Dream Team αλά ελληνικά! Οι παγκόσμιοι Έφηβοι που χάζεψαν τον πλανήτη

Τι ομαδάρα ήταν αυτή…

Μόλις τρία χρόνια μετά την παρουσία της μίας και μοναδικής αυθεντικής Dream Team στα γήπεδα της Βαρκελώνης κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992, οι NBAers βρήκαν το αντίστοιχό τους αλλά σε… συσκευασία Εφήβων.

Το παράδοξο ήταν ότι εκείνοι οι πιτσιρικάδες που τρομοκρατούν κάθε αντίπαλο που βρίσκουν μπροστά τους ήταν ότι δεν μιλούσαν αγγλικά ούτε ετοιμάζονταν να μεταπηδήσουν σε κάποιο κολλέγιο, χρησιμοποιώντας το NCAA ως προθάλαμο για το κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου. Ήταν Έλληνες και ευτύχησαν να δημιουργήσουν μια από τις καλύτερες ομάδες που έχουμε δει ποτέ, ανεξαρτήτως ηλικίας ή επιπέδου.

Η φουρνιά των «76άρηδων» αποτέλεσε ουσιαστικά την παρακαταθήκη και την κληρονομιά του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα και όλων των υπολοίπων, καθώς βλέποντάς τους να κατατροπώνουν τους Σοβιετικούς στο Ευρωμπάσκετ του ’87, ξεκίνησαν να σκάνε μια πορτοκαλί μπάσκετ, θέλοντας να ακολουθήσουν τα βήματα των νέων ινδαλμάτων του ελληνικού αθλητισμού, που –επιτέλους- είχαν νικήσει τους «ξένους» και είχαν μετατρέψει το μπάσκετ όχι μόνο σε «εθνικό σπορ», αλλά σε εθνική… παράκρουση!

Ο Γιώργος Προεστός ήταν ο τυχερός προπονητής που θα συνεργαζόταν μαζί τους, αλλά και παράλληλα άτυχος της υπόθεσης, αφού το Μουντομπάσκετ του 1995 θα διεξαγόταν στην Ελλάδα και η πίεση για ένα μετάλλιο ήταν δεδομένη. Αν και ο πήχης είχε μπει ψηλά, ίσως ούτε ο ίδιος να μην μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα επακολουθούσε…

Το πρώτο δείγμα γραφής ήρθε στο «Αλεξάνδρειο», όπου στη φάση των ομίλων η Εθνική κάνει πρεμιέρα κόντρα στο Πουέρτο Ρίκο, με το τελικό 109-74 να προκαλεί αίσθηση τεράστια, ενώ την επόμενη ημέρα (13 Ιουλίου) έρχεται το μυθικό 133-53 κόντρα στην Ανγκόλα, με τους 80 πόντους της διαφοράς να αποτελούν την μεγαλύτερη σε έκταση νίκη που είχε καταγραφεί ποτέ στη διοργάνωση!

Βέβαια, ακόμη και τότε, δεν έλειψαν εκείνοι που επεχείρησαν να ρίξουν τους τόνους κάνοντας λόγο για έναν αντίπαλο πολύ χαμηλής δυναμικότητας, όμως πήραν την απάντησή τους στο επόμενο κιόλας ματς. Το 104-70 επί της Ισπανίας, όχι μόνο έδινε πανηγυρικά πρωτιά και πρόκριση στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, αλλά ξεκαθάριζε ότι «τα μωρά του Γιώργου Προεστού», όπως αποκαλούσε την ομάδα ο Τύπος, ήταν έτοιμα για ακόμη μεγαλύτερους θριάμβους.

Δίχως αμφιβολία ηγέτης εκείνης της ομάδας ήταν ο Ευθύμης Ρεντζιάς, ο οποίος μετά από ένα τρελό μεταγραφικό σίριαλ είχε μεταπηδήσει από τον Δαναό Τρικάλων στον ΠΑΟΚ. Ο ύψους 2.12 σέντερ έκανε απίστευτα πράγματα σε σκοράρισμα και ριμπάουντ, σπάζοντας το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο, τελειώνοντας μάλιστα την διοργάνωση ως πρώτος σκόρερ, ριμπάουντερ, MVP και με 1.004 στο σύστημα αξιολόγησης TENDEX, επίδοση που άφησε τους πάντες με το στόμα ανοιχτό. Ίσως ακόμη και τον ίδιο…

Κοιτώντας πίσω, μάλλον το μεγαλύτερο λάθος του ήταν πως το 1996 όταν οι Νάγκετς τον επέλεγαν στο νούμερο 23 του draft, δεν κυνήγησε όσο θα έπρεπε μια καριέρα στο NBA, αλλά προτίμησε τα χρήματα και την σιγουριά της Μπαρτσελόνα. Εάν έκανε εκείνο το βήμα –και δεν τον πρόδιδε και η ευπάθειά του σε τραυματισμούς- μάλλον τώρα θα μιλάγαμε όχι για έναν από τους σπουδαιότερους σέντερ της Ελλάδας, αλλά της Ευρώπης. Όταν το τόλμησε λίγα χρόνια μετά στους Σίξερς, ήταν ήδη αργά.

