5 Σκανδιναβοί που ήρθαν άγνωστοι, αλλά έπαιξαν μπαλάρα στην Ελλάδα

Αυτό θα πει «value for money»…

Δεν είναι φαντεζί. Δεν είναι (κατά κανόνα) σούπερ τεχνίτες και μπαλαδόροι.

Με αφορμή ωστόσο τις εξαιρετικές εμφανίσεις του Ντάνιελ Λάρσον στον Άρη, επιβεβαιώνεται κάτι που έχουμε διαπιστώσει πολλάκις στο παρελθόν:

Η μεγάλη πιθανότητα (αν κινηθείς ψαγμένα και σωστά) να… ψαρέψεις «λαβράκι» στη μεταγραφική αγορά της Σκανδιναβίας.

Διότι ναι, έχουν παίξει στη χώρα μας και μεγάλα ονόματα από Σουηδία, Νορβηγία και Δανία.

Για κάθε Μπεργκ όμως, για κάθε Μέλμπεργκ και κάθε Σάντμπεργκ, υπάρχουν και αρκετές ακόμα περιπτώσεις παικτών από τις συγκεκριμένες χώρες που ήρθαν ως παντελώς άγνωστοι, αλλά εξελίχθηκαν σε πολύτιμες μονάδες.

Ονόματα που σχεδόν κανείς δεν είχε ακούσει μέχρι να εμφανιστούν στα μέρη μας, ωστόσο κατάφεραν κάτι πολύ παραπάνω από το να «βγάλουν τα λεφτά τους».

Όπως, για παράδειγμα, τα εξής:

Τόμας Άλστρομ

Ο πρώτος Σουηδός που φόρεσε ποτέ τη φανέλα του Ολυμπιακού. Έφτασε το 1979 από την άσημη Έλφσμποργκ και αποδείχθηκε κάτι παραπάνω από χρήσιμη μονάδα για τους Πειραιώτες. Παίζοντας ως μέσος, αλλά αγωνιζόμενος το ίδιο αποτελεσματικά στην επίθεση, είχε αρκετά καλή σχέση με τα δίχτυα. Ένα από τα γκολ του μάλιστα αποδείχθηκε καταλυτικό για την κατάκτηση των συνολικά τριών πρωταθλημάτων που πανηγύρισε συνολικά με τους «ερυθρόλευκους», καθώς επιτεύχθηκε στο περίφημο μπαράζ του Βόλου με τον Άρη.

Χένρικ Νίλσεν

Όταν ήρθε ως αντικαταστάτης του σπουδαίου Χόκαν Σάντμπεργκ από τη β’ κατηγορία της Δανίας ελάχιστοι πίστεψαν ότι θα μπορέσει να σηκώσει το βάρος. Κάποιοι γέλασαν όταν (με αφορμή την επίδοση του συμπατριώτη του) δήλωσε «14 γκολ είναι λίγα, θα βάλω περισσότερα». Τελικά τους έβγαλε όλους ψεύτες, βγαίνοντας πρώτος σκόρερ (με 21 γκολ). Και αν δεν είχε το μυαλό του στο πώς θα δικαιολογήσει το παρατσούκλι «κούκλος της Κοπεγχάγης» (με τη ζωηρή νυχτερινή του ζωή) θα είχε προλάβει να πανηγυρίσει και τον τίτλο του 1989.

Ρενέ Χένρικσεν

Μακράν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων. Και μακράν αυτός με τη μεγαλύτερη προσφορά. Παρόλο που θεωρήθηκε τουλάχιστον… αμφίβολο ότι ο ξερακιανός στόπερ από το «μεγαθήριο» που ονομαζόταν ΑΒ Κοπεγχάγης θα βοηθούσε τον Παναθηναϊκό εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους αμυντικούς της ιστορίας του. Και καθ’ ομολογία ακόμα και των αντιπάλων, ένας από τους κορυφαίους ξένους παίκτες που αγωνίστηκαν ποτέ στο ελληνικό πρωτάθλημα (το οποίο παρεμπιπτόντως κατέκτησε το 2004).

Έρικ Μίκλαντ

Αυτός κι αν ήταν έκπληξη. Αυτός κι αν αποδείχθηκε «λαβράκι»! Γιατί εκτός του ότι έσκασε μύτη στον Παναθηναϊκό προερχόμενος από μια καριέρα με σταθμούς τις Μπρίνε, Σταρτ, Ουτρέχτη και Λιντζ, δεν σου γέμιζε και… κυριολεκτικά το μάτι. Κι όμως, ο κοντός αποδείχθηκε θαυματουργός! Φανταστικός μέσος, με απίστευτα τρεξίματα και εξίσου μεγάλη ικανότητα στη δημιουργία, έγινε σύνθημα στα χείλη των οπαδών. Και έμεινε για πάντα χαραγμένος στη μνήμη των αντιπάλων του ως ένα ανυπόφορο (όσο και πολύτιμο για την ομάδα του) «κουνούπι».

Γιάκομπ Γιόχανσον

Μεταγενέστερος, αλλά εξίσου χαρακτηριστική περίπτωση «λαχείου» από τη Σκανδιναβία. Όταν έφτασε στα 24 του η ΑΕΚ δεν βρισκόταν καν στην πρώτη κατηγορία, ωστόσο το «ερχόμαστε» (με την κατάκτηση Κυπέλλου και έπειτα πρωταθλήματος) είχε και τη δική του μεγάλη συμβολή: Χάρη στο μυαλωμένο παιχνίδι του και το αρχοντικό του στιλ. Δεν είναι τυχαίο ότι -αποτελώντας προϊόν σκάουτινγκ- η περίπτωσή του μνημονεύεται πάντα ως παράδειγμα στις συζητήσεις για το πόσο πρέπει να βελτιωθούν οι ελληνικές ομάδες σε αυτόν τον τομέα.