«Είδα τον κόσμο και λέω "Τι κάνω εδώ;"»: Το ματς που ο Γκάλης «σκότωσε» τον εαυτό του

Οι παλιές αγάπες, λένε, πάνε στον παράδεισο. Μόνο αν καταφέρεις να τις «θάψεις», όμως…

«Πάω στοίχημα πως δε θα είναι πάνω από 100 άτομα. Είναι κρίμα, γιατί στερούν από τον κόσμο μας τη δυνατότητα να δει το μεγάλο μας αστέρι». Ο αείμνηστος Παύλος Γιαννακόπουλος ήθελε, με το χαρακτηριστικό του στυλ, να πειράξει 2 μέρες πριν τον τεράστιο αγώνα του οπαδούς των φιλοξενούμενων που θα κατέβαιναν στην Αθήνα.

Η απάντηση ήταν μια κιτρινόμαυρη λαοθάλασσα που είχε κάνει κατάληψη στο πέταλο πίσω από τη μία μπασκέτα στο κλειστό της Γλυφάδας. Α ναι, κι ένα ευφυές σύνθημα: «Παύλο προσκύνα του Άρη το λαό, αυτοί που θα ερχόμασταν μονάχα 100!» ακουγόταν λίγη ώρα πριν το τζάμπολ από τους σχεδόν 1000 φίλους της ομάδας του Στιβ Γιατζόγλου.

Έπειτα, προσωρινή βουβαμάρα γιατί πάτησε παρκέ αυτός– ουδείς φώναζε είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Μετά «Είσαι θεός, είσαι θεός, είσαι θεός μοναδικός!» και το όνομά του. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Ένα βίαια ρομαντικό χαστούκι στην ανάλγητη ψυχή του επαγγελματισμού.

Όταν όλα θα τελείωναν, 2 ώρες μετά, ο απόλυτος πρωταγωνιστής των 26 πόντων και των 11 ασίστ θα κοιτούσε αποσβολωμένος προς την πλευρά όχι των «σωστών» οπαδών, αλλά των απέναντι.

«Πριν αρχίσει το παιχνίδι σκέφτηκα “Τι γυρεύω εγώ εδώ;”», εξομολογήθηκε με 300 παλμούς να σφυροκοπούν τις φλέβες του ταλαντούχου του κορμιού. «Εγώ και ο Άρης είμαστε ιστορία…»

Αλήθεια, θυμάστε εκείνη την κλασική επιγραφή που συναντούσαμε στα παλιά ηλιακά ρολόγια; «Η αγάπη κάνει τον χρόνο να περνάει. Ο χρόνος κάνει την αγάπη να περνάει», έλεγε, και στις περισσότερες περιπτώσεις κάτι τέτοιο μάλλον ισχύει.

Όχι εδώ, όμως.

Όχι όταν ο Νίκος Γκάλης φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού και αντιμετώπισε για πρώτη φορά τον Άρη. Όχι.

Καμιά φορά ο χρόνος βαθαίνει το συναίσθημα.

Έγκλημα και τιμωρία

Έγκλημα, το (ουδέτερο): κάθε άδικη πράξη, προβλεπόμενη και τιμωρούμενη από το νόμο με ποινή.

Ή, απλούστερα, αυτό που έκανε ο Θεόφιλος Μητρούδης το καλοκαίρι του 1992. Ο ισχυρός άντρας του Άρη προέβη σε μια κίνηση που βγάζει τόσο νόημα όσο και το να οπλίσεις μια κοντόκαννη καραμπίνα, να την ακουμπήσεις πάνω στα γόνατά σου και στην συνέχεια να πατήσεις θριαμβευτικά την σκανδάλη: πρότεινε στον 35χρονο, τότε, Γκάλη να σταματήσει το μπάσκετ και ν’ αναλάβει το εφηβικό τμήμα της ομάδας έναντι 100.000.000 δραχμών τον χρόνο!

