Έβγαλε από τα ρούχα του μέχρι και τον Τζόρνταν: Ο καλύτερος trash-talker του NBA

Μεγάλος παίκτης, ακόμα μεγαλύτερο στόμα…

Στην ελληνική γλώσσα το «σφάζω με το γάντι» σημαίνει ότι προσβάλλω κάποιον διακριτικά.

Το «πετάω το γάντι» σημαίνει ότι κάποιον τον προκαλώ.

Το «σηκώνω το γάντι» σημαίνει ότι δέχομαι την πρόκληση κάποιου και απαντάω αντίστοιχα.

Ε, στη διάλεκτο του ΝΒΑ το «γάντι» είναι επίσης συνυφασμένο με όλες αυτές τις έννοιες του καυγά. Της μανούρας. Του λεκτικού bulling. Του παλιού πατροπαράδοτου τσαμπουκά.

Χάρη στον Γκάρι Πέιτον!

Έχοντας κερδίσει αυτό το παρατσούκλι εξαιτίας της καταπληκτικής του άμυνας, ο πρωταθλητής και 9 φορές All Star δεν εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του μονάχα με το να «εφαρμόζει» πάνω τους.

Το έκανε συντρίβοντας παράλληλα την ψυχολογία τους: Με το ατελείωτο και ανυπόφορο trash-talking του!

Υπήρξαν κι άλλοι σταρ του NBA που ήταν εξπέρ στο συγκεκριμένο κομμάτι. Ο αξέχαστος Λάρι Μπερντ (που ρωτούσε τον αντίπαλό του από πού να βάλει το νικητήριο καλάθι). Ο τεράστιος Μάικλ Τζόρνταν (που αποκαλούσε τον εαυτό του «μαύρο Ιησού»).

Κανείς τους όμως δεν κατάφερνε να κλονίζει τόσο πολύ την ψυχολογία του άλλου με τόσο αποτελεσματικό (και τόσο οδυνηρό ενίοτε) τρόπο που το έκανε ο Πέιτον.

Ήταν τέτοια η επιμονή και το ανεξάντλητο ρεπερτόριό του σε προσβολές και τσιγκλίσματα που ενίοτε ενοχλούνταν ακόμα και οι συμπαίκτες του!

«Μερικές φορές σε κάνει να θέλεις να βρεις μια βιβλιοθήκη ή κάτι σχετικό. Κάτι απόλυτα ήσυχο», όπως είχε ομολογήσει ο Μάικλ Κέιτζ (με τον οποίο έπαιζαν μαζί στους Σόνικς).

Γιατί ο Πέιτον δεν περιοριζόταν στα κλασικά μπινελίκια και mind games. Ήταν ευφάνταστος. Έβρισκε συνεχώς νέους τρόπους να πικάρει τους αντιπάλους του. Ακόμα και «έρευνα» για τον προσωπικό του αντίπαλο μπορούσε να κάνει πριν το παιχνίδι.

Και εντάξει να ήταν κάποιος ρούκι (τους οποίους ΠΑΝΤΑ φρόντιζε να «ψαρώνει» στα πρώτα τους παιχνίδια). Εντάξει να ήταν κάποιος προπονητής (όπως ο Σίντνεϊ Λόου που δεν φημιζόταν για το ύψος του και τον άκουσε κάποτε να του λέει «κάτσε κάτω, στρουμφάκι»).

Το θέμα είναι πως ο Πέιτον δεν δίσταζε να τα βάλει και με ολόκληρη… εξέδρα αν χρειαζόταν. «Αν κάποιος μου μιλήσει από το κοινό, θα του αντιμιλήσω, επειδή μπορώ να το υποστηρίξω όλο αυτό. Μόλις κάνω κάτι καλό στο γήπεδο, θα το βουλώσουν», έλεγε χαρακτηριστικά τότε.

Ή γινόταν ακόμα πιο… γλυκός, απαντώντας σε φίλαθλο πίσω του: «Πληρώνεις για να με δεις, δεν πληρώνω εγώ για να βλέπω εσένα. Οπότε, γιατί δεν σκας να δεις το παιχνίδι»;

Όλα τα λεφτά όμως ήταν οι διάλογοι με τους αντιπάλους του στο παρκέ. Όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Όσο μεγάλο όνομα κι αν κουβαλούσαν. Για όλους ήξερε (ή φρόντιζε να βρει στην πορεία του ματς) ποια ήταν η «αχίλλειος πτέρνα» τους.

