Πρότζεκτ Μήτογλου: Μπορεί να γίνει ο «Έλληνας Γκιστ»;

Το πεπρωμένο του τον… βάζει στη ρακέτα

Η σχέση του Ντίνου Μήτογλου με τον αθλητισμό ήταν σχεδόν πάντα συνάρτησή του ύψους του. Από τότε που ξεκινούσε κιόλας, όχι ως μπασκετμπολίστας, αλλά ως ποδοσφαιριστής στους μικρούς του ΠΑΟΚ!

Γιατί κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Από τις Ακαδημίες του δικεφάλου του βορρά όπου ο Έλληνας φόργουορντ άρχισε να κλωτσά και όχι να σκάει την μπάλα, εξαιτίας κυρίως του πατέρα του που υπήρξε παλιός παίκτης της ομάδας.

Ο κύριος Δημήτρης Μήτογλου όταν ο γιος του έφτασε 12 ετών και κόντευε να γίνει 2 μέτρα, συνειδητοποίησε πως με τέτοιο ύψος δεν υπήρχε μέλλον στην «ασπρόμαυρη θεά» και ότι το μέλλον του παιδιού του βρισκόταν στην «πορτοκαλί».

Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που το ύψος του Ντίνου άρχισε να καθορίζει την αθλητική υπόστασή του.

Από τις Ακαδημίες του Θεόδωρου Ροδόπουλου κιόλας φάνηκε πως το επιπλέον χάρισμα αυτού του παιδιού ήταν το πολύ καλό (για ψηλό) περιφερειακό σουτ. Ένα γνώρισμα που του ακολούθησε και στα επόμενα βήματά του, τόσο στον Άρη, όσο και στο Wake Forest, το κολλέγιο από το οποίο έχουν περάσει θρύλοι σαν τον Τιμ Ντάνκαν ή τον Κρις Πολ. Μέχρι και την έλευσή του στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού, πολλοί επέμεναν ότι αυτό το παλικάρι που στο μεταξύ είχε γίνει 2.10, έπρεπε να «κατέβει» στο «3» ή τουλάχιστον να διεκδικεί περισσότερο χρόνο ως small παρά ως power forward, ωστόσο η σωματοδομή του ήταν τέτοια που «ανάγκαζε» τους προπονητές του να τον κρατούν κοντά στην ρακέτα.

Εδώ και κάμποσο καιρό η ατζέντα άλλαξε ξανά.

Πλέον, κρυφά ή φανερά, συζητιέται ολοένα και περισσότερο το ενδεχόμενο μετακίνησής του ακόμη πιο μέσα στο ζωγραφιστό και η χρησιμοποίησή του πιο πολύ σαν center, σε πιο μοντέρνα και… ελληνική εκδοχή του Τζέιμς Γκιστ.

Τα επιχειρήματά τους ενισχύονται από την πιο σύγχρονη προσέγγιση του μπάσκετ, σύμφωνα με την οποία οι θέσεις είναι κάτι σαν τις εποχές. Οι περισσότερες έχουν… καταργηθεί και οι παίκτες χωρίζονται κατά βάση σε δύο κατηγορίες. Στους κοντούς και στους ψηλούς. Και ο Μήτογλου είναι ένας ψηλός που με την δυνατότητα να τα κάνει όλα ή σχεδόν όλα.

Κυρίως μετά την απομάκρυνση του Αργύρη Πεδουλάκη τον είδαμε να διεκδικεί χρόνο στο «5», προτάσσοντας τα δικά του προτερήματα και προσεγγίζοντας τις ανάγκες των αγώνων μέσα από τις δικές του αρετές και προσπαθώντας να κρύψει τις αδυναμίες του έναντι των παραδοσιακών ψηλών αντιπάλων του.

Ό,τι του λείπει σε αλτικότητα το βγάζει σε πείσμα, δύναμη και πονηριά, επιχειρώντας να παίξει άμυνα από μπροστά και να απαγορεύσει το πέρασμα της μπάλας στο low post. Προφανώς αυτή δεν είναι μία συνθήκη την οποία θα μπορεί ο Μήτογλου (ή οποιοσδήποτε άλλος) να υπηρετεί με συνέπεια για 40 λεπτά, αλλά όπως φάνηκε σε προηγούμενα παιχνίδια αποτελεί κομμάτι του «ρεπερτορίου» του τέτοιο ώστε να του δίνει χρόνο στο παρκέ με αυτήν ακριβώς την αποστολή.

Κάτι, δηλαδή, σαν κι αυτό που επιχειρήθηκε (και συνέβη) σε μεγάλο βαθμό τα προηγούμενα χρόνια με τον Τζέιμς Γκιστ. Έναν αθλητή του οποίου η πορεία μοιάζει μέχρι ενός σημείου με αυτή του forward του Παναθηναϊκού. Ο οποίος επίσης ξεκίνησε πολύ πιο μακριά από την ρακέτα, αλλά σταδιακά βρισκόταν ολοένα και πιο κοντά της, με άκρως ικανοποιητικά αποτελέσματα. Τουλάχιστον μέχρι εκείνο το σημείο που του ζητήθηκε το ακατόρθωτο. Να μαρκάρει παίκτες σαν τον Μιλουτίνοφ ή τον Σεραφέν…

Με το ρόστερ του Παναθηναϊκού να έχει εξορθολογιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν, δεν χρειάζεται να γίνει αντίστοιχη (λανθασμένη) διαχείριση.

Ο Μήτογλου, του οποίου το αξιόπιστο σουτ από μακρινή απόσταση ως κληρονομιά του παρελθόντος του θα συνιστά πάντα έναν έξτρα κίνδυνο στην επίθεση ικανό να απειλεί ο ίδιος ή να ανοίγει αντίπαλες άμυνες για τους συμπαίκτες του, έχει το κορμί και κυρίως το μυαλό και την εργατικότητα που απαιτείται για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του «5» και στις δύο πλευρές του παρκέ.

Και με έναν προπονητή στη διάθεσή του σαν τον κόουτς Πιτίνο ένα τέτοιο σενάριο μοιάζει να κερδίζει ολοένα και περισσότερους πόντους. Και εάν ένα τέτοιο στοίχημα βγει, σίγουρα δεν θα υπάρξουν χαμένοι.