«Έχεις θυμώσει μαζί μου γιατί δεν πέθανα χθες το βράδυ. Έχω θυμώσει μαζί σου γιατί δεν πέθανες τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, γιατί δεν πέθανες πριν γεννηθώ…»
Σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι: το άκουσες πράγματι αυτό; Δύσκολο να πεις, τα πάντα εδώ μέσα, σ’ αυτόν τον αχανή πύργο, μοιάζουν με ψίθυρο ειπωμένο από σφαλιστά χείλη, με λέξεις που πέθαναν πριν προλάβουν να φτάσουν στην εφηβεία τους, πριν προλάβουν ν’ ακουστούν.
«Τι στο ανδρικό μόριο γίνεται;», ψιθυρίζεις προσέχοντας το λεξιλόγιό σου, μιας και ενδέχεται ν’ ακούν (ή να διαβάζουν) παιδιά. «Τι είναι όλη αυτή η… φάση; Σα θεατρικό έργο του Ογκούστ Στρίντμπεργκ μοιάζει, το κέρατό μου».
Ανεβαίνεις τα σκαλιά του- κατά τα φαινόμενα εγκαταλελειμμένου- ουρανομήκους σπιτιού, μέχρι που ακούς ξανά τις φωνές. Πιο έντονες αυτή τη φορά. Κάποιοι μαλώνουν με την ένταση που συναντούσαμε μόνο στα παλιά καλά μεσημεριανάδικα της ελληνικής τηλεόρασης. Πλησιάζεις λίγο ακόμα.
Αφουγκράζεσαι:
«Εσύ θα πέσεις!», λέει ο ένας.
«Όχι, εσύ θα πέσεις!», απαντά ο άλλος και του δείχνει απειλητικά το στόμα του παραθύρου που χάσκει πειναλέα.
Φοράνε και οι δύο κάτι… φανέλες; Ναι, φανέλες.
Του ενός είναι ασπρόμαυρη. Του άλλου κιτρινόμαυρη. Ω, που να πάρει, τώρα το έπιασες. Κατάλαβες τι παίζει.
Είναι ο ΠΑΟΚ.
Είναι ο Άρης.
Καθαρίζεις το λαιμό σου κι αποφασίζεις να δώσεις στους άηχους συριγμούς που φωλιάζουν στο λαιμό σου κανονικό λεκτικό σχήμα.
«Εχμ, παιδιά», λες.
Και τώρα, κοίτα: έχεις την προσοχή τους.
«Στη σιωπή δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα… όπως μπορείς στα λόγια»
Κι εσύ, Άρη, όταν σωπαίνεις ξέρεις πως οδηγήθηκες στο έρεβος του ξεπεσμού σχεδόν οικεία βουλήσει. Μια φορά κι ένα όχι και τόσο μακρινό κάποτε ήσουν το ζείδωρο φως ολόκληρου του ελληνικού μπάσκετ, η ομάδα που οι περισσότεροι υποστήριζαν-ή που, έστω, συμπαθούσαν-, εκείνη που για χάρη της ερήμωναν ολόκληροι δρόμοι όταν έπαιζε, τα μαγαζιά έκλειναν γιατί ο ρυθμός αναπαραγωγής τω μυγών ήταν αργός (είχαν ήδη σκοτώσει, βλέπετε, όλες όσες υπήρχαν), είχε στις τάξεις της το πιο λαμπερό δίδυμο ολόκληρης της Ευρώπης και στον πάγκο καθόταν ο πρώτος προπονητής-σούπερ σταρ των γαλανόλευκων γηπέδων.
Άγγιξες αρκετές φορές τον ήλιο, δεν κάηκες, φόρεσες με περίσσια χάρη τα ρούχα του Αυτοκράτορα, αν και είχες ξεκινήσει την «καριέρα» σου από μπασκετικός είλωτας, και έγραψες μια ιστορία από αυτές που, εμάς τους αθεράπευτα ρομαντικούς, μας ζεσταίνουν την ψυχή. Όμως…
Όμως έμεινες κολλημένος στο παρελθόν, εμπιστεύτηκες διοικήσεις λιγότερο αξιόπιστες κι από Yugo του 1980 με 877.965 χιλιόμετρα στο κοντέρ, πίστευες πως τίποτα δεν μπορεί να διαβρώσει την (άλλοτε άψογη) εξωτερική σου εικόνα.
