Και όμως έχασε: Το καλύτερο ημίχρονο ελληνικής ομάδας που έχουμε δει ποτέ στο Τσάμπιονς Λιγκ

Όταν το «Θέατρο των Ονείρων» έγινε τόπος μαρτυρίου για την… Γιουνάιτεντ

Για κάτι παραπάνω από 15 χρόνια ο Παναθηναϊκός ήταν αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε ευρωπαϊκή ομάδα από το «πάνω ράφι». Ξεκινώντας από το 1985 και καταλήγοντας στο 2003, το τριφύλλι κατόρθωσε να εμφανίσει στις διεθνείς διοργανώσεις ομάδες που όχι μόνο κοίταζαν στα ίσια τους αντιπάλους τους, αλλά έκανε εκείνους να δυσφορούν μετά από μια κλήρωση μαζί του.

Οι συνθέσεις, οι προπονητές και οι πρωταγωνιστές μπορεί να άλλαζαν, μα εκείνο που έμενε ίδιο ήταν το γεγονός πως ο Παναθηναϊκός είχε δημιουργήσει brand name που είχε ξεφύγει για τα καλά από τα ελληνικά δεδομένα. Όταν οι εντός των τειχών ανταγωνιστές αντιλαμβάνονταν ως επιτυχία το να περάσουν έναν ή –το πολύ- δυο γύρους στα ευρωπαϊκά Κύπελλα, το τριφύλλι έφτανε για… πλάκα σε ημιτελικούς και προημιτελικούς, μέχρι το σημείο του να μην αισθάνεται το παραμικρό δέος κόντρα σε ομάδες πολύ πιο διάσημες και δυνατές, καταγράφοντας έτσι μια σειρά από ιστορικές στιγμές.

Με προπονητές σαν τον Γκμοχ, τον Δανιήλ, τον Μπένγκστον, τον Ρότσα, τον Αναστασιάδη, τον Μαρκαριάν και τον αείμνηστο Γιάννη Κυράστα και με παιχταράδες που ξεκινούσαν από τον Ζάετς και τον Σαραβάκο και κατέληγαν στον Βαζέχα και την βάση της Εθνικής που κατέκτησε το EURO 2004, o Παναθηναϊκός κατάφερε να φτάσει στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (τώρα πια Champions League) το 1985, να επαναλάβει το ίδιο κατόρθωμα το 1996 και να ζήσει ιστορικούς προημιτελικούς στο UEFA (πλέον Europa League) το 1988, στο Champions League του 1992 και του 2000, για να κλείσει το τεράστιο κεφάλαιο των επιτυχιών του το 2003, με την σύγκρουσή του με την Πόρτο του Ζοσέ Μουρίνιο στα προημιτελικά του Europa League.

Δύο ημιτελικοί και τέσσερις προημιτελικοί μέσα σε 18 χρόνια δεν είναι και μικρό επίτευγμα. Ειδικά όταν κάποιος τσεκάρει και τους αντιπάλους που βρήκε μπροστά του, την περίοδο της ακμής τους και ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα, τους αποκλεισμούς ή τις προκρίσεις, έδειξε και απέδειξε πως ήταν στο ίδιο αγωνιστικό επίπεδο με αυτούς. Κάπως έτσι ήρθαν οι θρίαμβοι επί της Γκέτεμποργκ (την εποχή που οι Σουηδοί είχαν κατακτήσει δύο ευρωπαϊκούς τίτλους), οι επικές μάχες με την Γιουβέντους των 9 βασικών διεθνών, οι τιτανομαχίες με τον πρωταθλητή Ευρώπης Ερυθρό Αστέρα, το τεράστιο διπλό επί του για μια διετία αήττητου Άγιαξ, το σοκ του «Καμπ Νου» με την Μπαρτσελόνα και την εξωπραγματική ευκαιρία του Βλάοβιτς και το συναπάντημα με την Πόρτο, στη δική της διαδρομή για την κορυφή.

Η ιστορία, όμως, δεν γράφεται μόνο με προκρίσεις. Που στο κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί να έρθουν με «τσούκου-τσούκου μπολ» και με αμυντικά τείχη, διπλές ζώνες άμυνας και… προσευχές. Η ιστορία γράφεται και μέσα από εμφανίσεις που κερδίζουν τον σεβασμό κι ας μην συνοδεύτηκαν από επιτυχίες, αλλά έκαναν τους «μεγάλους» να προσεύχονται εκείνοι και τελικά να βλέπουν τις δεήσεις τους να πιάνουν τόπο και να νικούν άδικα και αναπάντεχα τον Παναθηναϊκό.

Όσοι το είδαν, θα σας ορκιστούν ότι το παιχνίδι του Παναθηναϊκού με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στις 21 Νοεμβρίου του 2000 ήταν τέτοιο. Η κάτοχος του Champions League του 1999, διασταυρώθηκε με τους πράσινους λίγες μέρες μετά τον θρίαμβο επί της Γιουβέντους και την πρόκριση στους «16». Τότε αμέσως μετά την φάση των ομίλων δεν ακολουθούσαν νοκ άουτ αναμετρήσεις, αλλά μια δεύτερη φάση ομίλων και οι παίκτες του Αναστασιάδη ταξίδεψαν στο «Ολντ Τράφορντ» με το «μαχαίρι στα δόντια», όπως άλλωστε έκαναν συνήθως εκείνα τα χρόνια.

