Όχι! Δεν ήξερε ο Μίτσελ από μπάλα. Ούτε φυσικά ο Μάρκο Σίλβα. Όσο για τον Πέδρο Μαρτίνς, που τον καθιέρωσε στην 11άδα του Ολυμπιακού και εισηγήθηκε την επέκταση του συμβολαίου, προφανώς ο τύπος είναι άσχετος.
Και αφού, λοιπόν, οι προπονητές που πέρασαν από τον Πειραιά ήταν «μυρωδιάδες» και την πάτησαν με τον Ανδρέα Μπουχαλάκη, ποιος είναι αξιοκρατικότατα ικανός να κρίνει τις ικανότητες και την χρησιμότητά του; Μα, βέβαια, ο μέσος Έλληνας οπαδός (ακόμη και των ερυθρολεύκων, βασικά κυρίως αυτών) που ακόμη θεωρεί τον 26χρονο χαφ «βαρίδι» για την ομάδα (και το χθεσινό στατιστικό του: 11,7 χιλιόμετρα – 39/42 πάσες (93%), Fake News).
Ίσως φταίει η θέση, το παρουσιαστικό και ο ρόλος. Αν είσαι μέσος, κοντά στο 1.90 και δεν ανήκεις στην συμπαθή τάξη των τίμιων τρεχαλατζήδων ή δεν διαθέτεις αγωνιστικά προσόντα από Γιάγια Τουρέ και πάνω, σχεδόν αυτόματα κατατάσσεται στην κατηγορία των «άμπαλων» που παίζουν με μέσο.
Ό,τι δηλαδή πιστεύει μεγάλο μέρος της ποδοσφαιρικής πιάτσας, ας πούμε για τον Σάμι Κεντίρα (κάτοχο Παγκοσμίου Κυπέλλου, Champions League και καμιάς 15αριάς τίτλων ακόμη σε Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία) ή (για να πάμε σε κάτι πιο κοντινό και γνώριμο) για τον Αλέξανδρο Τζιόλη. Για τον οποίο παρεμπιπτόντως θα γράψει η ιστορία ότι έχει 75 συμμετοχές στην Εθνική ομάδα.
Ο Ανδρέας Μπουχαλάκης δεν διαθέτει το εντυπωσιακό παλμαρέ τίτλων του Γερμανού συναδέλφου του ούτε παρουσία στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα αντίστοιχη του συμπατριώτη του. Δέχεται, όμως, σχεδόν σε κάθε επαφή του με την μπάλα περίπου την ίδια αμφισβήτηση και βρίσκεται μονίμως στο «μικροσκόπιο» της εξέδρας, που καθόλου υπομονετικά, στέκεται στην γωνία έτοιμη να κράξει το παραμικρό ψεγάδι ή λάθος του στα ματς που αγωνίζεται.
Από όσα συμβαίνουν σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, οι οπαδοί καταλαβαίνουν τα μισά. Το χαμηλό αυτό ποσοστό γίνεται ακόμη μικρότερο για τους μεγάλους θεωρητικούς της μπάλας που παρακολουθούν το «τόπι» από την καναπεδάρα τους και παλινδρομούν στη διάρκεια ενός 90λεπτου από την πλήρη αποθέωση των «τιτάνων της ομαδάρας τους» μέχρι την ολική απαξίωση των «παλτών που μάζεψε ο πρόεδρος».
Ίσως αυτή η άγνοια σημαντικών λεπτομερειών είναι που οδηγεί στην δυσπιστία. Και η άγνοια για τα βασικά του ποδοσφαίρου γίνεται μεγαλύτερη όταν ο μέσος φίλαθλος (ή ακόμη χειρότερα, οπαδός) δεν κρίνει έναν επιθετικό, όπου ο συλλογισμός τύπου «μα έβαλε γκολ» είναι εύκολος και απλοϊκός ή έναν στόπερ ή τερματοφύλακα, όπου επίσης η διαδικασία κρίσης είναι σχετικά απλή.
