Επιλογή Φαν’ τ Σχιπ: Ο παίκτης που μπορεί να αλλάξει το κέντρο της Εθνικής και ελάχιστοι ξέρουν

Ένας αγωνιστικός θησαυρός με τεράστια περιθώρια βελτίωσης…

Μπορεί να ήσουν ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της- να έκοβες, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, τις φλέβες σου και να έσταζε γαλανόλευκο. Ή, από την άλλη, να ήσουν ο μεγαλύτερος πολέμιός της, ο οποίος την έβλεπε να παίζει και έβγαζε ποδοσφαιρικές φλύκταινες.

Τέλος, μπορεί να εντασσόσουν σ’ εκείνη την… αξιολύπητη μειονότητα των πραγματικά αντικειμενικών, οι οποίοι απέφευγαν τις άναρθρες κραυγές και τις εμβριθείς αναλύσεις («Έλα μωρέ τώρα ξερωγώ μωρέ, έλα να πούμε με τον έτσι και τον άλλονε τον γιουβέτσι, ξερωγώ, που τα στήνουν όλα για το στοίχημα»)- για την ακρίβεια, δεν είχε την παραμικρότερη σημασία.

Γιατί, πολύ απλά, εδώ υπήρχε μια πανθομολογούμενη αλήθεια που έκανε και τις 3 ανωτέρω κατηγορίες να συμφωνούν: η Εθνική μας τον τελευταίο πολύ καιρό δε βλεπόταν ούτε αν εκπλήρωνες την επιθυμία του Αλκίνοου Ιωαννίδη να πιει όλο τον Βόσπορο, με τον συγκεκριμένο Βόσπορο να είναι γεμάτος με γενναίες ποσότητες αλκοόλ.

Τα προκριματικά για το Euro του 2020 είχαν εξελιχθεί σ’ επίπονη διαδικασία για τα μάτια και την ψυχή, η εικόνα μας ήταν ελαφρώς χειρότερη κι από αυτήν του ΑΝΤ1 όταν έδειχνε Ευρωμπάσκετ και επί Αναστασιάδη στ’ αποδυτήρια, δεν ξέρουμε αν το είχατε προσέξει, όμως ήμασταν μια ωραία ατμόσφαιρα, ήμασταν.

Κάπου εκεί- και μετά τις δηλώσεις των «παλιών» με τις οποίες πιάσαμε και επίσημα πάτο-, η Ομοσπονδία πήρε την απόφαση να δώσει το τιμόνι σ’ έναν κινούμενο γλωσσοδέτη: τον Τζον Φαν Σιπ ή Φαν’τ Σχιπ ή Φαν Σχιπ. Τον Τζον, τέλος πάντων.

Ο Ολλανδός αρχικά αντιμετωπίστηκε όπως του άρμοζε- δεδομένου, πάντα, ότι μιλάμε για την ελληνική πραγματικότητα: σαν ποδοσφαιρικός τσομπάνης με την αμπαλίαση να ρέει άφθονη στο αίμα του

Ωστόσο, σιγά-σιγά κέρδισε τις εντυπώσεις εκτός των τεσσάρων γραμμών με τη θαρραλέα απόφασή του να μην καλέσει Μανωλά και Παπασταθόπουλο (των δύο, ενδεχομένως, κορυφαίων Ελλήνων παικτών) και στη συνέχεια και στο χορτάρι, καθώς η βελτίωση ήταν εμφανής.

Μέχρι που ήρθε η ανέλπιστη, σχεδόν, νίκη επί της Βοσνίας- σ’ ένα παιχνίδι, θυμίζουμε, που το νέο αίμα είχε ρόλο πρωταγωνιστή- και αίφνης ο Φαν’τ Σχιπ ανήχθη, όπως συνηθίζουμε στα μέρη μας, σε προπονητικό γκουρού που σπάνια συναντά κανείς στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.