Μόνο που ο Γκάλης και ο Γιαννάκης δεν παίζουν πια μπάσκετ- ασχέτως που με 2-3 προπονησούλες εύκολα θα είναι καλύτεροι από πολλούς παίκτες του τωρινού σου ρόστερ. Ο Ιωαννίδης δεν κάθεται στην άκρη του πάγκου. Δεν έχουμε τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά φλερτάρουμε με το 2020.
Και, το κυριότερο, τα ρούχα σου δεν είναι πια αυτοκρατορικά. Πάλιωσαν, ξέφτισαν, κάθονται άσχημα στους ώμους σου, τρύπησαν. Ο Χρόνος δε σου φέρθηκε καλά.
Δυστυχώς, σε διέλυσε.
«Είναι ντροπή για το λιοντάρι να κλαίει μπροστά στην αλεπού»
Κι εσύ, ΠΑΟΚ, αν και θέλεις να παρουσιάζεις ένα «αρραγές» πρόσωπο, οι ρυτίδες από τα δάκρυά σου το έχουν αυλακώσει σε τεράστιο βαθμό.
Κλαις σαν τσακισμένο λιοντάρι μπροστά σε θρασύδειλη αλεπού, παρόλο που στα 90s υπήρχαν σεζόν που ήσουν η καλύτερη ομάδα σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και χρειαζόταν η δική σου, εντέχνως άτεχνη, αυτοχειρία για να μην ανέβεις στην κορυφή του ευρωπαϊκού Έβερεστ.
Κοιτούσες επί σειρά ετών τον άσπονδο φίλο σου στα μάτια κι ενίοτε τον έκανες να κατεβάζει το βλέμμα, ήσουν αυτός που τον διαδέχτηκε στο θώκο του πρωταθλητή, είχες τον Μπάνε, τον Κόρφα, τον Φασούλα, τον Κλιφ- παικταράδες περιωπής, δηλαδή- να παίζουν στην από εδώ πλευρά του Αλεξάνδρειου, είχες, εν συντομία, έναν πορτοκαλί κόσμο στα πόδια σου.
Και τι έκανες μόλις αναγκάστηκες να κατεβείς από τον Κολοφώνα της δόξας σου; Πυροβόλησες τα πόδια σου, αφέθηκες, πίστευες πως η φανέλα και το ειδικό της βάρος (με τη μεταφορική έννοια, κατά τ’ άλλα όλες κάτι γραμμάρια ζυγίζουν…) θα καθαρίζει δια παντός.
Ε, λοιπόν, μάντεψε: το «πάντα» ήρθε.
Και η φανέλα μοιάζει λιγάκι βαρύτερη από πολυχρησιμοποιημένο πούπουλο.
«Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει/ τι δύσκολο να μάθει της πενίας τη νέα γλώσσα/ και τους νέους τρόπους»
Αποτύχατε; Ναι. Ξεπέσατε; Ξεκάθαρα ναι. Δεν είναι μόνο η «αλγεινή» βαθμολογική σας θέση, δεν είναι ότι τα ρόστερ σας δύσκολα θα μπορούσε να τα μπερδέψει κανείς για “East” και “West” σε παλιό All Star Game του ΝΒΑ, δεν είναι ότι παίζετε κάθε ΣΚ έχοντας το ένα μάτι στο κινητό για να δείτε τι κάνουν η Λάρισα, το Λαύριο, το Ρέθυμνο και οι λοιποί, θεωρητικά, αντίπαλοι στη μάχη του υποβιβασμού (οι οποίοι, μεταξύ μας, έχουν όλοι καλύτερες ομάδες από εσάς).
Είναι ότι εξακολουθείτε, ακόμα και τώρα, να βλέπετε ο ένας τον άλλον και να θυμώνετε που κάποιος από τους δύο δεν «πέθανε» χθες ή γιατί δεν «πέθανε» πριν γεννηθεί η κόντρα σας. Αδυνατείτε να καταλάβετε πως είστε οι δύο όψεις του ίδιου χαραγμένου νομίσματος, πως αν κάποιος εκ των δύο πιει το ποτήρι με γεύση κώνειο της Α2 αυτό θα επηρεάσει άμεσα και τον άλλον στο εγγύς μέλλον, πως ξηλώσατε βάναυσα από το κορμί της Θεσσαλονίκης ένα από τα πιο ωραία της προσωνύμια- αυτό της Μπασκετομάνας.
