Σε τρία διαδοχικά Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (1988, ‘89, ‘90) ο Άρης δεν είχε καταφέρει να συνοδεύσει με τη συλλογική «ολοκλήρωση» για το ελληνικό μπάσκετ τον άθλο στο Ευρωμπάσκετ του ’87, χάνοντας στους αντίστοιχους ημιτελικούς από Τρέισερ, Μακάμπι και Μπαρτσελόνα.
Τελικά η πρώτη ελληνική ομάδα που θα κατακτούσε ευρωπαϊκό τρόπαιο μετά από εκείνο της ΑΕΚ το ’68 θα ήταν ο ΠΑΟΚ, με τη νίκη του το ’91 στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων απέναντι στη Σαραγόσα (76-72).
Ένα χρόνο αργότερα ο Δικέφαλος έφτασε μια ανάσα από το back to back, αλλά το λάθος του Φασούλα και το καλάθι του Ρίκι Μπράουν στην εκπνοή στέρησαν από τον Μπάνε Πρέλεβιτς αυτό που άξιζε με τη συγκλονιστική εμφάνιση του στον τελικό της Ναντ, απέναντι στη Ρεάλ.
Κατακτώντας πολύ εύκολα το πρωτάθλημα Ελλάδας την ίδια σεζόν, ο Δικέφαλος ήταν καθ’ όλα έτοιμος να ανοίξει τα φτερά του για το Κύπελλο Πρωταθλητριών και να διεκδικήσει αυτό που είχε αφήσει ανολοκλήρωτο ο Άρης. Η απόκτηση του Κλιφ Λέβινγκστον το καλοκαίρι του ’92, η συγκυρία της διεξαγωγής του Final Four στην Ελλάδα και η μίξη εμπειρίας σε ρόστερ και τεχνικό επιτελείο, τον αναδείκνυαν προτού ακόμα ξεκινήσει η σεζόν σε ένα από τα top φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου.
Όταν πια έφτασε περπατώντας στην τελική τετράδα – παίρνοντας την πρώτη θέση στον όμιλο του και κάνοντας πλάκα στα πλέι-οφ, με «σκούπα» απέναντι στην Πο Ορτέζ – οι περισσότεροι έψαχναν να βρουν ποιος θα είναι ο δεύτερος: η Ρεάλ του Σαμπόνις, η Λιμόζ του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς ή η Μπένετον Τρεβίζο του Τόνι Κούκοτς;
Για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ, που γέμισαν το ΣΕΦ στις 13 Απριλίου του ’93, αυτό ήταν μια ασήμαντη λεπτομέρεια, που απλώς θα συνόδευε την πρώτη στέψη ελληνικής ομάδας στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή διοργάνωση. Η αισιοδοξία άγγιζε τα όρια της βεβαιότητας. Την 15η Απριλίου θα στηνόταν στον Πειραιά και το Λευκό Πύργο ένα ασπρόμαυρο «πάρτι». Ακόμα και οι οπαδοί του… Άρη είχαν προετοιμαστεί ψυχολογικά για την επικείμενη καζούρα.
Ποιος μπορούσε να αδικήσει όλους εκείνους που πίστευαν ότι αυτό το τρόπαιο δεν γινόταν να χαθεί; Τη μίνι dream team, αποτελούμενη από Κόρφα, Πρέλεβιτς, Λίβινγκστον, Μπάρλοου, Φασούλα καθοδηγούσε ο πολύς Ντούσαν Ίβκοβιτς. Απέναντι της, με μειονέκτημα έδρας, η παντελώς άπειρη Μπένετον Τρεβίζο. Με ενορχηστρωτή μεν τον Τόνι Κούκοτς, αλλά με έναν παντελώς μονοδιάστατο Αμερικανό (Τιγκλ), με έναν άτεχνο σέντερ (Ρουσκόνι) και με γηγενείς από το «2» έως το «4», που δεν έλαμψαν ποτέ με την Εθνική Ιταλίας (Ραγκάτσι, Ιακοπίνι, Βιβιάνι, Σκαρόνε, Πελεκάνι). Στον τελικό ο πρωταθλητής Ελλάδας θα έβρισκε είτε την παρηκμασμένη Ρεάλ, είτε την ατάλαντη Λιμόζ, που χρειάστηκε ένα… πάτημα γραμμής του Ζάρκο Πάσπαλιε για να περάσει – παρά το πλεονέκτημα έδρας – στο Final Four.
Το μοναδικό «ψεγάδι» σε όλο το σκηνικό ήταν ο τραυματισμός του Χρήστου Τσέκου (σε τροχαίο), που τέθηκε εκτός μάχης λίγες ημέρες πριν. Η απώλεια απέκτησε ειδικό βάρος στο πρώτο κιόλας πεντάλεπτο του ημιτελικού, καθώς τόσο χρόνο χρειάστηκαν οι διαιτητές για να φορτώσουν τον Παναγιώτη Φασούλα με τρία φάουλ. Παρά ταύτα ο ΠΑΟΚ προηγήθηκε στο 19’ με 51-42 και μπήκε στην τελική ευθεία του ματς με προβάδισμα εφτά πόντων (68-61).