«Μπορούσα να χρησιμοποιήσω πράγματα από την προσωπική του ζωή. Αν ήξερα κάτι για κάποιου τη μητέρα, την αδερφή, αν τον είχε συλλάβει η αστυνομία να οδηγεί μεθυσμένος, το χρησιμοποιούσα. Ίσως ήταν σκληρό για κάποιους, αλλά εγώ το έκανα», όπως έχει παραδεχθεί κυνικά.

Υπήρξαν μάλιστα φορές που βγήκε εκτός ορίων. Σε έναν τεράστιο καυγά του με τον Ρίκι Πιρς είχαν ακουστεί μεταξύ τους ατάκες του τύπου «θα σκοτώσω την οικογένειά σου».

Ή σε μια άλλη περίπτωση με τον Λαμάρ Όντομ, έλεγε επί ώρα πράγματα για τη μάνα του, ενώ εκείνη είχε πεθάνει λίγες μέρες πριν. Φυσικά δεν το ήξερε, ζήτησε συγγνώμη εκ των υστέρων και τη χαρακτήρισε ως μια από τις φορές που το μετάνιωσε.

Ήταν όμως ελάχιστες αυτές οι φορές… Και σίγουρα δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτές οι πιο διάσημοι καυγάδες του: Αυτοί με τον Μάικλ Τζόρνταν…

Το να καταφέρεις να σε δει ανταγωνιστικά ο μεγαλύτερος παίκτης όλων των εποχών (ακόμα και στο trash-talking) είναι από μόνο του επιτυχία. Και ο γίγαντας ο Πέιτον το κατάφερε όχι μια, αλλά δυο φορές!

Την πρώτη σε παιχνίδι της preseason και ενώ ο ίδιος ήταν… ρούκι! Το διανοείσαι; Ήταν ρούκι, περνούσε μπροστά από τον Μάικλ Τζόρνταν (που δεν αγωνιζόταν καν και καθόταν πιθανότατα βαριεστημένος στον πάγκο) και τον προκαλούσε!

Φυσικά ο Τζόρνταν το θυμόταν στο πρώτο ματς που έπαιξαν αντίπαλοι. Και αφού αμέσως μετά το τζάμπολ φώναξε «αφήστε τον πιτσιρικά σε μένα», του είπε ότι δεν είχε ξεχάσει αυτό που έκανε το καλοκαίρι και σκόραρε 35 πόντους εναντίον του.

Ο Πέιτον όμως προφανώς και δεν πτοήθηκε. Αντιθέτως, στους τελικούς του 1996 έβγαλε από τα ρούχα του όχι μόνο τον ίδιο τον MJ, αλλά και… όλους σχεδόν τους Σικάγο Μπουλς:

«Ειπώθηκαν πολλές βρισιές. Πολλά “shit”, “fuck”, κλπ. Ε, μετά στον καυγά μπήκε ο Ρον Χάρπερ, μετά ο Σκότι Πίπεν, μετά ο Φιλ Τζάκσον. Τσακωνόμασταν και οι τέσσερις φωνάζοντας «fuck you»!

Για όσους βέβαια έχουν παίξει αντίπαλοί του όλα αυτά δεν ήταν έκπληξη. Τουναντίον. Τον είχαν ακούσει δεκάδες φορές να τους προβοκάρει. Να τους φωνάζει ότι δεν μπορούν να τον σταματήσουν.

Κάποτε ισοπέδωσε την ψυχολογία ενός ρολίστα, λέγοντάς του «φίλε, του χρόνου δεν θα είσαι καν στο NBA». Ακόμα και το εκνευριστικό φύσημα στο αυτί (που έγινε viral όταν το έκανε ο Λανς Στίβενσον στον Λεμπρόν Τζέιμς) δική του… πατέντα ήταν!

Ο μόνος που δεν «μάσησε» ποτέ -κατά ομολογία του ίδιο του Πέιτον- ήταν ο Τζον Στόκτον! Δεν του απαντούσε και δεν φαινόταν καν να τον απασχολούν αυτά που έλεγε. «Με αντιμετώπιζε σαν να ήμουν αόρατος», όπως έλεγε εκνευρισμένος…

Σαν τον αόρατο εχθρό που φρόντιζε να έχει ο ίδιος στις προπονήσεις. Εκεί όπου δούλευε, εκτός των άλλων, ΚΑΙ στο trash-talking. Κάνοντας σουτ (χωρίς να βρίσκεται άλλος στον χώρο) και φωνάζοντας στον… κανένα:

«Κατέβασε το χέρι σου κάτω, δεν μπορείς να το κόψεις»! «Πολύ αργά, πάρε το λεωφορείο και έλα γρηγορότερα την άλλη φορά»! «Μην γυρίσεις καν να κοιτάξεις, ξέρεις ότι πήγε μέσα»! «Ωωωω, άλλο ένα! Πώς σου φάνηκε;»