Ο κορυφαίος Έλληνας παίκτης όλων των εποχών- που είχε πάει στο ραντεβού με πρόθεση να ρίξει τις απαιτήσεις του προκειμένου να τα βρει με τον σύλλογο που έπαιζε επί 13 συναπτά χρόνια- έπεσε ατσούμπαλα από τα σύννεφα, ψέλλισε,  σύμφωνα με τον θρύλο, κάτι σαν «Ευχαριστώ πρόεδρε, αλλά νομίζω πως μπορώ να παίξω ακόμα μερικά χρόνια», πήρε το αόρατο καπελάκι του και έφυγε από το ορατό γραφείο.

Φυσικά, υπάρχει και η οπτική του κ. Μητρούδη ο οποίος προσφάτως στο βιβλίο του παρουσιάζει διαφορετικά τα πράγματα, όμως η ουσία δεν άλλαζε: ο Νικ είχε μείνει ελεύθερος.

Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς αποφάσισε να δανειστεί για λίγο τη φανταστική καραμπίνα του προέδρου του Άρη και μπουμπούνισε δύο κάλυκες στα δικά του πόδια, καθώς παρά το γεγονός πως ο Γκάλης δεν ήταν αρνητικός να πάει στον ΠΑΟΚ μετά το ανεξήγητο «φτύσιμο» που έφαγε από το σπίτι του, είπε στη διοίκηση του Δικέφαλου του Βορρά «Έχω τον Κόρφα εγώ, τι να τον κάνω τον Γκάλη;».

Ο Ιωαννίδης θύμισε κοράκι κάνοντας αλλεπάλληλα «κρα» για να πάρει τον παλιό του παίκτη στον Ολυμπιακό, αλλά η διοίκηση των Ερυθρόλευκων τα έκανε μεγαλοπρεπώς μαντάρα κι έτσι…

Κι έτσι, μετά από δύο φιλολογικά φλερτ με Ηρακλή και ΑΕΚ, ανέλαβε δράση ο Παύλος Γιαννακόπουλος: δίνοντας γη, ύδωρ, τον ουρανό με τ’ άστρα, την Άρτα με τα Γιάννενα, της Παναγιάς τα μάτια και περίπου 8.987.344 διαβεβαιώσεις πως ο Παναθηναϊκός θα είναι ανταγωνιστικός την σεζόν 1992-1993, έκανε το μπαμ του μπασκετικού αιώνα.

Έντυσε τον Νικ στα πράσινα.

«Δεν είμαι εκδικητικός άνθρωπος»

Τα σωστά λόγια, με το πρέπον ύφος, τη δέουσα σοβαρότητα και με την «προσδοκώμενη» χροιά: «Δεν υπάρχει κανένα θέμα μονομαχίας δικής μου και του Παναγιώτη. Στο μπάσκετ υπάρχουν 10 παίκτες στο γήπεδο και όχι δύο. Ήμασταν τόσα χρόνια συμπαίκτες και δεν το βλέπουμε έτσι», έλεγε ο αρχηγός του Παναθηναϊκού το απόγευμα της 20 Νοεμβρίου του 1992- μία μόλις ημέρα, δηλαδή, πριν το μεγάλο αγώνα.

«Δεν είμαι εκδικητικός άνθρωπος. Για μένα είναι ένα παιχνίδι όπως όλα τα άλλα. Γκάλης και Άρης είναι ιστορία. Δεν περνάει καν από το μυαλό θέμα εκδίκησης. Δεν έχω να αποδείξω τίποτα. Ούτε εγώ ούτε ο Άρης. Είναι ένα ντέρμπι και τίποτε άλλο…», συμπλήρωνε.