Τότε άρχισαν να ξυπνούν τα… φαντάσματα. Ο Ιακοπίνι ντύθηκε… Λάρι Μπεντ και με 4/4 συνεχόμενα τρίποντα (!) έδωσε προβάδισμα στην ομάδα του με 73-71. Ο ΠΑΟΚ ισοφάρισε με τον Φασούλα και με δύο διαδοχικά καλάθια του Πρέλεβιτς πέρασε μπροστά με 77-75. Είχε όμως την ατυχία να κάνει εκείνο το βράδυ και ο Ρουσκόνι το ματς της ζωής του. Με 2/2 βολές ο Ιταλός έφερε το παιχνίδια στα ίσια, φτάνοντας τους 23 πόντους.
Και τα… μεταφυσικά δεν σταμάτησαν εκεί. Ο ηγέτης του ΠΑΟΚ υποβαθμίστηκε σε μοιραίος, χάνοντας αρχικά 1+1 βολές και ακολούθως ξοδεύοντας τη μεγάλη ευκαιρία να πασάρει στον αμαρκάριστο Κόρφα αριστερά του, που είχε ευστοχήσει ήδη σε τέσσερα τρίποντα στο παιχνίδι. Το σουτ του Μπάνε αλλοιώθηκε και το δράμα ολοκληρώθηκε στην τελευταία επίθεση της ομάδας του Πέταρ Σκάνσι. Ο Κούκοτς τράβηξε όλη την άμυνα πάνω του και την κατάλληλη στιγμή πάσαρε στον Ραγκάτσι, που πατώντας οριακά τη γραμμή του τριπόντου, έγραψε το 77-79 στα 2,3’’ πριν από το φινάλε.
Ήταν το καλάθι που κόστισε στην καλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα της χρονιάς (και πιθανότατα κορυφαία πεντάδα) της Ευρώπης την τριετία 1991-1994, τον τίτλο της πρωταθλήτριας.
Στη συνείδηση των οπαδών του Δικεφάλου, αυτό το παιχνίδι έχει την στάμπα του «καταραμένου», όπως ακριβώς για αυτούς του Ολυμπιακού ο τελικός του Τελ Αβίβ με την Μπανταλόνα. Αποκαμωμένος από την αποτυχία, ο ΠΑΟΚ ηττήθηκε στους ημιτελικούς του πρωταθλήματος από τον Ολυμπιακό και πιθανότατα το σουτ – «μαχαιριά» του Ραγκάτσι του στέρησε την ευκαιρία να εγκαθιδρύσει τη δική του δυναστεία. Για πολλούς βέβαια ο ΠΑΟΚ της επόμενης χρονιάς, με Μπέρι και Σάβιτς, ήταν ακόμα καλύτερος (διαλύοντας την Στεφανέλ Τριέστε στον τελικό του Κυπέλλου Κόρατς), ωστόσο αφενός μεν δεν μπορούσε να διεκδικήσει ξανά τη μεγάλη κούπα, αφετέρου εντός συνόρων έπεσε πάνω στον Ολυμπιακό των Πάσπαλιε και Τάρπλεϊ.
Η νίκη επί της Ρεάλ στο μικρό τελικό του Final Four ήταν αδύνατο βέβαια να χρυσώσει το χάπι. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαιτησία του ημιτελικού (κατά βάση την υπερβολική προστασία σε Ρουσκόνι και Κούκοτς), οι οπαδοί του ΠΑΟΚ άδειασαν το ΣΕΦ κατά τη διάρκεια του τελικού. Δεν έχασαν και… τίποτα. Σε ένα ματς – κλοτσοπατινάδα, το κατενάτσιο της Λιμόζ επικράτησε με 59-55 της Μπένετον. «Απόψε πέθανε το μπάσκετ», δήλωσε ο Σκάσνι, «προπονώ μόνο για το 10%, γιατί τόσοι ξέρουν μπάσκετ», αντέτεινε ο θριαμβευτής Μάλκοβιτς.
Μία μεγάλη περίοδος κακοποίησης του αθλήματος ξεκίνησε εκείνο το βράδυ στο ΣΕΦ (και τελείωσε οριστικά με την είσοδο των 24 δευτερολέπτων). Μια περίοδος, που πιθανότατα δεν θα είχε «ζήσει» ποτέ το άθλημα αν ο Τζον Κόρφας είχε πάρει εκείνη την πάσα, που ακόμα… περιμένει, αγκυροβολημένος στη γωνία.