Οι «ειδικοί» λένε ότι ο Βασίλης Χατζηπαναγής είναι ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Όσοι είχαν το προνόμιο να τον δουν να αγωνίζεται διαφωνούν. Θεωρούν ότι η παραπάνω εκτίμηση δεν είναι αρκετή για να καταδείξει την έκταση του ταλέντου του και τοποθετούν τον «Βάσια» ανάμεσα στους κορυφαίους όχι μόνο της χώρας, αλλά και της Ευρώπης.
Ολόκληρη η καριέρα του «τοτέμ» του Ηρακλή είναι γεμάτη από «αν». Τι θα είχε συμβεί εάν δεν είχε γεννηθεί στην –τότε- Σοβιετική Ένωση, αλλά και σε κάποια χώρα του δυτικού κόσμου. Τι θα είχε συμβεί αν δεν πέρναγε όλα τα ποδοσφαιρικά χρόνια του στον «Γηραιό», αλλά άκουγε τις «σειρήνες» από τις μεγάλες ομάδες του κέντρου. Τι θα είχε συμβεί αν στην εποχή του δεν υπήρχαν οι πενταετίες και οι οκταετίες στα συμβόλαια και οι περιορισμοί στις μεταγραφές…
Η απάντηση μόνο κατ’ εκτίμηση μπορεί να δοθεί, αλλά όλα συγκλίνουν στο ότι αν ένα από αυτά τα «αν» είχε μετατραπεί σε γεγονός, σήμερα η φήμη του θα ήταν αντίστοιχη «ιερών τεράτων» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Ίσως μόνο και μόνο το γεγονός ότι κλήθηκε να αγωνιστεί στην Μικτή Κόσμου, παρά το ότι δεν έπαιζε σε γνωστή ομάδα, χωρίς ιδιαίτερες ευρωπαϊκές παρουσίες και μάλιστα σε μια εποχή που καλά-καλά δεν υπήρχε βίντεο –πόσω μάλλον διαδίκτυο και youtube- να αρκεί για να δώσει απαντήσεις σε όσους διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις. Εκείνοι που τον είδαν από κοντά, δεν έχουν καμία…
Ωστόσο αυτό που παραμένει ένα τεράστιο κρίμα στην καριέρα του Βάσια είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί αυτό το αδιανόητο ποδοσφαιρικό δώρο που έφτασε στην Θεσσαλονίκη με τραίνο (όπου τον περίμενε 3.000 κόσμου) από την Τασκένδη. Δεν κατάφερε να παίξει σωστά τα χαρτιά της ώστε να του εξασφαλίσει το δικαίωμα συμμετοχής στην Εθνική ομάδα. Ένα… μαράζι που του κουβαλά ακόμη πάνω του ο Χατζηπαναγής και πάντα μιλά με παράπονο μέχρι και σήμερα.
Ο Χατζηπαναγής ήταν θύμα των ειδικών συνθηκών που υπήρχαν την δεκαετία του ’70, όταν το ποδόσφαιρο δεν είχε τον σημερινό πιο «φιλελεύθερο» χαρακτήρα. Το ταλέντο του είχε αναγνωριστεί από πολύ μικρή ηλικία από τους Σοβιετικούς που στο πρόσωπό του είδαν έναν μελλοντικό ηγέτη. Αποτέλεσμα αυτής της άποψης ήταν να στελεχώσει ο Χατζηπαναγής τις μικρές εθνικές ομάδες της χώρας, πριν έρθει στην πραγματική πατρίδα του.
Φυσικά, τότε το μακρινό 1976, με το που ήρθε στην Ελλάδα, κλήθηκε στην Ελπίδων, με την οποία συμμετείχε μάλιστα και στο Βαλκανικό Κύπελλο εκείνης της χρονιάς. Το ταλέντο του όμως ακόμη και σε τόσο νεαρή ηλικία ήταν τέτοιο που «ανάγκασε» τους ομοσπονδιακούς τεχνικούς να τον προβιβάσουν άμεσα στην «μεγάλη» Εθνική. Το ημερολόγιο έγραφε 6 Μαΐου 1976 και ο Βασίλης Χατζηπαναγής πάταγε το χορτάρι του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο ντεμπούτο του με την φανέλα της «γαλανόλευκης»! Όλοι πίστευαν ότι αυτή η παρθενική συμμετοχή στο φιλικό με την Πολωνία θα ήταν η απαρχή μιας εποχής επιτυχιών και θριάμβων. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η πρώτη φορά θα ήταν και η τελευταία.
Σε χρόνια πολιτικά έντονα, από την Σοβιετική Ένωση υπήρξαν αντιδράσεις για την «ελληνοποίηση» του Βάσια, παρά το γεγονός ότι κανείς δεν αμφισβητούσε την 100% ελληνική καταγωγή του. Το επιχείρημα της συμμετοχής του στις εθνικές ομάδες της χώρας όταν ήταν ακόμη έφηβος θεωρούνταν ακόμη ισχυρό, σε αντίθεση με σήμερα που κάθε ποδοσφαιριστής έχων αντίστοιχο δικαίωμα μπορεί να επιλέξει όταν ενηλικιωθεί σε ποια ομάδα θα αγωνιστεί, ακόμη και σε αντιπροσωπευτικό συγκρότημα χώρας διαφορετικής από την αρχική του επιλογή. Αυτό που πια συμβαίνει κατά κόρον τότε ήταν θέμα «ταμπού». Και με ορισμένους να λένε ότι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης έπαιξε κι εκείνη τον ρόλο της.
Στην πραγματικότητα υποστηρίζουν ότι αν δεν βρισκόμασταν σε μια δύσκολη καμπή του «Ψυχρού Πολέμου», με τον κόσμο χωρισμένο σε «στρατόπεδα» ή αν η Ελλάδα ήταν πιο κοντά στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας, τα πράγματα ίσως να έβαιναν διαφορετικά. Όμως παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν και με τον ίδιο τον Χατζηπαναγή να ταξιδεύει προσωπικά για να βρεθεί λύση, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ…
Όταν –τελικά- ο Βάσια φόρεσε ξανά την φανέλα με το εθνόσημο ήταν πλέον 45 ετών. Είχε προ πολλού κρεμάσει τα παπούτσια του, έχοντας περάσει μια ολόκληρη ποδοσφαιρική ζωή στον Ηρακλή. Γι’ αυτό, απολύτως ταιριαστά, έδωσε την τελευταία παράστασή του στον τόπο που λατρεύτηκε, όπως αρμόζει στους Θεούς. Στο Καυτανζόγλειο, όπου αν και βάδιζε πια στην 5η δεκαετία της ζωής του, ο Χατζηπαναγής έπαιξε για 21 λεπτά κόντρα στην Γκάνα, «έφτιαξε» το μοναδικό γκολ της Εθνικής κι έκανε για ακόμη μία φορά τους πάντες να αναλογιστούν τι θα είχε συμβεί αν…