Όταν, όμως, το ημερολόγιο έδειξε 21/12/1992 και Παναθηναϊκός (Νικ, Κόμαζετς, Βράνκοβιτς, Σοκ, Γκέκος, Μυριούνης, Παπαπέτρου) και Άρης (Γιαννάκης, Τάρπλεϊ, Άντερσον, Μισούνοφ, Βουρτζούμης, Ιωάννου) παρέταξαν το λαμπερό τους οπλοστάσιο στο παρκέ της Γλυφάδας, κατέστη σαφές πως ο μεγαλύτερος «δολοφόνος» εντός των 4 γραμμών διψούσε για οικείο αίμα.

Ο Γιατζόγλου έστειλε πάνω στον τύπο με το νούμερο 6 Ιωάννου, Άντερσον, Λυπηρίδη, Βουρτζούμη και περιστασιακά τον Γιαννάκη (δε μας έκανε τη χάρη να τους δούμε να… τρώγονται για 40΄), επανέλαβε τις πιο καλές του προσευχές καθ’ όλη τη διάρκεια του ματς, όμως ειδικά εκείνη τη μέρα φαινόταν να δικαιώνεται ο Νίτσε: ο Θεός είχε πεθάνει (βέβαια, από την άλλη, και ο Νίτσε πέθανε).

Κι αυτό γιατί ο επίγειος θεός, αυτός που άκουγε για 20 ολόκληρα λεπτά τους οπαδούς της πρώην ομάδας του να λένε το όνομά του, τελείωσε τον αγώνα με 26 πόντους με εξωπραγματικά νούμερα (11/13 δίποντα, 4/5 βολές) και 11 ολόκληρες ασίστ, διαλύοντας κάθε αμυντικό πλάνο του αντιπάλου.

Το τελικό σκορ έλεγε Παναθηναϊκός- Άρης 82-70 (στην πρώτη ήττα στο πρωτάθλημα της ομαδάρας, πραγματικά, της Θεσσαλονίκης) και το άνθισμα του Τριφυλλιού έμοιαζε να διαρκεί για μια ξεχειλωμένη αιωνιότητα.

Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα κι αφεθούμε σ’ ένα χρονικό παράδοξο με τα flash forward να κολυμπούν στα νερά των flashbacks, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας- και, εδώ που τα λέμε, ο πρωταγωνιστής των πιο γλυκών μας πορτοκαλί ιστοριών- στήλωσε το βλέμμα στους οπαδούς του Άρη, είπε συγχαρητήρια και σφιχταγκάλιασε την πένθιμη αμηχανία:

«Ήταν το πιο περίεργο παιχνίδι της ζωής μου. Τι ζητάω εγώ εδώ πέρα;»

«Πρόεδρε, για σένα και τον Παβλίσεβιτς έπαιξα έτσι…»

22 Νοεμβρίου 1992. Ο κόσμος παραληρεί ακόμα. Ο ίδιος, κατά την προσφιλή του συνήθεια, σιωπά. Άλλωστε, καμιά φορά η καλύτερη απάντηση στους αγνώμονες που ισχυρίζονταν πως δεν μπορείς να παίξεις μπάσκετ στα 36 σου, είναι μια απλή παράθεση στατιστικών: 26/11, 82-70.

Σσσς, ησυχία: ο Παναθηναϊκός αντιμετωπίζει την ΑΕΚ στο ποδόσφαιρο εκείνη την Κυριακή και στις εξέδρες βρίσκονται οι Γιαννακόπουλος, Γκάλης, Βράνκοβιτς. Σε μια ανύποπτη στιγμή, ο Νικ λέει στον Παύλο πως η χθεσινή του εμφάνιση ήταν για χάρη του και για τον Παβλίσεβιτς (τον προπονητή του ΠΑΟ τότε).

«Ταράχτηκα, ήταν πολύ απρόσμενο αυτό που έγινε. Με άγγιξε ο άνθρωπος Γκάλης…», δήλωσε ο Γιανακόπουλος, για να συμπληρώσει ο Βράνκοβιτς: «Ποτέ δεν τον έχω δει έτσι τον Νικ. Και εγώ μπορώ να το λέω αυτό γιατί ήμασταν και συμπαίκτες στον Άρη».