Ο Άρης υπέπεσε ξανά στο ίδιο λάθος και μπροστά στην «ψευδεπίγραφη», όπως αποδείχτηκε, αναβίωση της περιόδου της Αυτοκρατορίας τυφλώθηκε από τον Λάσκαρη (ούτε καν τη Ζωή, δηλαδή, που εκεί ok, δεκτή η τύφλωση) και εμπιστεύτηκε τον άνθρωπο που τον διαδέχτηκε. Ευτυχώς, Γουλιέλμος… τέλος.
Ο ΠΑΟΚ συνεχίζει να πανηγυρίζει για τα όσα- εξωπραγματικά, είναι η αλήθεια- κάνει η ποδοσφαιρική του ομάδα, αλλά εξακολουθούν οι παίκτες του στο Παλατάκι να παίζουν αποκλειστικά μπροστά στους συγγενείς τους πρώτου βαθμού. Και, μην ξεχνάμε, μιλάμε για μια ομάδα που σκάρτους 10 μήνες πριν κόντραρε στα ίσια τον Παναθηναϊκό στον τελικό του κυπέλλου. Ευτυχώς, υπάρχει και ο… Ιβάν.
Τώρα καλούνται αμφότεροι να μάθουν μια νέα γλώσσα. Αυτήν της απελπισμένης προσπάθειας για επιβίωση, με τα λεφτά να μην φτάνουν ούτε για να κάνουν ταχύρρυθμα ιδιαίτερα.
Θα τα καταφέρουν; Κι αν ναι, ο ένας; Και οι δύο;
Η καρδιά κάθε αγνού φιλάθλου (αν έχει απομείνει έστω και μισός τέτοιος μέσα στην σαπίλα του τυφλού φανατισμού που δείχνει να έχει ποτίσει το κάθε τι) θέλει να γνέψει ναι.
Η λογική, ωστόσο, προτιμάει μια άλλη λέξη, δισύλλαβη, με μόλις τρία γράμματα.
Όχι.
«Εδώ ’ναι η στάχτη ενός λαού, που είταν αιώνια φλόγα»
Σιωπή. Κάτω από τον Λευκό Πύργο τα νερά του αρχιπελάγους παίζουν μια δύσληπτη, μα θελκτική, μελωδία και μοιάζουν να καλούν και τους δύο να πηδήξουν στο αιώνιο τίποτα- ένα άλμα στα ελώδη νερά της Α2 αρκεί για να τελειώσουν όλα.
Δείχνουν να το σκέφτονται. Κουράστηκαν, ίσως, να σκοτώνονται στο βωμό της παροδικής ηρεμίας και να κοιτάνε τις άχρωμες στάχτες μιας θεωρητικά αιώνιας φλόγας. Αν αφεθούν αυτές τις 13 αγωνιστικές του δεύτερου γύρου (ανεξαρτήτως του ποιος θα κερδίσει στο μεταξύ τους ντέρμπι) θα τους ξεχάσουν όλοι.
Με αργές κινήσεις, σαν δυο γέροι με αρθρίτιδα που παλεύουν σ’ ένα υπερμέγεθες βάζο γεμάτο μαύρο μέλι, ενώνουν τα χέρια τους και αρχίζουν μια θλιβερή προσπάθεια να κινηθούν ρυθμικά. Το φεγγαρόφως αγκαλιάζει τα θνησιμαία τους κουφάρια καθώς εκπληρώνουν το αναπόφευκτο.
Είναι Ο χορός του θανάτου.
Μια στιγμή αδιατάραχτης ησυχίας και μετά το σάλτο μορτάλε. Μια στιγμή ησυχ…
Φωνές. Φωνές.
Είναι ένα κατάμεστο Nick Galis Hall: «Άρη θυμήσου, πριν λίγα χρόνια…»
Είναι ένα κατάμεστο Παλατάκι: «Ήρθαμε πάλι για να προσκυνήσουμε το μεγαλείο σου Δικέφαλε…»
Ω, ρε φίλε, ξέρεις κάτι; Γ@μα την Α2. Πήδα τη λογική. Βγάλε την γλώσσα στον ίδιο τον αγωνιστικό σου «θάνατο».
Είναι ο Άρης.
Είναι ο ΠΑΟΚ.
Από δω και πέρα αναλαμβάνει η καρδιά.