Υπάρχει κόσμος που ακόμα και επί Φερνάντο Σάντος, σε εποχές δηλαδή που η Εθνική είχε αλλεργία στην ήττα, το σκεφτόταν να κάτσει για να δει αγώνα της.
Μεταξύ μας το ποδόσφαιρο της Εθνικής δεν το έλεγες ψυχαγωγικό ούτε επί Ότο Ρεχάγκελ, για την ακρίβεια θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις και ανυπόφορο σε αρκετές περιπτώσεις, όπως π.χ. στο Euro 2008 ή στον αγώνα με την Αργεντινή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010.
Τούτη εδώ η έκδοση, που παρουσίασε ο Τζόνι Φαν’τ Σιπ, με τέσσερις παίκτες max έως 22 ετών στο βασικό σχήμα (Παυλίδης, Λημνιός, Γαλανόπουλος, Χατζηδιάκος), με 11αδα που πριν από το ματς την έβλεπες και σταυροκοπιόσουν και με το βαθμολογικό κίνητρο να «καίει» μόνο τη Βοσνία, τη λες και επαναστατική για τα δεδομένα του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Είναι αμφίβολο αν σε παιχνίδι που αντίπαλος δεν ήταν μια ομάδα τύπου Λιχτενστάιν έχει βγάλει ξανά στο παρελθόν η Εθνική Ομάδα τόσο κυριαρχική εικόνα. Προέκταση αυτού ο πρωτοφανής αριθμός των 25 τελικών προσπαθειών κόντρα σε ομάδα αυτού του επιπέδου. Σύμφωνοι, η Βοσνία εμφανώς δεν βρέθηκε σε καθόλου καλή μέρα, αλλά ο λόγος που έμοιαζε με μικτή παλαιμάχων από το Σαράγεβο ήταν η τεράστια διαφορά ταχύτητας και τακτικής πειθαρχίας ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Το θέαμα ήταν σαν η ομάδα με τα μπλε να είναι απεγνωσμένη για τη νίκη και αυτή με τα άσπρα (που μόλις τρεις ημέρες πριν είχε ρίξει τέσσερα γκολ στη Φινλανδία) να κάνει αγγαρεία. Οι Έλληνες διεθνείς ξεχείλιζαν από πάθος και ενέργεια, πιέζοντας ασφυκτικά και κυρίως συντονισμένα έως το τελευταίο λεπτό τους Βόσνιους, που δεν είχαν κανένα τρόπο να μεταφέρουν με ασφάλεια την μπάλα στο δικό μας μισό. Καλές αποστάσεις, κίνηση χωρίς την μπάλα, εξαιρετικό passing game και πάνω απ’ όλα ασίγαστη διάθεση και στα 90’ ήταν τα στοιχεία με τα οποία επανασυστήθηκε το βράδυ της Τρίτης η Εθνική στο ελληνικό κοινό.
«Προσπαθούμε να αλλάξουμε στιλ, να έχουμε την μπάλα στα πόδια και να παράγουμε ποδόσφαιρο», δήλωσε μετά το τέλος του ματς ο Φαν’τ Σιπ, ως γνήσιος… Ολλανδός που αναδεικνύει την ποδοσφαιρική καταγωγή του. «Αυτοί οι παίκτες είναι ικανοί να υπηρετήσουν το πλάνο», πρόσθεσε, έχοντας επικοινωνήσει νωρίτερα με την εμφάνιση της ομάδας του λόγου το αληθές. Ποιος πράγματι πίστευε πριν από αυτό το παιχνίδι ότι υπάρχει (διαχρονικά) μια version ενδεκάδας της Εθνικής ποδοσφαίρου που θα μπορούσε να καθηλώσει τον Έλληνα φίλαθλο με την επιθετική λειτουργία της; Και ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτοί οι συγκεκριμένοι 11, που δεν έχουν παίξει ποτέ ξανά μαζί, θα εμφάνιζαν τέτοιο βαθμό ομοιογένειας και τόσο μεγάλη θέληση ώστε να εξαφανίσουν μια ομάδα που τον περασμένο Ιούνιο ηττήθηκε στο Τορίνο από την Ιταλία με γκολ στο 86’, ολοκληρώνοντας το ματς με 15 τελικές έναντι 17 των «ατζούρι»;
Γράφτηκαν πολλά τους τέσσερις τελευταίους μήνες για τον Φαν’τ Σιπ και την επιλογή της ομοσπονδίας να προσλάβει έναν τεχνικό χωρίς σπουδαίες παραστάσεις και περγαμηνές. Γράφτηκαν ακόμα και χθες λίγο πριν από τον αγώνα, με την (ακατανόητη στο «γυμνό» μάτι) επιλογή του να βάλει στο κέντρο της άμυνας τον Σταφυλίδη και να αφήσει στον πάγκο τους πολύ καλούς στη Ρώμη, Ζιόβα και Ζέκα. Όλα όσα γράφτηκαν έμοιαζαν λίγο – πολύ δικαιολογημένα.
Αυτό που απέδειξε ο Ολλανδός όμως και στο ματς του Σαββάτου και στο χθεσινό είναι ότι πίσω από το προσκήνιο και τη φαινομενική διάθεση του να κάνεις διαρκώς πειράματα, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά και ξεκάθαρη στόχευση. Υπάρχουν ποιοτικές προπονήσεις, ομοψυχία που βγάζει μάτια και ένα γκρουπ παικτών που έχει ξεκάθαρα πειστεί ότι αυτή η ομάδα μπορεί (επιτέλους) να παίξει ποδόσφαιρο δράσης και όχι μόνο αντίδρασης.
Το βέβαιο είναι ότι πέραν των παικτών θα αγκαλιάσει και ο κόσμος ένα τέτοιο εγχείρημα ενόψει των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Και αν τότε η Εθνική έχει στη διάθεση της και τον Κώστα Φορτούνη η προσπάθεια να αποκτήσει επιθετική ταυτότητα είναι δεδομένο ότι θα απλοποιηθεί. Όχι μόνο γιατί θα προστεθεί ο πιο ποιοτικός δημιουργικά Έλληνας ποδοσφαιριστής στο ρόστερ, αλλά και γιατί… δαίμονες όπως ο Δημήτρης Λημνιός θα έχουν να κερδίσουν πολλά από την ταυτόχρονη παρουσία του Φορτούνη στην ενδεκάδα και την ενασχόληση της εκάστοτε αντίπαλης άμυνας μαζί του.
Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσουμε κάποιον από τη χθεσινή συνολικά υπεράνω κάθε προσδοκίας εμφάνιση, αλλά ο 21χρονος εξτρέμ του ΠΑΟΚ δείχνει να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζουμε «next best thing». Όταν στη δεύτερη μόλις εμφάνιση του με την Εθνική μπορεί να προκαλεί τόσους μπελάδες σε τόσο πιο έμπειρους παίκτες, κυριαρχώντας μεταξύ άλλων απέναντι στον Σέαντ Κολάσινατς, τότε μπορούμε να ρισκάρουμε την πρόβλεψη ότι κάτι πολύ ελπιδοφόρο γεννήθηκε σε έναν από τους πιο αδιάφορους αγώνες της Εθνικής τα τελευταία 15 χρόνια, σε ένα «παγωμένο» από τη λειψανδρία ΟΑΚΑ.