Τι είχε μεσολαβήσει, όμως, λίγο μετά το σφύριγμα της λήξης στην Γλυφάδα μερικές ώρες πριν; Τι συνέβη όταν, με τον θρίαμβο να θυμίζει επίμονο μωρό που δε θέλει να ξεκολλήσει από πάνω σου, ο αρχηγός του Τριφυλλιού πήγε στ’ αποδυτήρια;

Παρατηρείτε εκείνη τη νοητή πόρτα στο βάθος; Ναι, σωστά: εκείνη. Η κλειδαρότρυπα θυμίζει μεταλλική Σειρήνα που μας καλεί να πλησιάζουμε. Κάνουμε ένα βήμα, δεύτερο, τρίτο.

Κλειδαρότρυπα.

Θες να δούμε μαζί, αγαπητέ αναγνώστη;

Αν ναι, θα σου μιλήσω ψιθυριστά.

Βλέπεις, θα σου μιλήσω για αγάπη.

«Πριν να το ξέρει κανείς από τους δυο μας, ανήκαμε ο ένας στον άλλον»

«Έκανα το καθήκον μου, βοήθησα την ομάδα μου να πάρει τη νίκη. Θέλω να δώσω συγχαρητήρια σε όλα τα παιδιά που…» και μετά αποθέωση. Ένα πράσινο-άσπρο κασκόλ τυλίγεται γύρω από τους ώμους του, αγκαλιάζει τους συμπαίκτες του, τον Παύλο, τον κόσμο.

Ο Γκάλης- μια φορά κι ένα υπέροχο κάποτε, τότε, τώρα, πάντα- ήταν ο απόλυτος επαγγελματίας, αυτός που θα έκανε πραγματικά τα πάντα για να κερδίσει, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να καρφώσει ένα ακονισμένο μαχαίρι στο κέντρο του στήθους της πρώην ομάδας του.

Πίσω από τις κλειστές πόρτες των αποδυτηρίων, όμως, επιβεβαίωσε πως το προσωπείο του ρομπότ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα σύνθετα απλό προσωπείο. Στις φλέβες του κυλούσαν ακόμα μεγάλες ποσότητες κιτρινόμαυρου αίματος και ο πόνος για τον τρόπο που έφυγε από το σπίτι του τον πείραξε όσο τίποτα.

Έτσι, με το ιπποτικό χειροκρότημα των Αρειανών να ηχεί ακόμα στ’ αυτιά του, ξέσπασε σε λυγμούς, ρίχνοντας εκκωφαντικά στο καναβάτσο τον «καθωσπρεπισμό».

Ο Νικ φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού για 2 χρόνια θέτοντας τις βάσεις για την εκτόξευση του συλλόγου στην στρατόσφαιρα και εμφυσώντας νοοτροπία νικητή σε ένα ηττοπαθές, μέχρι τότε, σύνολο, την τίμησε στο έπακρο ακόμα και στα 37 του (α, ναι: πρώτος σκόρερ και πασέρ στην Ευρωλίγκα την σεζόν 1993-1994), όμως αυτές του οι εμφανίσεις έκαιγαν για καύσιμο τον στυγνό του επαγγελματισμό.

Η καρδιά του, όπως αποδείχτηκε περίτρανα στο πιο περίεργο παιχνίδι της ζωής του, ανήκε αλλού. Στα παιδιά που έκαναν κατάληψη στο ένα πέταλο και αντάλλασσαν πειράγματα με τον ιστορικό ηγέτη του Τριφυλλιού. Στους 100, που τελικά ήταν 1000.

Στη Θεσσαλονίκη, στον αλλοτινό Αυτοκράτορα, στην παρέα του Ιωαννίδη, στον Γιαννάκη, στο Αλεξάνδρειο, στον Άρη.

Γιατί;

Γιατί ο άνθρωπος, εκ φύσεως, αναζητά το φως.

Κι εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα.

Έι, Νικ: ποτέ.