Κόουτς, τι μπορεί να του βρίσκεις;

Το «καμένο χαρτί» του φετινού Παναθηναϊκού

Ξεκινάμε να βάλουμε τα πράγματα σε σωστή βάση, αποδεχόμενοι ορισμένες παγκόσμιες αλήθειες, πριν αρχίσει το κράξιμο στα όρια του «κανιβαλισμού».

Είμαστε Παναθηναϊκοί, κι αν εμείς οι Πανάθες ξεχωρίζουμε για ένα πράγμα από τους υπόλοιπους είναι οι μεγάλες ευρωπαϊκές βραδιές και πορείες στις δεθνείς διοργανώσεις η τάση μας να βρίσκουμε εκείνο το μέλος της ομάδας το οποίο στα μάτια μας είναι ο απόλυτος φταίχτης για όσα συμβαίνουν στο κλαμπ.

Επί σειρά ετών αυτόν τον κομβικό ρόλο τον έπαιξε με απόλυτη επιτυχία ο «άγιος» Λουκάς Βύντρα. Σοβαρό παιδί, φιλότιμο και κυρίως λιγομίλητο, άντεξε τον κάθε μυρωδιά ή και όχι προπονητή που του ζητούσε να παίξει δεξί μπακ, αριστερό μπακ, δεξί ή αριστερό στόπερ σε τριάδα, τερματοφύλακας, να κόβει τα αποκόμματα των εισιτηρίων στην θύρα 32 ή να έχει την ευθύνη για το πότε θα ανοίξουν τα σπρίνκλερς στο χορτάρι του ΟΑΚΑ. Εάν σε κάποιον από αυτούς τους τομείς του «παιχνιδιού» κάτι δεν πήγαινε καλά, ήταν προφανές ότι έφταιγε ο Βύντρα, οι σέντρες και οι γκέλες του.

Πέρασαν χρόνια για να βρεθεί μια κάποια διάδοχη κατάσταση, αν και είναι αλήθεια πως ο Λουκάς στις καρδιές μας είναι αναντικατάστατος, ενώ επίσης μεγάλη αλήθεια είναι ότι στην πορεία αντιληφθήκαμε καλύτερα πόσο άδικοι υπήρξαμε απέναντί του.

Ο Χρήστος Δώνης χρειάστηκε σαφώς λιγότερο χρόνο να μας κάνει να το βουλώσουμε για το «έγκλημα» το οποίο του καταλογίζαμε και φυσικά δεν ήταν άλλο από το να είναι ο γιος του προπονητή μας και πιο συγκεκριμένα ο λιγότερο καλός (ποδοσφαιρικά) γιος του προπονητή μας, λες κι αν ήταν στο επίπεδο του αδελφού του θα πέθαινε με το τριφύλλι στο στήθος και δεν θα αναζητούσε κάπου αλλού καλύτερες συνθήκες εργασίας, μακριά από τύπους που τον «στόλιζαν» σε κάθε ευκαιρία.

Μετά από αυτή την (μικρή δεν την λες) εισαγωγή, ας περάσουμε και στο κυρίως θέμα, για το οποίο πάντως δεν έχουμε να πούμε και πάρα πολλά. Τουλάχιστον όχι τόσα όσα θα έπρεπε με βάση την «προσφορά» στην ομάδα του Ούφε Μπεκ ή Μπεχ ή όπως αλλιώς μπορεί να προφέρεται το όνομα του εκ Δανίας ορμώμενου ξανθομάλλη ποδοσφαιριστή, ο οποίος έχει ήδη περισσότερους τραυματισμούς και από τις παραλλαγές του ονόματός του.

Τις πρώτες 60 ημέρες της εν ελλάδι παρουσίας του πρόλαβε να μετρήσει τέσσερις διαφορετικούς μυϊκούς τραυματισμούς, καταφέρνοντας να περάσει πιο πολύ καιρό στο αναρρωτήριο παρά στο γήπεδο, κάνοντας όλους εκείνους που έβγαιναν ελεύθεροι αρβυλών, πορείας ή ξυρίσματος στο στρατό να κοκκινίσουν από ντροπή…

Θυμάστε πώς το έλεγαν οι καθηγητές μας αυτό το περίφημο «δεν είναι το παιδί δεν μπορεί, δεν θέλει το παιδί»; Ε, στην περίπτωση του Μπεκ ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί το παλικάρι, για να θυμηθούμε και τον Άγγελο Αναστασιάδη, που κάτι αντίστοιχο είχε ξεστομίσει και για τον Πάολο Σόουζα, χωρίς να πέσει φωτιά από το ουρανό και να κάψει το ΟΑΚΑ.

Κάπου εδώ εξαντλούνται και οι όποιες ομοιότητες του Μπεκ με τον μέγιστο Πάολο Σόουζα, τον πάντα αδικημένο από τις υπερβολικές κρίσεις μας Λουκά Βύντρα ή τον πιο πιστό στρατιώτη της νεότερης γενιάς στο τριφύλλι Χρήστο Δώνη.

Ο Δανός, συμπαθής φυσιογνωμία ή όχι δεν έχει σημασία, κατόρθωσε σε αυτές τις λίγες –ομολογουμένως- εμφανίσεις του να μας πείσει πως παρέμενε σαφώς πιο χρήσιμος για την ομάδα τις μέρες που πέρναγε αναρρώνοντας από κάποιο διάστρεμμα, μια τενοντίτιδα, ένα τσιμπιματάκι στους προσαγωγούς ή ίωση.

Από την πλευρά του ο Γιώργος Δώνης στις λίγες φορές που είχε την τύχη να είναι διαθέσιμος ο Μπεκ, έκανε το χρέος του. Του έδωσε την ευκαιρία να αποδείξει ότι τουλάχιστον όταν είναι υγιής, θα μπορεί να αποτελεί μια λύση για τα άκρα της ομάδας. Δυστυχώς, σε αυτές τις σπάνιες και συλλεκτικές εμφανίσεις του ο Μπεκ ουδόλως δικαίωσε τον προπονητή του, αλλά απέδειξε ότι τελικά η καλύτερη και πιο συμφέρουσα θέση για εκείνον, αυτή που του ταιριάζει καλύτερα και βοηθά την ομάδα να πετύχει τους στόχους της, είναι στο θεραπευτήριο.

Την υγειά του να ‘χει ο άνθρωπος, αλλά νισάφι πια, καλύτερα να μην τον βλέπουμε, παρά να μην «βλέπεται» στο γήπεδο. Χίλιες φορές να δοκιμαστεί στη θέση του ο Δώνης. Όχι ο Χρήστος καλέ, ο πατέρας του ο Γιώργος. Τι, αμφιβάλλει κανείς ότι το «τραίνο» ακόμη και στα 50 του, θα ήταν ανώτερο;