Στο «Θέατρο των Ονείρων» θα έκαναν μια από τις τελειότερες εμφανίσεις τους… Θα ήταν τέλεια, εάν είχε συνοδευτεί με νίκη, την οποία το τριφύλλι άξιζε 100% και θα είχε πάρει δίχως αμφιβολία εάν δεν πλήρωνε την δική του αστοχία, την τεράστια βραδιά του Μπαρτέζ, το «άστρο» του Σκόουλς  και –φυσικά- την διαιτητική αδικία, σε μια εποχή που δεν υπήρχε VAR για να αποκαθιστά τα λάθη των ρέφερι, που για έναν… μυστήριο λόγο εννιά φορές στις δέκα ευνοούν τους δυνατούς…

Μέσα σε 45 λεπτά αγώνα ο διεθνής Γάλλος τερματοφύλακας της Γιουνάιτεντ σταμάτησε από δύο φορές του Βαζέχα, Λυμπερόπουλο σε τετ α τετ. Άλλες δύο «καθάρισε» για πάρτη του ο επόπτης, ο οποίος σήκωσε την σημαία σε απολύτως καθαρές φάσεις, με μία εξ αυτών (εκείνη του Σιπνιέφσκι) να κόβει ένα σχεδόν σίγουρο γκολ. Οι δυο ομάδες πήγαιναν στα αποδυτήρια ισόπαλες 0-0, με τον Παναθηναϊκό να έχει τέσσερις κλασικές ευκαιρίες και τους «κόκκινους διαβόλους» να έχουν όλη κι όλη μια φάση, η οποία δεν θα καταγραφόταν καν ως σημαντική εάν ο Νικοπολίδης δεν έκανε λανθασμένη εκτίμηση σε μια «ξεψυχισμένη» προσπάθεια του Μπέκαμ από 30 μέτρα και δεν μετέτρεπε σε επικίνδυνο ένα άθλιο, αργό και συρτό σουτ.

Ήταν μια από αυτές τις βραδιές που ο άγραφος μα σκληρός «νόμος του ποδοσφαίρου» επιβεβαιώθηκε, όπως θα διαπιστώσατε και στο βίντεο. Ό,τι κι αν «έψαλε» ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον στους παίκτες του στα αποδυτήρια, λειτούργησε. Στο 47’ χρειάστηκε ένα βολέ του γκολκίπερ, μια κεφαλιά του Γιορκ προς τα πίσω κι ένα άγγιγμα του Σέρινγχαμ για να δείξουν οι Άγγλοι στους Έλληνες πώς μπαίνει η μπάλα στα δίχτυα. Με τρεις επαφές μόνο, όλα όσα είχαν γίνει στο πρώτο ημίχρονο πετάχτηκαν στα σκουπίδια, όπως και η προσπάθεια του Παναθηναϊκού, συνολικά.

Από τα 90 γκολ (σε επίπεδο συλλόγων και εθνικών ομάδων) που σημείωσε ο Γιώργος Καραγκούνης στην καριέρα του, σίγουρα ξεχωρίζει εκείνο με το οποίο ισοφάρισε το ματς στο 64’. Με ένα χτύπημα φάουλ, εκμεταλλευόμενος την λανθασμένη εκτίμηση και τοποθέτηση του Μπαρτέζ, στο μοναδικό σφάλμα του Γάλλου στο παιχνίδι. Εκείνο το τέρμα έμοιαζε με ελάχιστη ανταμοιβή από τον Θεό του ποδοσφαίρου για το άσχημο παιχνίδι που είχε παίξει στους πράσινους για ένα ολόκληρο ημίχρονο. Τελικά, όμως, δεν έγινε έτσι.

Απέναντι σε έναν αντίπαλο συνηθισμένο και πολύ πιο «μπαρουτοκαπνισμένο» σε δύσκολες καταστάσεις, οι πράσινοι δεν είχαν απαντήσεις. Οι παίκτες –αλλά και οργανισμός της Γιουνάιτεντ γενικότερα- ζούσε με τον μύθο (ανάμεσα σε πολλούς σε αυτόν τον σύλλογο) της ομάδας που μπορεί να φέρει τούμπα τα πάντα, να ξεγλιστρήσει ενώ δείχνει στριμωγμένη στα σκοινιά και να αποδράσει ακόμη κι από τελικούς σαν αυτόν της Βαρκελώνης, όταν με δυο γκολ στις καθυστερήσεις «έκλεψε» από την Μπάγερν το Champions League την ώρα που οι Βαυαροί σκέφτονταν ήδη τις φωτογραφίες τους αγκαλιά με το τρόπαιο.

Δύο γκολ του Σκόουλς στο τελευταίο δεκάλεπτο διαμόρφωσαν το τελικό 3-1. Ένα αποτέλεσμα που πιστοποίησε την συνολική ανωτερότητα των Άγγλων. Μπορεί αγωνιστικά να μην ήταν καλύτεροι, αλλά για άλλη μια φορά έπαιρναν άριστα στην διαχείριση μιας δικής τους κακής μέρας στην «δουλειά» και άφηναν τους ποδοσφαιριστές και τους φίλους του Παναθηναϊκού περήφανους μεν με την εμφάνιση, μα και την απορία πώς μια τέτοια παράσταση –έστω για ένα ημίχρονο- δεν συνοδεύτηκε από μια μεγαλειώδη κι αξέχαστη νίκη.