Ο χώρος του κέντρου, αντίθετα, είναι πιο δύσκολος. Από τους τρεις ή τέσσερις παίκτες που αγωνίζονται (συνήθως) κάποιοι βρίσκονται εκεί έχοντας ρόλους και οδηγίες από τους προπονητές τους, που εμείς συχνά αγνοούμε. Είναι εύκολο να αφήσεις τον Βαλμπουενά, για παράδειγμα, να κάνει ό,τι θέλει, επειδή γνωρίζεις ότι η τεχνική κατάρτισή του ή φαντασία και το ταμπεραμέντο του είναι τέτοιο που αυτή η ελευθερία θα γεννήσει κάτι καλό.
-Οι υπόλοιποι λειτουργούν με βάση το… μάνιουαλ του προπονητή. Είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα που δεν ταιριάζουν στον καθένα και γι’ αυτό εκείνοι που κατορθώνουν τελικά να κάνουν καριέρα είναι οι… υπάκουοι, οι καλοί μαθητές που είναι διατεθειμένοι να τσαλακωθούν και να εμπλακούν σε χαμαλοδουλειές καθόλου δημοφιλείς μεταξύ των συναδέλφων τους.
Ο Μπουχαλάκης, στα 26 του πια, ξέρει να κάνει καλά πολλά πράγματα μέσα στο γήπεδο. Και μην σπεύσει κανείς να πει «ναι, έχει καλό αριστερό σουτ) διότι αυτό είναι το προφανές και επιπλέον δεν αποτελεί τον βασικό λόγο για τον οποίο βρίσκει θέση στην 11άδα του Ολυμπιακού.
Είναι εκεί επειδή μπορεί σε καταστάσεις άμυνας να μετατρέπεται σε τρίτο στόπερ, έχοντας καλή γνώση της λειτουργίας στα μετόπισθεν και έτσι καταφέρνει να μην μπερδεύεται στα πόδια των υπόλοιπων, ενώ μπορεί από τα πόδια του να ξεκινήσει άμεσα μια αντεπίθεση, αφού –σε αντίθεση με έναν κλασικό κεντρικό αμυντικό- εκείνος διαθέτει το ποδοσφαιρικό μυαλό και την δυνατότητα να πάρει την πρώτη μπάλα και να την προωθήσει σωστά με μια ψύχραιμη κοντινή πάσα ή μια μακρινή μπαλιά που θα οδηγήσει σε ανισορροπία τους αντιπάλους.
Είναι εκεί επειδή έχει το ύψος που τον κάνει απαραίτητο και στις δύο μεγάλες περιοχές στις στημένες φάσεις. Έτοιμος για την κεφαλιά που θα αποτρέψει έναν κίνδυνο για την ομάδα του και θα δημιουργήσει άλλον για τους… απέναντι. Ειδικά στην περίπτωση του φετινού Ολυμπιακού που το έχει μεγαλύτερη ανάγκη λόγω της ταυτόχρονης παρουσίας στην 11άδα παικτών σαν τον Ποντένσε ή τον Βαλμπουενά, που βεβαίως γνωρίζουν καντάρια μπάλα, αλλά όπως και να το κάνουμε με 1.60 ύψος δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά εκεί… ψηλά!
Και –τέλος- είναι εκεί επειδή είναι μάγκας! Ναι, σωστά διαβάσατε. Ο Μπουχαλάκης (και ο κάθε Μπουχαλάκης) είναι μέγας μάγκας. Επειδή παίζει έχοντας απόλυτη επίγνωση της μουρμούρας της εξέδρας και της καχυποψίας των οπαδών. Επειδή καταλαβαίνει και το παραμικρό μπινελίκι που θα ρίξει ο τελευταίος άσχετος από την κερκίδα, αντιλαμβάνεται την δυσφορία σε όλη της την έκταση που φέρνει μια λάθος πάσα, ένα κακό σουτ, μια «ποδιά» που του σκάσει ένας αντίπαλος.
Και παρά τα όσα ακούει ή περιμένει να ακούσει, έχει το ψυχικό σθένος να τα προσπεράσει όλα και να παραμένει ευθυτενής και προσηλωμένος στις οδηγίες του εκάστοτε προπονητή του, γνωρίζοντας ότι οι δυο τους κάτι σκαμπάζουν παραπάνω από μπάλα σε σχέση με τους επικριτές τους.