Ο Ρεντζιάς πάντως δεν ήταν μόνος. Η Εφήβων ήταν η ευκαιρία για τις πρώτες μεγάλες παραστάσεις του μετέπειτα αρχηγού της Εθνικής Μιχάλη Κακιούζη, που ήταν εντυπωσιακός και μαζί με τους Παπανικολάου και Καράγκουτη (αν και δεν έφτασε τελικά εκεί που μπορούσε) -κατά κύριο λόγο- συνέθεταν μια τρομερή τριάδα φόργουορντ, με τους Χατζή, Καλαϊτζή και Μπαρλά (αρχηγός της ομάδας, αλλά χωρίς την εξέλιξη που όλοι περίμεναν) να χτυπούν από την περιφέρεια, τον Σούλη να αποδεικνύεται εξαιρετικό μπακ-απ στους ψηλούς και τους Δέσπο, Τσιριγωτάκη, Παπαδάτο και Καμαριώτη να έχουν ουσιαστική συμμετοχή και να μην συμπληρώνουν απλά την 12άδα.

Αυτοί οι… τύποι ταξιδεύουν στην Αθήνα όπου το μεγαλοπρεπές ΟΑΚΑ γίνεται η νέα δική τους σκηνή, για τα παιχνίδια της δεύτερης φάσης αλλά και τα νοκ άουτ. Κάθε βράδυ μετατρέπεται σε μια νέα παράσταση. Κάθε βράδυ ολοένα και περισσότεροι γεμίζουν το γήπεδο, ζητωκραυγάζουν και χειροκροτούν. Κάθε βράδυ το όνειρο ενός παγκόσμιου τίτλου ερχόταν πιο κοντά.

Στο 109-80 επί της Κροατίας ο Ρεντζιάς πετυχαίνει 30 πόντους και ο Κακιούζης 23. Στο επόμενο ματς έρχεται η σειρά των Αμερικανών που μέσα σε ένα φλεγόμενο πια ΟΑΚΑ λιώνουν από το πληθωρικό παιχνίδι του μετέπειτα αρχηγού της ΑΕΚ (29 πόντοι), την παρουσία του Τρικαλινού σέντερ κάτω από τα καλάθια (27 πόντοι) και τις τρίποντες βόμβες των Χατζή (17 πόντοι) και Καλαϊτζή (15 πόντοι) που κάνουν τους μελλοντικούς NBAers να μοιάζουν… αμερικανάκια με το τελικό 98-78.

Απέναντι στην Γαλλία έρχεται η σειρά του Δημήτρη Παπανικολάου να κάνει… παππάδες και να φορτώσει με 27 πόντους τους «τρικολόρ» που αποχωρούν από το παρκέ έχοντας χάσει με 71-50 και έτσι φτάνει η ώρα για τα πλέον κρίσιμα ματς, αυτά των μεταλλίων.

Πρώτο εμπόδιο στο δρόμο για το βάθρο είναι η Ισπανία, που όμως δεν μπορεί να προβάλλει σοβαρή αντίσταση. Το 80-57 δίνει το εισιτήριο για τον τελικό, σε μια περίοδο που οι μεγάλες φωτιές στην Αττική έχουν συννεφιάσει τον ουρανό και τα πρόσωπα των Ελλήνων. Στις 22 Ιουλίου περίπου 20.000 άνθρωποι γεμίζουν το ΟΑΚΑ. Η πίεση για τον τίτλο πέφτει στους ώμους εκείνων των 18χρονων που καλούνται να ολοκληρώσουν απέναντι στην Αυστραλία τον πρωτοφανή θρίαμβο.

Για τον τελικό φύλαγε και το καλύτερο ο κορυφαίος εκείνης της ομάδας. Ο Ευθύμης Ρεντζιάς σημειώνει 33 πόντους, στην εμφάνιση της ζωής του. Ο Παπανικολάου αποδεικνύει ότι στο μέλλον θα είναι παίκτης των μεγάλων αγώνων προσθέτοντας 21. Ο αρχηγός της ομάδας που σήκωσε το Ευρωπαϊκό στο Βελιγράδι, Κακιούζης, βάζει άλλους 19. Σκοράρουν επίσης οι  Χατζής 8, Σούλης 1, Καράγκουτης 3, Καλαϊτζής 3, Μπαρλάς 3 και το τελικό σκορ 91-73 στέφει την Ελλάδα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια…

 

Δύο λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα πέφτει  η τάση του ρεύματος εξαιτίας των πυρκαγιών και ο κόσμος στο μισοσκόταδο αρχίζει να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο, δίχως αυτό το συναίσθημα της ενοχής που πια συνοδεύει σχεδόν οτιδήποτε σχετίζεται με την πατρίδα. Άλλα ήθη και άλλοι καιροί. Καιροί που οι Έλληνες γινόταν κάπου οι καλύτεροι του κόσμου!