Όπως και να ’χει, εκείνο που μετράει είναι η σαφής πρόθεση του Ολλανδού για πειραματισμούς και φρεσκάρισμα του συνόλου του, μέχρις ότου να βρει το καλύτερο δυνατό γκρουπ παικτών που θ’ απαρτίζουν την εκάστοτε αποστολή της εθνικής.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, ακούστηκε πως στα άμεσα πλάνα του είναι το να καλέσει τον Σεμπάστιαν Βασιλειάδη στους αγώνες με την Αρμενία και την Φινλανδία, προκειμένου να σχηματίσει καλύτερη εικόνα για την αγωνιστική του αξία.

Σύμφωνοι, το πρώτο που σκέφτηκε κανείς ακούγοντας το μικρό όνομα του Βασιλειάδη είναι μάλλον το «Κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όμως για μισό λεπτό: μήπως ο Φαν’τ Σχιπ ξέρει τι κάνει;

Ο μικρός (22 ετών) αγωνίζεται με τη φανέλα της πτωχής πλην τίμιας Πάντερμπορν στο, εξαιρετικής δυσκολίας, πρωτάθλημα της Γερμανίας και κάνει, τηρουμένων των αναλογιών, αμούστακους παπάδες.

Αγωνίζεται ως επιτελικός μέσος και ήδη, μετά από 7 αγωνιστικές, φιγουράρει στην 6ηθέση των παικτών που έχουν τρέξει τα περισσότερα χιλιόμετρα στην Bundesliga- ξεκάθαρο δείγμα, δηλαδή, πως μιλάμε για τρεχαντίρι περιωπής.

Προέρχεται, μάλιστα, από μια πάρα πολύ «γεμάτη» χρονιά (2018-2019) στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία της Γερμανίας, καθώς πέρυσι μέτρησε 28 εμφανίσεις με 6 γκολ και 8 ασίστ, δείγμα παίκτη που μπορεί και να σκοράρει αλλά και να μοιράσει παιχνίδι.

Ο Βασιλειάδης (ο οποίος έχει Έλληνα πατέρα και Γερμανίδα μητέρα) μπορεί ν’ αγωνιστεί, λένε οι ειδήμονες, σε δύο θέσεις και παρά το γεγονός πως η Πάντερμπορν δεν είναι ακριβώς και το όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή, καταφέρνει να ξεχωρίσει στην προβληματική της μεσαία γραμμή, παίζοντας σ’ ένα εξαιρετικά physical πρωτάθλημα.

https://www.youtube.com/watch?v=jdH9NrWH3m4

Εντάξει, ναι: ο  22χρονος παίκτης δεν πρόκειται να πάρει ξαφνικά την Ελλάδα από το χεράκι και να την επαναφέρει στο μονοπάτι των ακαταλαβίστικων, για τη δυναμική της, επιτυχιών, όμως αρκεί να βάλει το πόδι του στο άκρως ενδιαφέρον πρότζεκτ που μοιάζει να έχει στα σκαριά ο Φαν’τ Σχιπ.

Ποιο είναι αυτό; Παιδιά που δε θεωρούν πως κάνουν χάρη στην εθνική που φοράνε τη φανέλα της, παιδιά που έχουν όρεξη και δεν έρχονται για αγγαρεία, παιδιά που η φλόγα καίει άσβεστη στα μάτια τους, παιδιά, εν ολίγοις, διψασμένα και όχι απαραίτητα «φτασμένα».

Είναι τέτοιος ο Βασιλειάδης; Θα φανεί στο γήπεδο, όμως όλα συνηγορούν ότι ναι, είναι. Εξ ου και η επικείμενη πρόσκληση από τον ομοσπονδιακό τεχνικό.

Κάποιος, το προσεχές διάστημα, θα τον φωνάξει «Σεμπάστιαν» και θα του δώσει μια γαλανόλευκη φανέλα.

Δικαίως.

Πάμε, μικρέ…