την ξενέρα και να πορευτούν μαζί στο δρόμο για την ελεγχόμενη κατάθλιψη.
Βέβαια, στην απόφαση του εμβληματικού αρχηγού του Παναθηναϊκού συνετέλεσαν αρκετά πράγματα: το καλοκαίρι του 2010 ήταν ελαφρώς παρανοϊκό, με το μυθικό ξυλίκι στο Ελλάδα-Σερβία του Ακρόπολις να μας κάνει άνω-κάτω.
Οι καλά πληροφορημένες κακές γλώσσες έλεγαν πως το κλίμα εντός της ομάδας δεν ήταν ακριβώς… εύκρατο, ο Καζλάουσκας δεν έμοιαζε ικανός να βελτιώσει την κατάσταση και να επιβληθεί, ενώ η κατάσταση χειροτέρεψε απείρως περισσότερο μετά την ηθελημένη ήττα από τους Ρώσους στο Μουντομπάσκετ της Τουρκίας.
Ωστόσο, ο νούμερο 1 λόγος για το πρόωρο αντίο του ΔΔ ήταν άλλος: το «ιδιόμορφο» σώμα του είχε αρχίσει να ρετάρει. Ήδη το 2009 είχε κάνει μια επέμβαση στους κοιλιακούς, ενώ την σεζόν 2009-2010 έβγαζε συνεχώς προβλήματα.
Αίφνης, ένα παιδί που έπαιζε σε όλα τα ματς των ομάδων του (εθνικής και ΠΑΟ) άρχισε να μπαίνει ολοένα και περισσότερο στα πιτς, με το φόβο για σοβαρότερη ζημιά, αν συνεχιστεί η καταπόνηση, ν’ αυξάνεται.
Γι’ αυτό, ο Διαμαντίδης θέλοντας να παρατείνει τη διάρκεια της καριέρας του στο κορυφαίο συλλογικό επίπεδο, σκέφτηκε, κι εν συνεχεία το έπραξε, να κουνήσει μαντήλι μόλις στα 30 και να στραφεί αποκλειστικά στο Τριφύλλι. Όμως…
Όμως, παρά το γεγονός πως ήταν εν πολλοίς «δικαιολογημένος», η πίκρα δε λέει να φύγει. Τα τελευταία χρόνια αρκετά παιδιά από το πάνω μπασκετικό ράφι κόβουν νωρίς την εθνική μας και δεν προτίθενται να πέσουν στη φωτιά για χάρη της- κάτι που, φυσικά, μας έχει πληγώσει ανεπανόρθωτα.
Αυτό δεν αποτελεί ψόγο για τον (υπέροχο τόσο εντός όσο και εκτός παρκέ) Διαμαντίδη ούτε για όσους ακολούθησαν, ας το πούμε χονδροειδώς, το παράδειγμά του- όχι. Ουδείς δικαιούται να «υποδείξει» σε τεράστιους αθλητές τι θα κάνουν με την καριέρα τους.
Ωστόσο, δε γίνεται να μην αισθανθείς μια μικρή ζήλια αναμεμειγμένη με καινοφανή, σχεδόν, θαυμασμό για τον τύπο με το 4 της Αργεντινής. Τον κύριο με τους γκρίζους κροτάφους, τις ρυτίδες στο πρόσωπο και το εμφανώς καταβεβλημένο κορμί.
Τον παικταρά που στα 39 του θα μπει την Κυριακή στον τελικό έχοντας στο πλευρό του την συντριπτική πλειοψηφία των μπασκετόφιλων, εκείνον που μας χαρίζει ανατριχιαστικές στιγμές αγκαλιάζοντας τα παιδιά του και τον Μανού στο τέλος ενός ημιτελικού.
Αυτόν που ουδέποτε γύρισε την πλάτη στην εθνική του από το 1999 και μετά (σε περίπτωση που είστε της θεωρητικής κατεύθυνσης, επιτρέψτε μας να βοηθήσουμε: αυτό μεταφράζεται σε 20 συναπτά έτη) και που θ’ αφήσει ακόμα και την ακροτελεύτια ικμάδα ενέργειας εντός των τεσσάρων γραμμών για να δει την ομάδα του να κατακτά το τρόπαιο.
Τον ανυπέρβλητο Λουίς Σκόλα.
Τον άνθρωπο που κατάφερε να νικήσει εκκωφαντικά τον Χρόνο.
Τι κρίμα, αλήθεια, που οι δικοί μας νικήθηκαν πολύ νωρίς από τους δείκτες ενός ρολογιού…